Κατέ Καζάντη: Όταν η Αριστερά φοβάται την Αριστερά
Η Αριστερά δεν είναι μια αναλώσιμη επινόηση. Είναι, αν όχι ένας επαναστατικός δρόμος συστημικών ανατροπών, ο μόνος τρόπος για να ξεπεραστεί το μείζον πρόβλημα του καπιταλισμού, η μεγάλη απόκλιση δηλαδή μεταξύ τής αξίας του κεφαλαίου και των μισθών.
Έτσι, ακόμα κι αν οι γηραιότεροι έπεσαν στη συστημική παγίδα της απαξίωσης, οι νέοι έχουν άλλες θέσεις και προθέσεις: δίχως να σημαίνει πως έγιναν αίφνης επαναστάτες κομμουνιστές όσοι γεννήθηκαν μεταξύ των αρχών της δεκαετίας του '80 και τα μέσα της δεκαετίας του '90, σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο Βρετανός δημοσιογράφος Όουεν Τζόουνς, από όσους γνωρίζουν τον Κάρολο Μαρξ, οι μισοί έχουν θετική άποψη γι’ αυτόν, σε σύγκριση με το 40% της γενιάς Χ και μόλις το 20% των baby boomers. Σύμφωνα δε με έκθεση που δημοσιεύθηκε τον περασμένο Ιούλιο από το δεξιό Ινστιτούτο Οικονομικών Υποθέσεων (ΙΕΑ), οι νεότεροι Βρετανοί πήραν μια αποφασιστική αριστερή στροφή. Σχεδόν το 80% κατηγορεί τον καπιταλισμό για τη στεγαστική κρίση, ενώ το 75% πιστεύει ότι η έκτακτη κλιματική κατάσταση είναι «συγκεκριμένα καπιταλιστικό πρόβλημα». Συνολικά το 67% θέλει να ζήσει κάτω από ένα σοσιαλιστικό οικονομικό σύστημα. Αυτοί που έζησαν και ζουν στο πετσί τους μόνο τις δύο τελευταίες κρίσεις του συστήματος -οικονομική και υγειονομική- και όχι οι, μάλλον βολεμένοι, μικρομεσοαστοί των προαστίων και εκπροσωπούν πράγματα που δεν τα φαντάζονται οι γηραιότεροι, αυτοί που με ένα κλικ αποδομούν ενίοτε τις φρικαλέες εργοδοσίες (βλέπε efood), αυτοί αποτελούν το προνομιακό κοινό των αριστερών ριζοσπαστικών κομμάτων.
Όποτε, στα καθ’ ημάς: η κοινωνική ομάδα που στη ΔΕΘ είδε μεν -έστω μερικώς- τον εαυτό της στις εξαγγελίες του σ. Τσίπρα άκουσε μοναχά για την αόριστη, χωρίς πολιτικό πρόσημο “προοδευτική διακυβέρνηση”, με στρογγυλεμένες γωνίες και τον ριζοσπαστισμό να απουσιάζει. Άκουσε για την αντιφατική εντός του καπιταλισμού και αμφισβητούμενη έννοια του “αξιοκρατικού, ακομμάτιστου κράτους”, δίχως πουθενά, μα πουθενά, να αναφέρεται ο όρος Αριστερά. Άκουσε μεν ένα “κοστολογημένο”, στο πλαίσιο του συστήματος λόγο, αλλά όχι και ένα οραματικό αφήγημα που θα εμπεριέχει και τις δέουσες συγκρούσεις. Αυτοί, όμως, οι νέοι ψηφοφόροι δεν “μασάνε” και δεν οφείλουν να “μασάνε” σε τέτοιου τύπου εξαγγελίες. Έτσι, η κατά τα άλλα χρήσιμη προσέγγιση ενός κόσμου εγκλωβισμένου σε σχήματα παλαιάς κοπής -αυτό το νόημα έχει η επίκληση του “προοδευτισμού”-, όταν επιδιώκεται ετεροβαρώς, αφήνοντας στην άκρη το πιο ελπιδοφόρα ριζοσπαστικό κομμάτι της κοινωνίας, λειτουργεί αντιθετικά: δωρίζει επί της ουσίας τους νέους ψηφοφόρους σε άλλους πολιτικούς σχηματισμούς που αυτοπροβάλλονται ως “αριστερότεροι”. Και, ίσως - ίσως, δωρίζει εντέλει ακόμα μια νίκη στον κατεξοχήν αντίπαλο, τη Δεξιά.
«Να αγωνιστούμε», λοιπόν, «για τις λέξεις, για τις σωστές λέξεις, από τις πιο σοφές (έννοια, διαλεκτική, αλλοτρίωση κ.λπ.) μέχρι τις πιο απλές (λαός, άνθρωπος, μάζες, ταξική πάλη)» έλεγε ο Αλτουσέρ. «Να αγωνιστούμε πάνω στις αποχρώσεις». Πάνω στις ιδέες, πάνω στις αριστερές ταυτότητες.
Κυρίως επειδή, όπως έδειξε η πρόσφατη ελληνική Ιστορία, η Δεξιά δεν πέφτει με διολισθήσεις προς τα δεξιά. Αλλά με άλματα προς τ’ Αριστερά.