Macro

Κατέ Καζάντη: Ο λαμπρός τηλεοπτικός κόσμος του εργασιακού υποκόσμου

Σε ένα παράλληλο σύμπαν, στο οποίο υποτίθεται πως δεν μετέχουν οι κυριλέ και, κατά Σεφέρη, «δημοσιογραφικά αναθρεμμένες ανώτερες τάξεις μας», αλλά αφορά τον κόσμο του λάιφ στάιλ και της λαϊκής, ας πούμε, τηλοψίας, ξεβράστηκε όλος ο οχετός του εκμεταλλευτικού συστήματος: η εργασιακή επισφάλεια και το μπούλινγκ στο χώρο εργασίας μπήκαν από το παράθυρο και απασχόλησαν το δήθεν ανέμελο και δήθεν απολιτίκ κοινό της πρωινής ζώνης. Πώς δίνονται τα αξιώματα, κοινώς οι θέσεις εξουσίας, ποιος ο κώδικας της δήθεν «αξιοκρατίας» και πώς, εν τέλει, ο αγγελικά πλασμένος ιδιωτικός τομέας σε εκπαραθυρώνει εν μία νυκτί, αποτέλεσαν την περασμένη εβδομάδα μια εξόχως διδακτική ιστορία. Για όλους/ες κι όχι μοναχά για τους κοπτοράπτες της πρωίας.
 
Στα χρόνια της μεγάλης κρίσης, λοιπόν, όταν οι θέσεις εργασίας μοιράζονταν με το σταγονόμετρο, κάποιες/οι θυμούνται, μακαρίτη πια, καναλάρχη να μπουκάρει στο πλατό για να διορθώσει παρουσιαστή ο οποίος εξέφρασε την ταπεινή του άποψη για το κράτος πρόνοιας, άποψη με την οποία ο «μεγάλος» προφανώς διαφωνούσε. Σε τούτο το όλως πραγματικό, μπρος στα μάτια του φιλοθεάμονος κοινού, γεγονός, ενδεικτικό του αποφασίζομεν και διατάσσομεν, το οποίο όμως καμία περαιτέρω αναφορά δεν αξιώθηκε, έρχονται να προστεθούν οι ψίθυροι για την τότε εκλεκτή του: όσο διήρκησε η εύνοια, έκανε, λέει, πολλά. Με κυριότερο ότι άνθρωποι, σε δίσεκτους καιρούς, έχαναν τη δουλειά τους αναίτια και δι’ ασήμαντον αφορμή.
 
Η ιστορία θα ήταν ανάξια αναπαραγωγής αν τούτη ήταν μια κατάσταση εξαίρεσης. Όποια/ος όμως έχει δουλέψει στον διαβόητο ιδιωτικό τομέα, της τηλοψίας ή και αλλού, γνωρίζει: για τους εργάτες κάθε λογής, πρεκάριους ή προλετάριους, τα ανωτέρω είναι κοινός τόπος του εργασιακού τους βίου. Δίπλα στα λεγόμενα τυπικά προσόντα –μια άλλη ταξική ιστορία και δαύτα-, τα άλλα, τα ουσιαστικά, αρχίζουν, τελειώνουν και περιορίζονται στην κατάφαση του συστήματος. Και του θελήματος των από πάνω. Αν τυγχάνεις «κολλητάρι» του αφεντικού, τούτο θεωρείται αυταπόδεικτο, εάν όχι, οφείλεις να το δηλώνεις και να το ξαναδηλώνεις αέναα. Η παραμικρή διαφοροποίηση, αφάνταστα ενοχλητική, δεν συγχωρείται. Τα διαπιστευτήρια της υποταγής πρέπει να διακρίνονται ευκρινώς στην καθημερινή συμπεριφορά, αλλιώς η απαρέσκεια του αφεντικού σε στέλνει λογιστήριο, κοινώς στην ανεργία. Όχι, βεβαίως, διότι δεν κάνεις καλά τη δουλειά σου. Στην αληθινή ζωή, και όχι της ιδιωτείας όπου, τάχα, οι «άξιοι προκόβουν», οι μη έχουσες/ντες τις λεγόμενες «άκρες», συχνότατα δουλεύουν περισσότερο και απολύονται συχνότερα. Το αυτό ισχύει και για όσες/ους τολμούν όχι μόνο να συνδικαλιστούν αλλά και να ψελλίσουν, έστω, τις λέξεις σωματείο, δικαιώματα, μισθός κ.ο.κ. Για απεργίες, στάσεις εργασίας κι άλλα παρόμοια δαιμονικά, ούτε κουβέντα.
 
Στην προαναφερθείσα ιστορία, ουδείς/μία αποτόλμησε, φυσικά, να καταγγείλει την παρεκτροπή τον καιρό που έπρεπε. Και τώρα ακόμα, όσοι/ες τοποθετούνται, δεν τοποθετούνται επί της ουσίας: αντί να καταγγείλουν τα σκοτάδια ενός μόνο κατ’ επίφαση λαμπερού κόσμου, αντί να μιλήσουν για την εκμετάλλευση, τη λογοκρισία, την υπερεργασία, τις πιέσεις και, εν τέλει, την απανθρωπιά, προσωποποιούν και εξατομικεύουν μια υπόθεση, λιγάκι ίσως περισσότερο υπερβολική, ενδεικτική όμως μιας γενικευμένης κατάστασης.
 
Το έργο είναι γνωστό: συχνά πυκνά, οι ίδιοι άνθρωποι που δηλώνουν, κατόπιν εορτής, την εναντίον τους αδικία, υπερασπίζονται με πάθος το σύστημα που τη δημιουργεί και την αναπαράγει. Τάσσονται με το στερεοτυπικό «αγαπώ τη δουλειά μου – δούλευα χωρίς λεφτά», μακαρίζουν την εργοδοσία για τις «ευκαιρίες» που τους δίνει ώστε να διαπρέψουν, μιλούν υποτιμητικά για το οχτάωρο και ακόμα χειρότερα, απαξιωτικά, για τον δημόσιο τομέα –εμείς δεν είμαστε δημόσιο εδώ και άλλα παρόμοια χαριτωμένα-, κι έχουν, ως μοναδικό μέλημα «να βγαίνει η δουλειά» τους, καταπιέζοντας τους από κάτω και υπακούοντας στους από πάνω.
 
Οι πρώτες ή δεύτερες τη τάξει τηλεπερσόνες, στο άλλοτε κανάλι του μακαρίτη του Κοντομηνά, τώρα Βαρδινογιάννη, του Κυριακού, του Αλαφούζου ή του Μαρινάκη, μελίρρυτες όταν αναφέρονται ονομαστικά στα αφεντικά τους, ουδέποτε ομιλούν για εργασιακά δικαιώματα. Οι μεροκαματιάρηδες, με πτυχία ή χωρίς, δεν τους αφορούν λες και οι ίδιες δεν αποτελούν κομμάτι του κόσμου της εργασίας. Σιωπούν, συχνά για να διαφυλάξουν την ύπαρξή τους και πιο συχνά –κι αυτό είναι το δυστύχημα- διότι συμφωνούν: το χειρότερο είδος αλλοτρίωσης είναι εκείνο που κάνει τον/ην εργάτη/τρια να συνταυτίζει το συμφέρον του με του αφεντικού. Η απώλεια της ταξικής συνείδησης, η πίστη στη θεολογία του καπιταλισμού που αβγατίζει την κερδοφορία των ολίγων αρίστων, αποτελεί την κρατούσα κουλτούρα. Το πρόταγμα, όμως, να συνεχίζεται απρόσκοπτα, βρέξει –χιονίσει, η αλυσίδα της παραγωγής, δεν γνωρίζει φιλίες, ούτε τις επιθυμεί. Σήμερα πρωτιές, αύριο τρίχες απ’ το ζυμάρι.
 
Δεν ξαναζούμε, όπως συνηθίζεται να λέγεται, φεουδαρχία, ούτε μεσαίωνα. Ζούμε απλώς τη μετεξέλιξή τους, τον, διόλου μα διόλου δημοκρατικό, καπιταλισμό. Μια λέξη που δεν θα πει ποτέ κανείς/καμιά στην τηλοψία. Ούτε οι καλεσμένοι τους, αν θέλουν να ξαναδούν το πρόσωπό τους στις οθόνες.

Κατέ Καζάντη