Macro

Αννέτα Καββαδία: «Αν τολμάτε, ρίξτε με»

Ευτέλισε, και πάλι, την κοινοβουλευτική διαδικασία ο πρωθυπουργός και για δεύτερη φορά αρνήθηκε να απαντήσει στην ερώτηση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε σχέση με τις υποκλοπές. Αν και στριμωγμένος περισσότερο από ποτέ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν παύει στιγμή να επιδεικνύει τα χαρακτηριστικά που από την πρώτη στιγμή της ανάληψης των καθηκόντων του επέδειξε: άκρατο κυνισμό, καθεστωτική λογική, αλαζονική έπαρση, ιδιοκτησιακή για τη χώρα νοοτροπία, λογική ακαταδίωκτου.
 
Την ώρα που το πολιτικό σκηνικό έχει πάρει φωτιά από τις συνεχείς αποκαλύψεις, την ώρα που, βαρύτατα εκτεθειμένος, προσπαθεί ανεπιτυχώς να πείσει για τη μη δική του εμπλοκή στο σκάνδαλο των υποκλοπών, την ώρα που βοά διεθνώς ο Τύπος, ο ίδιος όχι μόνο απαξιώνει, εκ νέου, τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, αλλά και προκαλεί ανερυθρίαστα το κοινό αίσθημα: «Δεν είναι τώρα η ώρα να ξανακυλήσουμε την πολιτική ζωή της χώρας στο βούρκο. Θα πούμε “όχι” σε αυτούς οι οποίοι θέλουν να μας γυρίσουν πίσω», δήλωσε με περίσσιο θράσος από την Πιερία, σε μια προσπάθεια να φωτογραφίσει τους πολιτικούς του αντιπάλους ως υπεύθυνους για τη διάχυτη δυσοσμία. Λες και ένοχοι είναι αυτοί που αποκαλύπτουν τα σκάνδαλα και όχι αυτοί που τα δημιουργούν.
 
 
Με τα μάτια στραμμένα στην ΚΟ της ΝΔ
 
Όταν προ ημερών, στη συνέντευξή του στον ΑΝΤ1 και τον Νίκο Χατζηνικολάου, προκάλεσε τον Αλέξη Τσίπρα να καταθέσει πρόταση μομφής εναντίον της κυβέρνησης, αλλά και όταν έλεγε πως «προσωπικά δεν πρόκειται να συρθώ σε πολιτικές εξελίξεις», το βλέμμα του δεν ήταν πρωτίστως στραμμένο στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά στη δική του ΚΟ. «Αν τολμάτε, ρίξτε με», ήταν το υπαινικτικό, εκβιαστικό του μήνυμα προς τους βουλευτές και τις βουλεύτριες της ΝΔ, ένα μήνυμα απολύτως ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίον αντιμετωπίζει την κοινοβουλευτική του ομάδα.
 
 
Οι επιτελείς του Μαξίμου δεν μπορεί παρά να γνωρίζουν πως στους κόλπους του κυβερνώντος κόμματος επικρατεί αναταραχή. Έχουν, άλλωστε, μαζευτεί πολλά: η ακρίβεια και ο πληθωρισμός, οι κακές επιδόσεις στο μέτωπο της πανδημίας, οι υποθέσεις Πάτση–Μαραβέγια, και τώρα –η σταγόνα που, ενδεχομένως, ξεχείλισε το ποτήρι ακόμα και για τους μέχρι σήμερα άλαλους βουλευτές της συμπολίτευσης– οι υποκλοπές και παρακολουθήσεις όχι μόνο των πολιτικών τους αντιπάλων, αλλά και κορυφαίων υπουργών και κυβερνητικών στελεχών.
 
Οι περισσότεροι/ες βουλευτές/τριες της ΝΔ, παρότι δεν εκφράζουν δημόσια τη δυσφορία τους, αποφεύγουν να υπερασπιστούν το κυβερνητικό αφήγημα. Καλούνται από τα κανάλια και, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, αρνούνται. Έχουν επιλέξει στάση αναμονής, κινούνται στη λογική «βλέποντας και κάνοντας».
 
Με τις εξελίξεις ωστόσο να είναι καταιγιστικές –είναι ενδεικτικό πως στη Διάσκεψη των προέδρων της Βουλής, μετά από αίτημα των 2/5 (όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης), αποφασίστηκε η κλήση, το τρίτο δεκαήμερο του Νοεμβρίου, στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, των Δημητριάδη, Μπίτζιου, Λαβράνου και Ντίλιαν, όσων δηλαδή δεν κάλεσε η κυβερνητική πλειοψηφία στην εξεταστική για τις υποκλοπές– ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το επιτελείο του έχουν κάθε λόγο να… σφίγγουν τα λουριά στα θορυβημένα στελέχη τους. Με το άγχος, όμως, της επανεκλογής τους –και όχι φυσικά εξαιτίας κάποιας συνειδησιακής αντίθεσης, αφού τα δείγματα γραφής τους δεν παραπέμπουν σε τέτοιου είδους ευαισθησίες– τα μέλη της ΚΟ της ΝΔ αντιλαμβάνονται πως πολύ δύσκολα θα μπορέσουν να εμφανιστούν στους ψηφοφόρους τους με κάποιο πειστικό σχετικό αφήγημα.
 
 
Επιλεκτικές ευαισθησίες
 
Ας μην υπάρχουν, ωστόσο, ψευδαισθήσεις: σχεδόν κανείς και καμιά τους δεν θα επιδείκνυε την ίδια ευαισθησία αν η υπόθεση δεν άγγιζε δικούς τους ανθρώπους. Το ότι η υπόθεση των υποκλοπών αφορά τη λειτουργία των θεσμών, το ότι είναι ζήτημα πάνω απ’ όλα δημοκρατίας, δεν έχει για τη δεξιά παράταξη –το αποδεικνύει, άλλωστε, η ιστορία της αφού είναι πάμπολλα τα παραδείγματα με την ίδια στον ρόλο του θύτη– το ειδικό βάρος το οποίο της προσδίδουν οι αριστεροί, δημοκρατικοί άνθρωποι οι οποίοι –ιστορικά μιλώντας πάλι– έχουν πέσει στο παρελθόν θύματα τέτοιων σκοτεινών μεθοδεύσεων, εγγενών άλλωστε στη Δεξιά.
 
 
Μπορεί να πιάσει ο πολιτικός εκβιασμός του Κυριάκου Μητσοτάκη προς τα στελέχη του κόμματός του; Μένει να αποδειχθεί, αν και μετά τις τελευταίες αποκαλύψεις έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι κανείς στη ΝΔ δεν μπορεί να είναι σίγουρος πως δεν παρακολουθείται και ότι δεν υπάρχει κάτι που θα μπορούσε μελλοντικά να χρησιμοποιηθεί εναντίον του. Εξ ου και η προσώρας εκκωφαντική σιωπή των στελεχών της ΝΔ που φέρονται ως θύματα των παράνομων παρακολουθήσεων –με εξαίρεση «κύκλους» του Ν. Δένδια και την Όλγα Κεφαλογιάννη. (Η, στα όρια της φαιδρότητας, αντίδραση του Α. Γεωργιάδη δεν νοείται καν ως τέτοια).
 
 
Για πόσο ακόμα ο Κυριάκος Μητσοτάκης, και οι συν αυτώ, θα εξακολουθούν να συμπεριφέρονται ως οι απόλυτοι άρχοντες και ιδιοκτήτες της δεξιάς παράταξης, για πόσο ακόμα θα αφήνονται ανεξέλεγκτοι, από τις άλλες ιστορικές «φυλές» της ΝΔκρατικής παράδοσης, να αναβιώνουν το «μαύρο» παρελθόν της παράταξής τους –που κάποιοι, ενδεχομένως, θα ήθελαν να λησμονηθεί– για πόσο ακόμα θα αγνοούν αλαζονικά τη λεπτή διαφορά μεταξύ ευθύνης και ενοχής, είναι ερωτήματα που δεν μπορούν με ακρίβεια να απαντηθούν αυτή τη στιγμή. Γιατί μπορεί μεν η σωτηρία της κυβέρνησης και η προστασία του πρωθιερέα της να είναι ο πρωταρχικός στόχος των επιτελών του Μαξίμου, κανείς ωστόσο δεν μπορεί με σιγουριά να προβλέψει αν, πώς και πότε θα αποφασίσουν κάποιοι να σπάσουν τη σιωπή τους. Μένει να φανεί αν η μοναδική, μέχρι στιγμής, αιχμηρή δημόσια εμφάνιση του Κώστα Καραμανλή πριν δύο μήνες στα Ανώγεια, οι συνεχείς βολές του Κώστα Τζαβάρα και η προγραμματισμένη για τις 7/12 ομιλία του Αντώνη Σαμαρά –στην επίσημη πρώτη του ομώνυμου ιδρύματος– σηματοδοτούν κάτι, και τι.

Αννέτα Καββαδία