Macro

Κατέ Καζάντη: ΜΜΕ σε κόκκινο φόντο: γίνεται;

Ας ξεκινήσουμε από μερικές βασικές παραδοχές: η ίδια η ιδέα της αλήθειας ανήκει στη ρητορική της εξουσίας. Το δικαίωμα στην αυθεντία της γνώσης από κάποιους/ες και η υποχρέωση άλλων στην υποταγή καθιερώνει και επανεπιβεβαιώνει διαρκώς τις σχέσεις ανωτερότητας και κυριαρχίας (Ζ. Μπάουμαν). Από την ιστοριογραφία μέχρι την ιστορία της στιγμής, τη δημοσιογραφία, επιχειρείται διαρκώς από την κυρίαρχη τάξη όχι μοναχά ο έλεγχος της πληροφορίας, αλλά και η ερμηνεία της. Με προφανή στόχο, τις συνειδήσεις και την αλλοτρίωσή τους. Κι αν κατά το παρελθόν οι άνθρωποι του Τύπου ήταν ταυτοχρόνως, συχνά πυκνά, εργαζόμενοι δημοσιογράφοι και εκδότες, δεκαετίες τώρα, τούτο έχει τελειώσει. Επίσης: στη δυστοπική εποχή μας, του εμπεδωμένου καπιταλισμού, η ενημέρωση, η διάχυση της πληροφορίας, είναι, παντού στον κόσμο, υπόθεση του κεφαλαίου. Οι επιχειρηματίες εργοδότες του Τύπου απαιτούν, και την έχουν, την πλήρη υποταγή των εργαζόμενων, την πλήρη συμμόρφωση στη “γραμμή”, με μικρές, τύπου άλλοθι, παρεκβάσεις. Τέλος, ακόμα κι εκεί όπου υπάρχουν συνεταιριστικά σχήματα, άτυπος εργοδότης είναι ο διαφημιζόμενος, άρα και πάλι το κεφάλαιο. Οπότε, επίσης προφανώς, δεν κάνεις αποκαλυπτικό ρεπορτάζ ούτε και στρέφεσαι εναντίον των συμφερόντων εκείνων που σε πληρώνουν και των φίλων τους.
 
 
Οι σχέσεις των ΜΜΕ με την Αριστερά υπήρξε πάντοτε μια προβληματική υπόθεση, και δικαιολογημένα: αφού αν κάτι τρέμει το κεφάλαιο είναι η ριζοσπαστική επαναφύπνιση των μαζών, είναι απολύτως λογικό να επιδιώκει να διαμορφώνει κουλτούρα, αισθητική και πολιτισμό πέρα μακριά από όποια δυνατότητα πολιτικοποίησης προς τη λαϊκή κατεύθυνση. Όσο κι αν οι επιχειρηματίες του Τύπου, για λόγους δήθεν πολιτικής ορθότητας ή σχετικής κερδοφορίας, δείχνουν να φλερτάρουν με την Αριστερά, τούτο έχει κοντά ποδάρια. Τάχιστα, σε κρίσιμες στιγμές της ταξικής διαπάλης, στρέφονται ενάντια σε ό,τι θεωρούν πως μπορεί να τους απειλήσει. Η πρόσφατη ιστορία του Τύπου κατά την ελληνική κρίση είναι εξόχως χαρακτηριστική.
 
Έτσι, οι άνθρωποι της Αριστεράς οφείλουν να είναι διπλά προσεκτικοί. Είναι ηλίου φαεινότερο πως ο διεμβολισμός των επιχειρηματιών των ΜΜΕ, με λυκοσυμμαχίες συμμαχίες, είναι μακράν αποτυχημένη συνταγή, αφού ιδιοσυστατικό του κεφαλαίου είναι να υπολογίζει διαρκώς τι και πόσα κερδίζει ως αντάλλαγμα για την κάθε προσφορά. Ακόμα και η συμμετοχή βουλευτών/τριών στις πολιτικές εκπομπές της τηλοψίας με τα τηλεοπτικά πάνελ, εκπομπές κυριολεκτικής προπαγάνδας, με αγοραία κριτήρια και διαγκωνισμούς εξυπνακισμών, πάμπολλες φορές περισσότερο εκθέτει αρνητικά παρά προβάλλει θετικά τις ιδέες της Αριστεράς. Η αδυνατότητα, ή η αναποφασιστικότητα, να επιβάλει νέους κανόνες αισθητικής και η ατολμία της καταγγελίας -με τη μη συμμετοχή ή με άλλους τρόπους- προκειμένου να απομυθοποιήσει την, αμφισβητούμενη, δύναμη των Μέσων κάνουν τα πράγματα χειρότερα.
 
Οπότε, τι; Ο ένας τρόπος είναι εκείνος που προτείνει ο Ουμπέρτο Έκο “απέναντι στο απολυταρχικό φαινόμενο της επικοινωνίας”: ο ανταρτοπόλεμος. Μπροστά σε μια ενιαία, παγκόσμια πηγή, που εκπέμπει ένα και μοναδικό μήνυμα προς τους απανταχού από κάτω, “εμείς θα πρέπει να είμαστε ικανοί να επινοήσουμε συστήματα συμπληρωματικής επικοινωνίας που θα μας επιτρέπουν να να πλησιάζουμε κάθε ομάδα, κάθε μέλος του οικουμενικού ακροατηρίου”. Να επινοήσουμε δηλαδή αφ’ ενός δράσεις που θα οδηγούν την επονομαζόμενη κοινή γνώμη να ελέγχει το μήνυμα των Μέσων και αφ’ ετέρου δράσεις που θα εκπέμπουν νέα μηνύματα.
 
Πώς μεταφράζεται αυτό στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα; Καταρχάς, η Αριστερά οφείλει να λησμονήσει διά παντός τις συνάψεις με το εκδοτικό κατεστημένο και με τους εκπροσώπους του. Αμφότεροι είναι εκ κατασκευής αναξιόπιστοι, αφού ρόλος τους είναι η κάλυψη και η υπεράσπιση των από πάνω. Μία εκ των λύσεων είναι η πίεση για κρατικές ενισχύσεις συνεταιριστικών Μέσων, σχημάτων φτιαγμένων από δημοσιογράφους αφεντικά των εαυτών τους, ώστε να μην καθίστανται έρμαια των ισχυρών παικτών της διαφήμισης.
 
Η άλλη, η σημαντική, είναι τα δικά της Μέσα. Αλλά τα δικά της! Δίχως δάνεια από ονόματα δήθεν φίρμες της αγοράς, τα οποία σε περίπτωση ήττας θα σπεύσουν τροχάδην απέναντι, δίχως εξωτερικές συμπράξεις, δίχως μεμψίμοιρες διαπιστώσεις για το κόστος. Διότι, πέραν των πωλήσεων και της κερδοφορίας, υπάρχει το σημαντικότερο: η επιδραστικότητα. Να σε λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψιν, να σε αναπαράγουν, να σε καθιστούν “πηγή”. Διότι, στα δύσκολα, όταν με διαρκείς συστημικές ενσωματώσεις, τα “φίλια” αγοραία ΜΜΕ θα σε εγκαταλείψουν, εκείνο, το ελάχιστο, που θα σου μείνει είναι η σάρκα της σαρκός σου.
 
Ο ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ., με τις τελευταίες του κινήσεις, στο “Κόκκινο” και στην “Αυγή”, τελεί σε άλλο μήκος κύματος. Ακατανόητο ελαφρώς.
Κατέ Καζάντη