Σήμερα, τα εν Ελλάδι ΜΜΕ κινούνται στο γνωστό τέμπο, δίνοντας ξανά τον τόνο στο δημόσιο διάλογο: “καταδικάστε τη βία, απ’ όπου κι αν προέρχεται”. Ο απλουστευτικός συλλογισμός, που εγγίζει τα όρια της ανοησίας, ευτελίζει τη σκέψη. Καταδικάζει τη διάνοια σε αυτοκατάργηση, εξαφανίζει όλες τις ενδιάμεσες λεπτές αποχρώσεις, επιβάλλει το κοινωνικό άσπρο – μαύρο. Αποτελεί επί της ουσίας την επιτομή του αυταρχισμού: όποιος τολμά να διακρίνει αιτία – αποτελέσματα, όποιος επιχειρεί να στοχαστεί και να αντιδράσει στο τσουβάλιασμα, γίνεται εχθρός της κοινωνικής ειρήνης, διχαστικός, εμφυλιοπολεμικός. Στην παγίδα πέφτουν, εννοείται, και άπαντες/σες οι αριστεροί/ες.
Έτσι, η κατεστημένη τάξη έχει το νόμιμο δικαίωμα να βιαιοπραγεί, δια των, σημειωτέον, χαμηλόμισθων εργατών εκπροσώπων της, προστατεύοντας τον εαυτό της. Η εργατική τάξη καθαυτή όμως όχι, αφού, συχνότατα, αμαυρώνονται, με ύποπτους ή όχι τρόπους, οι αντι-δράσεις της στα επιβαλλόμενα. Κι επειδή το όριο της νομιμότητας καθορίζεται από τα πάνω, “κανένα σύστημα, ακόμη και το πιο φιλελεύθερο δεν μπορεί να νομιμοποιήσει μια βία που θέλει να το ανατρέψει**”, ή έστω, να το μεταβάλει, αφαιρώντας εξουσίες από την κυρίαρχη τάξη.
Η προσταγή, λοιπόν, από τη δεξιά προς την αριστερά για την καταδίκη της βίας “απ’ όπου κι αν προέρχεται”, ως επιφαινόμενο, με την ταυτόχρονη αποσιώπηση της αιτίας της, δεν είναι μοναχά υποκριτική, είναι και βαθιά επικίνδυνη, λειτουργώντας ως προπέτασμα του ζοφερού προσώπου του αυταρχισμού της.
Αν, βεβαία, η αριστερά, με τις απαντήσεις της, βάζει τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση ή, αν, διαρκώς αμυνόμενη, καταφάσκει στο κυρίαρχο ισοπεδωτικό αφήγημα, είναι μια μάλλον δυσάρεστη ιστορία, που επαναλαμβάνεται συχνότατα.