Κατέ Καζάντη

27
03

Κατέ Καζάντη: Η Ελλάς των Σκλάβων Πολιορκημένων και η Ελλάς των κοτζαμπάσηδων

Ένας λαός λιγότερο μουδιασμένος από τα δεινά της πανδημίας θα έστεκε κανονικά έξω από κει που τρωγώπιναν οι αφέντες, ουρλιάζοντας για το δίκιο του. Διεκδικώντας τη δική του, διαφορετική Ελλάδα, της ορατότητας των από κάτω, κι ένα άλλο, πολύ διαφορετικό από το διαγραφέν μέλλον. Διεκδικώντας ζωή αντί θανάτου, απαλλαγμένη από εγχώριους και ξένους κοτζαμπάσηδες.
11
03

Κατέ Καζάντη: Οι μορφές της βίας και η αριστερά

Σήμερα, τα εν Ελλάδι ΜΜΕ κινούνται στο γνωστό τέμπο, δίνοντας ξανά τον τόνο στο δημόσιο διάλογο: “καταδικάστε τη βία, απ’ όπου κι αν προέρχεται”. Ο απλουστευτικός συλλογισμός, που εγγίζει τα όρια της ανοησίας, ευτελίζει τη σκέψη. Καταδικάζει τη διάνοια σε αυτοκατάργηση, εξαφανίζει όλες τις ενδιάμεσες λεπτές αποχρώσεις, επιβάλλει το κοινωνικό άσπρο – μαύρο. Αποτελεί επί της ουσίας την επιτομή του αυταρχισμού: όποιος τολμά να διακρίνει αιτία – αποτελέσματα, όποιος επιχειρεί να στοχαστεί και να αντιδράσει στο τσουβάλιασμα, γίνεται εχθρός της κοινωνικής ειρήνης, διχαστικός, εμφυλιοπολεμικός. Στην παγίδα πέφτουν, εννοείται, και άπαντες/σες οι αριστεροί/ες. Έτσι, η κατεστημένη τάξη έχει το νόμιμο δικαίωμα να βιαιοπραγεί, δια των, σημειωτέον, χαμηλόμισθων εργατών εκπροσώπων της, προστατεύοντας τον εαυτό της. Η εργατική τάξη καθαυτή όμως όχι, αφού, συχνότατα, αμαυρώνονται, με ύποπτους ή όχι τρόπους, οι αντι-δράσεις της στα επιβαλλόμενα. Κι επειδή το όριο της νομιμότητας καθορίζεται από τα πάνω, “κανένα σύστημα, ακόμη και το πιο φιλελεύθερο δεν μπορεί να νομιμοποιήσει μια βία που θέλει να το ανατρέψει**”, ή έστω, να το μεταβάλει, αφαιρώντας εξουσίες από την κυρίαρχη τάξη. Η προσταγή, λοιπόν, από τη δεξιά προς την αριστερά για την καταδίκη της βίας “απ’ όπου κι αν προέρχεται”, ως επιφαινόμενο, με την ταυτόχρονη αποσιώπηση της αιτίας της, δεν είναι μοναχά υποκριτική, είναι και βαθιά επικίνδυνη, λειτουργώντας ως προπέτασμα του ζοφερού προσώπου του αυταρχισμού της. Αν, βεβαία, η αριστερά, με τις απαντήσεις της, βάζει τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση ή, αν, διαρκώς αμυνόμενη, καταφάσκει στο κυρίαρχο ισοπεδωτικό αφήγημα, είναι μια μάλλον δυσάρεστη ιστορία, που επαναλαμβάνεται συχνότατα.
08
03

Κατέ Καζάντη: Από το “σπέρμα – αίμα” στον ριζοσπαστικό φεμινισμό

Ο φεμινισμός ως πρακτική, επαναστατική προσπάθεια, ως κίνημα απελευθερωτικό των μαζών, είναι, τελεσίδικα, συμπεριληπτικός: αφορά κάθε φύλο,πέραν των δύο. Υπόθεση εκ φύσεως αντιεξουσιαστική, προσδοκά την αλλαγή παραδείγματος σε όλες τις πτυχές της δημόσιας σφαίρας. Και καταγγέλλει όχι μοναχά το αποτέλεσμα, τη βία και την εκμετάλλευση των από πάνω στους από κάτω, αλλά και ό,τι την γεννά και τη συντηρεί. Σε έναν κόσμο όπου, από την τέχνη και την πολιτική μέχρι τις απανταχού εκκλησίες και την αγορά, ο αποκλεισμός γυναικών, τρανς κ.ο.κ. από τα κέντρα λήψης αποφάσεων θεωρείται περίπου φαινόμενο φυσικό, ο επαναστατικός φεμινισμός, σε αντιδιαστολή με τον υποκριτικό συστημικό φεμινισμό του τελευταίου καιρού, παραμένει ζητούμενο. Ως απάντηση στον βόρβορο που ενώ αναπαράγει καθημερινώς τον σεξισμό και αντιμετωπίζει τη γυναίκα ως ευπώλητο προϊόν, τώρα, που οι υποθέσεις εκμετάλλευσης έχουν ζουμί και φράγκα -βλέπε τηλεθέαση-, αναβαπτίζεται. Δεν είναι λίγο ό,τι έγινε τούτο τον καιρό στην Ελλάδα. Να τολμάς, όμως, να μιλάς για την ουσία της διπλής εκμετάλλευσης που επιφυλάσσει το καπιταλιστικό σύστημα σε κάθε μη σερνικό παραμένει, ακόμα, ζητούμενο. Σ’ αυτό το πνεύμα, οφείλουμε να θυμίζουμε, ξανά και ξανά, πως η 8 του Μάρτη δεν είναι μέρα εθυμοτυπική – επετειακή αλλά μέρα δράσης, μέρα αγώνα.
24
02

Κατέ Καζάντη: Κυριάκος Θάτσερ

Το περιβόητο σχέδιο Πισσαρίδη είναι αντίγραφο όλων εκείνων που έχουν συντελεστεί στη Βρετανία ήδη από τη δεκαετία του ‘80, αλλά και αλλού, προκαλώντας όχι φυσικά ευδαιμονία στους από κάτω αλλά φτώχεια και δυστυχία, αφού ο παραγόμενος πλούτος δεν διαμοιράστηκε ποτέ. Ο ελληνική κυβέρνηση του σήμερα, δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τις βρετανικές, και της Θάτσερ τότε και του Τζόνσον τώρα. Ούτε σε σκληρότητα ούτε σε γελοιότητα. Ένα πολιτικοοικονομικό μοντέλο ενός ακόμα “άριστου” νομπελίστα, βραβευμένου από τους άλλους “άριστους” του καπιταλισμού, παρουσιάζεται ως σωτηριώδες, την ώρα που ο αυταρχισμός περισσεύει. Το ολοκληρωτικό κράτος, στην πιο εκχυδαϊσμένη εκδοχή του, άπονο κι εκδικητικό, αφήνει τον Δημήτρη Κουφοντίνα να αργοπεθαίνει, διεκδικώντας όχι αποφυλάκιση, ούτε καν άδειες, αλλά το δικαίωμα να επιστρέψει στον Κορυδαλλό, στην ειδική πτέρυγα που έφτιαξε ο τότε αλλά και νυν αρμόδιος υπουργός, ο Μ. Χρυσοχοϊδης, για τους καταδικασμένους της 17Ν. Το υποτιθέμενο, κράτος δικαίου, ποδοπατιέται, με την αλαζονεία του νικητή επί των ηττημένων. Δεν είναι, προφανώς, μοναχά η περίπτωση Κουφοντίνα. Είναι και οι ξυλοδαρμοί των φοιτητών, η εισχώρηση της αστυνόμευσης στη δημόσια σφαίρα, ο τρόπος διαχείρισης της υπόθεσης Λιγνάδη και των συν αυτώ, ακόμα και ο τρόπος διαχείρισης της πανδημίας. Είναι μια μεγάλη, ξεκάθαρα πολιτική, φορτισμένη ιδεολογικά, ατζέντα. Αυτή με την οποία θα συνεχίσουν να κάνουν κουμάντο, ακόμα και πάνω σε πτώματα. Το έκανε η Θάτσερ, γιατί όχι και οι εγχώριοι δεξιοί μιμητές; Πώς νοηματοδοτείς εν τέλει τη δημοκρατία σε μια κοινωνία δομημένη στην ανισότητα, χωρά πολλή κουβέντα. Και αν θεωρείς το κράτος τσιφλίκι σου και δίκιο το δίκιο της τάξης σου, τότε μπορείς να μετράς νίκες προσωρινές, κινδυνεύεις όμως να χορεύουν στον τάφο σου. Όπως σ΄ εκείνον της Θάτσερ.
13
02

Η ταξική, και τοξική, «ανεξαρτησία» του κ. Πισσαρίδη

Περσόνες τύπου Πισσαρίδη γεννά διαρκώς ο καπιταλισμός, σε όλα τα επίπεδα. Ένας εσμός “ανεξάρτητων” κι “αδέκαστων” ειδικών, περιφέρονται στην παγκόσμια σφαίρα, από χωρίου εις χωρίον, και συμμορφώνουν. Συμβάλλοντας επίσης στην απρόσκοπτη αύξηση του κεφαλαίου, δίχως να αμφισβητούν τους όντως εργοδότες τους, ούτε να αναρωτιούνται για την τύχη των από κάτω. Από κοντά και οι “ανεξάρτητες αρχές”, εξαφανίζουν τις ιδέες από τη δημόσια συζήτηση, επιβάλλοντας, στα μουλωχτά, τη μία και μοναδική άποψη, αυτή που αναπαράγει διαρκώς τον καπιταλισμό. Αλλά ο/η επιστήμων/ισσα που δεν ενδιαφέρεται για τις κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις των λόγων και των έργων του, είναι, μάλλον, άνθρωπος λειψός. Διότι αυτοί που οι γνωμοδοτήσεις τους ουδέποτε ωφέλησαν τους λαούς -όπως ο Φρίντμαν στη Χιλή- δεν μπορεί, το ξέρουν. Ξέρουν ότι οι υλικές συνθήκες της ύπαρξης των ανθρώπων, αυτές που καθορίζουν τη ζωή και την ψυχή τους, χειροτερεύουν με τις πολιτικές τους, αλλά τις επιβάλλουν. Όσο δε για την πολυδιαφημιζόμενη ανεξαρτησία τους, δεν είναι παρά προκάλυμμα της ταξικής, και τοξικής, μεροληψίας τους.
31
01

Κατέ Καζάντη: Να ξαναμιλήσουμε για τη δυστοπία της Ευρώπης

Και η αριστερά; Από το ευρωπαϊκό πλαίσιο μοιάζει περίπου απούσα. Οι αναγνώσεις των διανοητών της, για το μάλλον ζοφερό μέλλον, δεν φτάνουν στη “βάση”, η οποία φαίνεται ευεπίφορη ακόμα σε αντιευρωπαϊκά, εθνικιστικά αφηγήματα. Το συμβάν του θανάτου μπορεί να εκληφθεί, μαζί με τις μειώσεις των ΑΕΠ, ως μια ακόμα ευκαιρία “δημιουργικής καταστροφής”, η δε αισιοδοξία για διαφαινόμενες αλλαγές ενδέχεται να καταλήξει σκέτος βολονταρισμός, αφού δεν συνοδεύεται, μέχρι στιγμής, από καμιά σπουδαία θεσμοθετημένη πολιτική πράξη. Κι επειδή μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν, ας αρχίσουμε, τουλάχιστον, να μιλάμε ξανά για την Ευρώπη και τις πολιτικές της. Διότι και η ελληνική κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, με όλες τις γραφικότητές της, επί της ουσίας τούτο το ένα και μοναδικό μοντέλο υπηρετεί. Όσοι απομονώνουν το ελληνικό παράδειγμα και δεν το εντάσσουν στον ευρωπαϊκό μέσο όρο της ευρωπαϊκής πολιτικής δυστοπίας, ουσιαστικά ενδυναμώνουν τις πολιτικές που αντιμάχονται, αφού παύουν να μιλούν συνολικά γι’ αυτές. Η Ευρώπη της αλληλεγγύης, η Ευρώπη των λαών, μοιάζει σήμερα τόσο μακρινή όσο υπήρξε και στα χρόνια της μεγάλης κρίσης. Το μεγαλύτερο κόμμα της ευρωπαϊκής αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ, ως όφειλε, δια του σ. Αλέξη Τσίπρα, φαίνεται να ξαναρχίζει την κουβέντα. Κρίνεται απαραίτητο, κυρίως για να αποφευχθούν στο, εγγύς ίσως, μέλλον οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν στις φάρσες που, συχνά, στήνει η ιστορία.
28
01

Η φιλοσοφία του κτήνους και του καπιταλισμού

Η φιλοσοφία του κτήνους, η φιλοσοφία που αποδέχεται πως ο άνθρωπος δύναται να έχει αξιακές διαφορές από τον συνάνθρωπο, η φιλοσοφία που πριμοδοτεί την υπεροχή, και την κυριαρχία άρα, των “αρίστων” απέναντι σε λιγότερο άριστους και διαχωρίζει με όρους βιοπολιτικής τους ζώντες, είναι προορισμένη να γεννά συμφορές.  Το πρότυπο ενός αποϊδεολογικοποιημένου, νομοταγούς πολίτη, που κοιτά την υγειά του και τη δουλειά του, δίχως να συνωστίζεται σε δρόμους και πλατείες διαμαρτυρόμενος, είναι εκείνο ακριβώς το ευεπίφορο πρότυπο σε κάθε λογής ολοκληρωτισμούς. Οι οποίοι περνούν κάθε φορά μέσα από την υποτίμηση, την υπαγωγή του Άλλου σε κατώτερη αξιακή βαθμίδα από την όντως ανθρώπινη.΄Ετσι, ο δρομολογούμενος, στις μέρες μας, διαχωρισμός σε άμυαλους, στους χωρίς ατομική ευθύνη, και στους άλλους, τους σώφρονες, είναι χαρακτηριστικός: το μίσος προς τους Εβραίους, που μαγάριζαν την Άρια φυλή, προσομοιάζει αυτό προς εκείνους που δήθεν μας αρρωσταίνουν. Ας μιλήσουμε, λοιπόν, για τον καπιταλισμό: η 27η Ιανουαρίου, η μέρα που ο κόκκινος στρατός απελευθέρωσε το στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Άουσβιτς - Μπίρκεναου στην Πολωνία, καθιερώθηκε ως Διεθνής Ημέρα Μνήμης για τα Θύματα του Ολοκαυτώματος. Αλλά να θυμόμαστε δεν φτάνει. Εκείνο που χρειάζεται είναι αναστοχασμός. Και, πρωτίστως, κριτική απέναντι στο κυρίαρχο διανοητικό κατασκεύασμα που επιβάλλει διαχωρισμούς ακόμα και μπροστά στο θάνατο. Που, ευκαιρίας δοθείσης, κατακρεουργεί δικαιώματα κι ελευθερίες. Που δεν θέλει, ίσως, και πολύ για να ξαναχτίσει στρατόπεδα για τους λαούς που περισσεύουν ή για κείνους που δεν συμμορφώνονται.  Μέρες που είναι, ας μιλήσουμε για το σύστημα που, δυστυχέστατα, ηγεμονεύει δίχως αντίπαλον δέος.
11
01

Ποιος, αλήθεια, φοβάται τις τάσεις;

Τίποτα δεν έχει να φοβηθεί ένα σύγχρονο αριστερό, δημοκρατικό κόμμα από τις οργανωμένες στο εσωτερικό του τάσεις. Απεναντίας, μόνο να κερδίσει έχει από τη ζωοποιό ορμή της αλληλεπίδρασης των ιδεών και από την ειλικρινή αποδοχή των διαφορών μεταξύ των μελών του. Μοναχά εκείνοι που αρνούνται τις συνθέσεις αντιτίθενται στις ιδεολογικά συγκροτημένες και οργανωμένες μειοψηφίες, υπό το πρόσχημα των δήθεν μηχανισμών της αναπαραγωγής της εξουσίας των προσώπων. Τούτοι ομνύουν σε ένα κόμμα με μια χριστιανικού τύπου ομοφωνία η οποία δύναται να υπάρξει μονάχα μεταφυσικά. Διότι οι ομαδοποιήσεις στις ψηφοφορίες δεν αποφεύγονται: καταστατικές ή μη οι τάσεις (ή οι πλατφόρμες ιδεών ή ό,τι άλλο, ακόμα ακόμα και οι φράξιες), καθείς θα “σταυρώνει” εκείνους που βρίσκονται εγγύτερα στην προσωπική του ανάγνωση για τον κοινωνικό μετασχηματισμό και την πολιτική δράση. Μ’ αυτούς θα συμπορεύεται εντός του κόμματος, διεκδικώντας ποσοστά παρέμβασης στη διαμόρφωση των πολιτικών. Η ελευθερία του διαλόγου, η κυκλοφορία των ιδεών ακόμα και η αντι-δράση των διαφωνούντων στην ηγεμονική, κυρίαρχη άποψη είναι πλούτος. Πλούτος που εγγυάται την ανεκτικότητα του κομματικού σχηματισμού στις μεγεθύνσεις, απαραίτητες για τη συγκρότηση μετώπων κάθε φορά που η συγκυρία το απαιτεί. Όσο για τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, εάν όντως έγκειται στο «ελευθερία στη συζήτηση – ενότητα στη δράση», δεν είναι του πεταματού: διασφαλίζει τις απαραίτητες ιδεολογικές συναινέσεις, με το κόμμα να παραμένει εν κινήσει, διασφαλίζει και τη δυνατότητα ολικής εφόρμησης εναντίον του εχθρού. Αρκεί βέβαια να διασφαλιστεί και το επιπλέον: ότι δηλαδή η δυνατότητα στην ελευθερία έκφρασης της μειοψηφίας δεν θα τελεί επί της ουσίας σε διαρκή απαγόρευση υπό την επίσης διαρκή επίκληση της “έκτακτης ανάγκης”, μιας ανάγκης – φόβητρου που κάθε άλλο παρά αρμόζει σε δημοκρατικές διαδικασίες. Αλλά αυτό αποτελεί μιαν άλλη, μεγάλη συζήτηση.
05
01

Πατριαρχία, δεξιά και αριστερά

Η μορφή της πατριαρχίας, καταγεγραμμένη και μέσα από την ψυχανάλυση (Φρόιντ, Λακάν κ.ο.κ.), στο βαθμό που ετεροπροσδιορίζει τη Γυναίκα, προσυπογράφει τη βία που υποκρύπτεται στην προτεραιότητα της περιγραφής του αρσενικού. Αλλά κι αν στην ακροφιλελεύθερη δεξιά η υπάρχουσα κατάσταση των πραγμάτων αποτελεί την ιδεολογική της πεμπτουσία, άρα τα πάντα μοιάζουν κανονικοποιημένα και τακτικά, στην αριστερά τα πράγματα δεν είναι ιδανικά. Στον πόλεμο θέσεων που διεξάγεται εντός της, παραμένει ηγεμονική -ακόμη κι όταν δεν εκφράζεται ανοιχτά- η άποψη πως τα ζητήματα του φύλου και ο συμπεριληπτικός φεμινισμός κατατάσσονται στις λεγόμενες “δευτερεύουσες αντιθέσεις”. Τις οποίες αντιθέσεις, χοντρικά και κατά τις ορθόδοξες πεποιθήσεις, ο ταξικός αντίπαλος ενίοτε οξύνει, ούτως ώστε να αποκρύψει την κυρίαρχη αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας. Οι δευτερεύουσες αντιθέσεις, όμως, αποκυήματα συχνά της κύριας αντίθεσης, αποτελούν ιδιοσυστατικά του συστήματος, τα οποία γεννούν εκμεταλλευτικές σχέσεις εξίσου ισχυρές με εκείνες που γεννά η πρωτεύουσα αντίθεση. Να τις επιλύσει η, οψέποτε ερχόμενη, επανάσταση είναι μια απάντηση που εντάσσεται στη μεταφυσική της ιστορίας. Να δουλευτούν παράλληλα είναι μια άλλη, πρακτικότερη της πρώτης, που, όμως εάν ακολουθηθεί, ως ορθότερη, βγάζει από τη βολή της αιώνιας κυριαρχίας τους όλα τα αρσενικά. Όπερ σημαίνει ότι θα κληθούν να εγκαταλείψουν τις πολυθρόνες της εξουσίας, παραχωρώντας τες σε “αναξιότερες”, αφού θα υποστούν τις -κατασυκοφαντημένες- ποσοστώσεις φύλου. Ότι θα αλλάξει ο τρόπος της καταγραφής της εμπειρίας και ότι ο κόσμος πια θα αναλύεται (και) απ’ τη μεριά της πολλαπλώς καταπιεζόμενης γυναίκας. Ότι, επίσης, οι αυτονόητοι οικιακοί ρόλοι θα μετασχηματιστούν, αλλάζοντας τον εμπράγματο βίο και τις παροντικές σχέσεις αντρών και γυναικών. Τα πράγματα, όπως καταγράφονται στο σύνολο των κομμάτων, κοινοβουλευτικών και μη, της Αριστεράς, δείχνουν πως η έμφυλη ισότητα είναι μια υπόθεση που μένει ανοιχτή. Η αντρική πλειοψηφία είναι ορατή παντού: στους πρωτοκλασάτους, στους διανοούμενους, στους εργάτες βάσης, στους συσχετισμούς στα όργανα και τα κυβερνητικά σχήματα. Κι όσο οι κοινωνίες θα υποκύπτουν στη γοητεία των στερεοτύπων της alt right δεξιάς, οι αγώνες, και στο εσωτερικό μέτωπο, θα παραμένουν πρόταγμα. Και όχι μοναχά για τις γυναίκες.
19
12

Ούτε αγενείς ούτε απρόσεκτοι: απλώς δεξιοί

Η φρίκη της βιοεξουσίας είναι εδώ: σ’ αυτό το σύστημα που αυτάρεσκα ορκίζεται στη δύναμη των “καλύτερων”, δίχως να αναγνωρίζει διαφορετικότητες στην αφετηρία ή δικαιώματα στην παρέκκλιση, κάποιοι, πολλοί, αν επιμένουν να ζουν, τουλάχιστον ας μην ενοχλούν. Η καταθλιπτική να κάτσει στη γωνιά της, να μην διεκδικεί ορατότητα από τους κανονικούς, ο δε ευπαθής να μη μιλά, κι άμα μιλά, να προσέχει, μην τυχόν κι ανησυχήσει ο υγιής. Αλλά βαρβαρότητα είναι τούτο ακριβώς, η τυραννία του, με συστημικούς όρους, αδύναμου και η νομιμοποίηση αυτής της τυραννίας, βασισμένης στην έλλειψη αναγνώρισης κάθε άλλης προσφοράς πλην του υλικού κέρδους. Ο αμοραλισμός αντικαθιστά την αλληλεγγύη στον πάσχοντα, σε μια κοινωνία όπου οι αντιθέσεις της φυσικοποιούνται. Έτσι, η θέση ο καθείς ανάλογα με τις δυνάμεις του, στον καθένα αναλόγως των αναγκών του, φαντάζει γελοία: στερείς από τους άξιους, για να ταΐσεις τη φύρα, χάνει ο άριστος για να κερδίσει ο χείριστος. Σ’ αυτό το πνεύμα του καπιταλισμού, λοιπόν, να απολαμβάνουν εκείνοι που ξεχώρισαν από το πλήθος, είναι η λογική συνέπεια. Να χαίρεται ποδηλατάδες στο βουνό ο πρωθυπουργός ή να μετακινείται από χωρίου εις χωρίον η σύζυγός του, για τις ανάγκες των προϊόντων και των συναφών φετιχισμών, είναι κανονικό. Κανονικό επίσης και να στοιβάζονται χιλιάδες κρατούμενοι στις φυλακές της χώρας και, εννοείται, να νοσούν από κορωνοϊό. Αυτό, εξάλλου, τους αξίζει. Η διαβάθμιση στην ανθρωπινότητα, η διατίμηση και η διαλογή σε ελαττωματικές και μη οντότητες και οι εξ αυτών εκπορευόμενες, ρατσιστικού τύπου, ασχημοσύνες είναι μια υπόθεση με σαφές πολιτικό πρόσημο. Και σηματοδοτεί τα αυτονόητα, όπως αυτά καταγράφονται στο ασυνείδητο των πολιτών, αναλόγως του συστήματος που υπερασπίζονται: όποιος ομνύει στη ρώμη -του μυαλού, του χρήματος κ.ο.κ.- εύκολα ξεφεύγει. Να λοιδορείς συνάνθρωπο εάν δεν φορεί κουστούμι στα μέτρα τα δικά σου, είναι, εν τέλει, δεξιά υπόθεση.