Κατέ Καζάντη

14
06

Κατέ Καζάντη: Σακελλαροπούλου μη γίνεις!

η Κατερίνα Σακελλαροπούλου υπονομεύει συστηματικά και αποδομεί με όλους τους τρόπους κάθε εναλλακτική–προοδευτική πλευρά του εαυτού της, αν υποθέσουμε πως διαθέτει τέτοια. Μετά την αφωνία της στην περίπτωση Κουφοντίνα και τη φωτογράφιση μπροστά στον τοίχο του αίσχους στον Έβρο, το κακό τρίτωσε. Με πολύ χειρότερο, μάλιστα, τρόπο. Διότι αν υποθέσουμε πως, χάριν της κυβέρνησης που την πρότεινε, όφειλε πολιτική στήριξη στις δύο πρώτες περιπτώσεις, στην περίπτωση του “1ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Γονιμότητας και Αναπαραγωγικής Αυτονομίας” όφειλε, απεναντίας, να της βάλει φρένο: στοιχειώδης ευθιξία λόγω του φύλου της, έστω, έπρεπε να της υπαγορεύσει να αντιταχτεί στον σκοταδισμό του ακροδεξιού συρφετού που διοργανώνει ένα από τα πλέον εξευτελιστικά και οπισθοδρομικά πράγματα που έχουμε δει τα τελευταία 30-40 χρόνια. Υπό την αιγίδα του επίσημου κράτους, μάλιστα. (...) Η Κ. Σακελλαροπούλου ντροπιάζει το φύλο της. Μαζί και πίσω της στην ντροπή, όλες οι γυναίκες που από τις θεσμικές τους θέσεις στήριξαν το φρικαλέο “ιβέντ”. Και δικαιώνει όλες/ους εκείνες/ους που είδαν εξ αρχής τη χρήση του φύλου της από τη δεξιά ως επιφαινόμενο της προόδου για να υποκρύψει έναν αβυσσαλέο υπερσυντηρητισμό. Στον οποίο η ίδια η προεδρίνα, ως φυσικό πρόσωπο, αποδεικνύεται παντελώς ανίκανη να βάλει φρένο.
10
06

Κατέ Καζάντη: «Χωρίς εσένα γρανάζι δεν γυρνά…»

Arbeit macht frei: στις σύγχρονες κοινωνίες, όπου η ιδεολογική κυριαρχία των από πάνω είναι παραπάνω από προφανής, το ναζιστικό ρηθέν επαναλαμβάνεται απροκάλυπτα. Με το παρόν νομοσχέδιο που εγγίζει νέα άκρα, σε μια μεταμοντέρνα ανάγνωσή του, εκείνο που υπαγορεύεται στους εργαζόμενους είναι πως θα δουλεύουν επιπλέον ώρες, δίχως να πληρώνονται, για να κερδίσουν την ελεύθερη μέρα τους. Η υπερεργασία, λοιπόν, φέρνει ρεπό, άρα, συνακόλουθα, η δουλειά φέρνει λεφτεριά. Αλλά η επικράτηση τέτοιων πολιτικών δεν είναι αναπόδραστη μοίρα. Αν το επαναστατικό υποκείμενο της ιστορίας, κοινώς σύσσωμη η εργατιά, (ξανα)βγει μαχόμενο στους δρόμους διεκδικώντας, τα πάντα μπορούν να ανατραπούν. Ακόμα και τα πιο ισχυρά κατεστημένα. «Χωρίς εσένα γρανάζι δεν γυρνά»: το σύνθημα, που φέρει στο νου φαντάσματα μια άλλης εποχής, χρειάζεται εκ νέου να εμπεδωθεί. Μια οραματική πολιτική μείωσης αντί αύξησης των ωρών εργασίας και αύξησης αντί μείωσης μισθών, μια πολιτική κάρφος για τα εργοδοτικά λόμπι, μια οραματική πολιτική στο κατεξοχήν πεδίο της ταξικής σύγκρουσης, την ώρα ακριβώς που ο κόσμος της εργασίας βρίσκεται στη χειρότερη, μεταπολεμικά, κατάσταση, μια επί της ουσίας αριστερή πολιτική, κρίνεται παραπάνω από αναγκαία. Όπως αναγκαία κρίνεται και η πολιτική αλλαγή. Στην Ελλάδα αλλά και παντού.
07
06

Κατέ Καζάντη: Βιβλία από την πυρά στην πολτοποίηση

Κάθε ολοκληρωτικό καθεστώς, ακόμα κι εκείνα που δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους ως τέτοιο, διασυνδέει την κυριαρχία του με τον έλεγχο της διάχυσης των ιδεών: οπότε λογοκρίνει. Εξ ου και η προσφιλής μέθοδος της δημόσιας καύσης των “επικίνδυνων” βιβλίων, πράξη με ιδιαίτερο περιεχόμενο, αφού το κοινωνούσαν στον λαό, να παραδειγματιστεί. Στους καπιταλιστικούς, δημοκρατικούς καιρούς μας, η συνειδησιακή αλλοτρίωση έχει χίλιους δυο τρόπους να συντελεστεί, οπότε η πυρά εξέλιψε, αφού οι μέθοδοι εκσυγχρονίστηκαν. Η πολτοποίηση, ας πούμε, ταιριάζει μια χαρά στα ευαγή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τα οποία, επιπλέον, διαθέτουν “μορφωτικά” ιδρύματα, εκδόσεις κ.ο.κ. Οι τράπεζες, που διαφεντεύουν ως μηχανισμοί του κεφαλαίου την παγκόσμια κοινότητα, δεν είναι βέβαια μηχανισμοί λογοκρισίας -όχι τουλάχιστον ευθέως-, μπορούν όμως κάλλιστα, και για ένα σωρό λόγους, να θεωρηθούν μηχανισμοί εκπτώχευσης των λαών. Δεν έχουν, λοιπόν, κανένα λόγο να νοιάζονται για οτιδήποτε άλλο, πλην της αναπαραγωγής της κυριαρχίας τους. Οπότε θα ήταν αστειότητα να πίστευε κανείς πως οι πολιτιστικές τους δραστηριότητες αντιπροσωπεύουν κάτι άλλο πέραν της μόστρας και της επίδειξης της εξουσίας τους σε κάθε τομέα του κοινωνικού χώρου. Δεν είναι που τα βιβλία του Γαβριηλίδη κρίθηκαν επικίνδυνα. Το πράγμα είναι πολύ χειρότερο: στον μεταδημοκρατικού τύπου ολοκληρωτισμό, όλα τα παραπάνω τα περί της ανάγνωσης, όλα τα περί των φετιχιστών με την οσμή του μελανιού, όλα τα περί της τέχνης ως κοινού αγαθού, είναι ψιλά, πολύ ψιλά γράμματα. Οι δε από κάτω είναι πιο πολύ κι από αθέατοι. Απλώς δεν υπάρχουν. Ανύπαρκτα τα σχολεία, επικίνδυνες οι φυλακές, αστειότητες οι δημόσιες βιβλιοθήκες. Δωρεά δίχως διάφορο δεν υφίσταται. Uber alles, η κουλτούρα του κέρδους. Οι ποιητικές συλλογές, τα μυθιστορήματα, ο δοκιμιακός λόγος των εκδόσεων Γαβριηλίδη δεν ήταν επικίνδυνα. Ήταν ένα τίποτα. Και ως τίποτα αντιμετωπίστηκαν. Πολτός, στον πολτό του νου των ιθυνόντων που λαμβάνουν τέτοιες αποφάσεις.
04
06

Κατέ Καζάντη: Αποανάπτυξη, η μόνη πρασινοκόκκινη επανάσταση

Ο δυτικός άνθρωπος, εκμαυλισμένος από τα γεννοφάσκια του, είναι φετιχιστικά εξαρτημένος από τη διαρκή χρήση όλων εκείνων των προϊόντων που προκαλούν τις περιβαλλοντικές καταστροφές. Μπορεί, έτσι, να διαμαρτύρεται για τις ανεμογεννήτριες ενώ ταυτόχρονα διαθέτει, επί παραδείγματι, δυο τρία αυτοκίνητα ή κινητά τηλέφωνα, επιθυμεί όλο και ταχύτερες μεταφορές κ.ο.κ. Είναι, φυσικά, προφανές πως να μεταβληθεί μια αλλοτριωμένη συνείδηση είναι η δυσκολότερη πολιτική διαδικασία. Εάν μπορούσε εύκολα να συντελεστεί, το παράδοξο να στηρίζουν οι σύγχρονοι προλετάριοι δεξιές κυβερνήσεις δεν θα υπήρχε, όπως, κατ’ επέκταση, δεν θα υπήρχε καπιταλισμός. Τούτο όμως δεν είναι λόγος να μην αγγίζονται τα, τουλάχιστον για την Αριστερά, αυτονόητα: να αντιμάχεσαι την επεκτατική δράση του κεφαλαίου και τις σχέσεις εκμετάλλευσης που δημιουργεί, να μιλήσεις για τις ψευδαισθήσεις μιας ιδιωτικοποιημένης, δήθεν “καλής ζωής”, βασισμένης στα όλο και περισσότερα εμπορεύματα, να προτάξεις τον κοινό πλούτο έναντι της κεφαλαιακής συσσώρευσης, είναι από εκείνα που, μάλλον, ξεχάστηκαν. Στα καπιταλιστικά ήθη, όπου και η δημόσια υγεία γίνεται προϊόν που πουλιέται και αγοράζεται (από τις πατέντες των εμβολίων μέχρι τα Μητσοτάκεια όνειρα για την επέλαση ιδιωτών στο ΕΣΥ), μια νέου τύπου, κοκκινοπράσινη, επανάσταση είναι αναγκαία. Η Αριστερά οφείλει να αναστοχαστεί με την αποανάπτυξη στην κορυφή της ατζέντας της. Αλλιώς, μαζί με τα απορρίμματα, θα ανακυκλώνεται, ρητορικά και ασκόπως, και το ακροτελεύτιο πρόβλημα, της καταστροφής της Γης.
29
05

Ο Ντιόρ κι ο ξεπεσμός

Τώρα, βεβαίως, επί τη Μητσοτάκεια βασιλεία, κυρίαρχη ιδεολογία είναι αυτή του τσιμεντώματος. Ποια κραυγή του πνεύματος, ποιες αλυσίδες, ποιο πάθος άναρχο, ποια διάνοια; Και ποια αφύπνιση; Όλα τούτα είναι ψιλά γράμματα, για κείνους που εκλαμβάνουν τους λαϊκούς αγώνες ως “διχαστικό λαϊκισμό” και ονομάζουν τη λαϊκή βούληση για μια κυβέρνηση άλλη από τη δική τους “σκοτεινό διάλειμμα”. Πέραν του παρωχημένου της συμπλεγματικής αντίληψης “να (ξανα)γίνουμε γνωστοί στα ξένα κράτη”, ο αντιδραστικός χαρακτήρας να υποκύπτουμε στις μεταξωτές κορδέλες χάριν του τουρισμού, είναι επί της ουσίας παράδοση στον Μαμμωνά. Απευθείας ανάθεση στις ελίτ με τα φράγκα που ψωνίζουν Ντιόρ, στις ελίτ που μόνο τέτοια χωρούν στον αξιακό τους κώδικα, που μόνον έτσι κατανοούν τη χρησιμότητα των μνημείων και που μπερδεύουν την τέχνη με τα ματαιόδοξα κιτς “ιβέντ” πανάκριβων οίκων μόδας. Αν, όμως, η όντως τέχνη “δεν μπορεί να μην είναι επαναστατική, δηλαδή να μην τείνει σε μια πλήρη και ριζική ανασύνθεση της κοινωνίας”, απαραίτητη προϋπόθεση για να φιλοξενηθεί στην Ακρόπολη ο Ντιόρ θα έπρεπε να ήταν, δίχως αστεία, η πλήρης μετάλλαξή του. Να κοινωνικοποιηθεί, ίσως, και να κατασκευάζει ρουχισμό για πρόσφυγες – μετανάστες. Όλα τ’ άλλα, τα τάχα μου της αριστοκρατίας, είναι διανοητικός ξεπεσμός.
24
05

«Άλλαξε τον κόσμο, το χρειάζεται! Και όταν τον αλλάξεις, άλλαξε τον αλλαγμένο κόσμο»

Η οπτική των διαφόρων ιδρυμάτων “πολιτισμού”, ιδιοκτησία πολυεθνικών επιχειρηματικών κολοσσών, είναι ο μόνος δρόμος με τον οποίον ο καλός καπιταλιστής μπορεί να αντιληφθεί το καλλιτεχνικό γίγνεσθαι. Και ο μόνος τρόπος να το ανεχτεί, αφού πια το θέτει υπό τον πλήρη έλεγχο των συμφερόντων του. Το φιλοθεάμον κοινό γίνεται μια χαρά “πελατάκι” πρόθυμο να αγοράσει ό,τι του σερβίρεται. Όσοι δε, ως δημιουργοί, βιοπορίζονται από την τέχνη τους, ελέγχονται: τα φρονήματα, πολλάκις, καθορίζουν τις καριέρες. Η παντοδυναμία των “μαικήνων” εκβράζει ό,τι δεν μπορεί να εμπορευματοποιήσει. Ο κύκλος του κέρδους είναι ο μοναδικός ορίζοντας. Αν, λοιπόν, το καλλιτεχνικό πάθος είναι κατεξοχήν αναρχικό και αντιεξουσιαστικό, να το τσιμεντώνεις, μαζί με όλα τα κοινωνικά συμπαρομαρτούντα, είναι η συνήθης πρακτική της εξουσίας. Η κυβέρνηση της δεξιάς του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Δεν είναι μοναχά που που δεν θέλει, είναι και που δεν μπορεί: για τον/ην καθαρόαιμο/η δεξιό/α, τίποτε, μα τίποτε, δεν κατανοείται έξω από τη συνθήκη του πουλάω–αγοράζω, έξω από τη συνθήκη του κέρδους από κάθε προσφορά, έξω από τη συνθήκη της αναπαραγωγής της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Μπορεί να καταργεί ως άχρηστο ό,τι ακόμη δεν κατέστη εμπόρευμα, μπορεί και να καταστρέφει ό,τι φοβάται, μπορεί και τα δύο μαζί. Ο οραματικός χαρακτήρας ενός αυτοδιαχειριζόμενου χώρου πολιτισμού, όπως το Εμπρός, που δίνει τη δυνατότητα μιας άλλης, συνολικής οπτικής και προοπτικής, ως προεικόνιση μιας κοινωνίας ισότιμης συμμετοχής, δεν είναι μόνο φαινόμενο ακατανόητο, είναι και εχθρικό. Το τσιμεντώνουμε λοιπόν εδώ και τώρα, για να μην βρει μιμητές.
23
04

Κατέ Καζάντη: Ποια «Χούντα δεν τελείωσε το ’73»

Το εφοπλιστικό κεφάλαιο, τιμά την αγαστή του σχέση με το χουντικό καθεστώς, ανακηρύσσοντάς τον Παπαδόπουλο, Μάρτη του 1972, ισόβιο επίτιμο πρόεδρο της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών, αφού προηγουμένως ο δικτάτορας είχε χαρίσει στο λόμπι δραστικές μειώσεις στη φορολογία. Ενδεικτικές και οι περιπτώσεις των διυλιστηρίων, εκεί όπου συνωστίζονται για την ελληνική πίττα Ωνάσης και Νιάρχος, αλλά και οι λοιποί, Βαρδινογιάννης, Λάτσης κ.ο.κ. Εκλεκτός του Παπαδόπουλου ο Ωνάσης -σε βίλα του διέμενε-, εκλεκτός του Μακαρέζου ο Νιάρχος, είχε και καλύτερη προσφορά, έφερε το καθεστώς σε δύσκολη θέση, αφού βρέθηκαν να τσακώνονται μεταξύ τους. Εν τέλει, με το στανιό έστω, βρέθηκε μια κάποια λύση, ικανοποιήθηκαν και οι Ανδρεάδης και Λάτσης, πήρε κι ένα τέταρτο η οικογένεια Βαρδινογιάννη -οι εξορίες (Βαρδή-Παύλου), εξορίες και η δουλειά δουλειά. Αν, λοιπόν, η αποστροφή του τίτλου μπορεί να μοιάζει επικίνδυνα ισοπεδωτική, και πιθανότατα είναι, δεν μπορεί να μην παραδεχτεί κανείς πως οι κατά καιρούς και κατά τόπους “εθνικοί ευεργέται”, οι οποίοι αργότερα μένουν στη μνήμη ως ιδρύματα, δήθεν προσφοράς στον κοσμάκη, είναι, το συνηθέστερο, πιστοί στυλοβάτες του γύψου. Είναι το οικονομικό κεφάλαιο, οι διαβόητες επενδύσεις, που κονταροχτυπιούνται ανά τον κόσμο για “ιδιωτικές πρωτοβουλίες” με το αζημίωτο, εδώ για το Ελληνικό, αλλού για άλλα, είναι η κοινωνική εκείνη τάξη τα δικαιώματα της οποίας σπάνια περιστέλλονται εντός του καπιταλισμού. Αυτοί εξάλλου επιβάλλουν την αστική νομιμότητα, αυτοί νοηματοδοτούν την έννοια της προόδου, αυτοί ασκούν ιδεολογικό έλεγχο, σωρεύοντας στα χέρια τους τα ΜΜΕ και ελέγχοντας τις καλλιτεχνικές δράσεις.
16
04

Κατέ Καζάντη: Οι δεξιοί και ο θάνατος – των άλλων

Επειδή οι ελίτ του κεφαλαίου, όπως κι οι προλετάριοι, δεν έχουνε πατρίδα, αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα, να πεθαίνουν σωρηδόν οι ανώνυμοι και να ‘ναι μόνο νούμερα σε στατιστικές, δεν είναι και τίποτα πρωτότυπο. Tο ότι, ας πούμε, προ πανδημίας, στην κραταιά Γερμανία, την Αυστρία ή τη Βρετανία, το προσδόκιμο ζωής βρισκόταν κάτω από αυτό της δήθεν “Ψωροκώσταινας” (81,2 -82,1), δείχνει πως ο πλούτος και η οικονομική μεγέθυνση ουδόλως ωφελούν τον γενικό πληθυσμό. Είναι δε πασίγνωστο ότι το ξεχαρβάλωμα των κρατικών συστημάτων υγείας από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές των τελευταίων δεκαετιών πλήττει ευθέως τις ζωές των υποτελών, όχι των απανταχού Βορήδιδων ή Αδώνιδων -κι ας γατροπορεύτηκε προσφάτως ο εγχώριος σε δημόσιο νοσοκομείο. Ο δε εκρηκτικός συνδυασμός με τις ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις, δωράκι στους εργοδότες, φέρνουν τη δυστοπία εγγύτερα. Στην πραγματική, και όχι στην πλατωνική, ζωή, η πολιτική φιλοσοφία των καπιταλιστών είναι η “μελέτη του θανάτου”. Η συνθήκη του θανάτου. Η ιδεολογία του θανάτου. Όχι φυσικά υπό την έννοια της ενασχόλησης με τη ματαιότητα της ύπαρξης, άρα της αυθεντικότερης ζωής. Τουναντίον, υπό την έννοια του κέρδους ως υπέρτατης αξίας, που εύκολα και χαλαρά ξεπετά το θάνατο των άλλων. Το δήθεν κλισέ της αριστεράς “οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη” αντεστραμμένο, τα κέρδη δηλαδή πάνω από τον άνθρωπο, γίνεται το σύμβολο της καταστροφικής μωροφιλοδοξίας εκείνων που νομίζουν πως με τα φράγκα εξαπατούν τον Χάροντα. Το μείζον πρόβλημα, βέβαια, είναι πως εξολοθρεύουν ολάκερους λαούς πολύ πριν οι ίδιοι τον συναντήσουν. 
09
04

Κατέ Καζάντη: Η ιστορική ευθύνη του κόσμου της εργασίας και της Αριστεράς

παρά τις μεταλλαγές των μορφών της εργασίας, παρά την πολυδιάσπαση και τις ετερονομίες του χαρακτήρα της στο σύγχρονο κόσμο, η ουσία της παραμένει ίδια κι ανόθευτη: παραγωγός του πλούτου και προϊόν εκμετάλλευσης ταυτόχρονα, η εργασία είναι εκείνο ακριβώς επί του οποίου διεξάγεται η πολιτική αντιπαράθεση καπιταλιστών-αντικαπιταλιστών.  Έτσι, όσοι ονειρεύονται ακόμα ν’ αλλάξουν τον κόσμο, εκεί οφείλουν να εστιάζουν: να επενδύουν όλες τους τις δυνάμεις ώστε ο κόσμος της εργασίας να στοχαστεί επί του εαυτού του και να τον κατανοήσει ως δύναμη επαναστατική, δύναμη δραστική στη χάραξη του κόσμου αλλά και της ζωής του/ης καθενός/μίας ξεχωριστά.  Οπότε: να ξαναβρεθείς με τις λαϊκές δυνάμεις, εκείνες που φύσει στηρίζουν τους αγώνες και τις ιδέες της Αριστεράς, δεν συνίσταται μοναχά στην εκπόνηση ενός εκλογικού προγράμματος, “ελκυστικού”, με όρους αγοράς, ή προνομιακού με όρους ιδεολογικούς, ταξικής μεροληψίας. Συνίσταται και στο πώς, και αν, ριζοσπαστικοποιείς εκ νέου τους από κάτω, τον κόσμο της εργασίας. Και πώς, και αν, αναστοχάζεσαι μαζί τους την ιδεοληπτική, ηθικοπλαστική στάση των καπιταλιστών για την καλβινιστικού τύπου ιεροποίηση της εργασίας ή τη σταλινικού τύπου σταχανοβίτικη “προκοπή”. Πώς, επίσης, και αν, επανατοποθετείσαι στα φληναφήματα της αριστείας και πώς και αν φεύγεις από το φαύλο κύκλο της φετιχοποίησης των “τυπικών προσόντων”, που κατηγοριοποιούν τους εργαζόμενους, ενισχύοντας τον κοινωνικό αυτοματισμό. Πώς, εν κατακλείδι, και αν, προπονείσαι, προπονώντας ταυτόχρονα και το κοινωνικό σώμα, στην αντι-δράση, στην απονομιμοποίηση της συστημικής αδικίας, στην ανυπακοή και στην από τα κάτω συσπείρωση ώστε τα νομοθετημένα που ενισχύουν τις ανισότητες να μην ισχύσουν στην πράξη.  Η πρόσκαιρη χασούρα από τις συκοφαντίες του συστήματος, περί ανευθυνότητας και άλλων δαιμονίων, αντισταθμίζεται από τα μελλοντικά κέρδη: το υποκείμενο που κινεί την ιστορία, οι προλετάριοι, παρά την αντιφατική τους κίνηση και τα ιστορικά τους λάθη, ξέρουν να αναγνωρίζουν εκείνους που, σήμερα και πάντα, στέκουν στη σωστή μεριά, δίχως διολισθήσεις. Και ξέρουν επίσης, στις κομβικές στιγμές, να τους τιμούν.
01
04

Κατέ Καζάντη: Φουρθειώτειος Αισθητική

Η ανάδειξη αμφιλεγόμενων περσόνων σε πολιτικά διαμετρήματα και η ταυτόχρονη νομιμοποίησή τους από όλο το πολιτικό φάσμα, συχνότατα ομοτράπεζο επί της οθόνης, με τη δικαιολογία “δεν γίνεται αλλιώς”, πιστοποιεί την κυριαρχία ενός και μοναδικού μοντέλου, βαθιά αντιδραστικού, καταφανώς αντιλαϊκού, κυριολεκτικά σκοταδιστικού. Τους κυριλέ δημοσιολογούντες της πρωίας, την ολίγον λάιτ, επιδοτούμενη της λίστας Πέτσα, κ. Τ. Στεφανίδου ή τον κ. Μ. Φουρθιώτη, διαπερνά ο ίδιος νοητός άξονας εκείνης της κουλτούρας που επιδιώκει τον εκμαυλισμό των από κάτω. Οι ίδιοι κύκλοι των ελίτ που ομνύουν στις μούσες της μουσικής, του θεάτρου ή της ποίησης, οι ίδιοι, για τα φράγκα, επιβάλλουν την αισθητική των υποπροϊόντων, των απορριμμάτων και του δημοσιογραφικού απόπατου. Με τις ευλογίες πολιτικού τε και εκκλησιαστικού κατεστημένου -αλήστου μνήμης η ευλογία Ιερώνυμου σε Φουρθιώτη. Σε μια τέτοια συνθήκη, να φρουρείται, να κινείται με τζιπ ή να πολιτεύεται κάποιος/α από του εκπροσώπους των ανωτέρω δεν συνάδει απλώς με τη νέα κανονικότητα: αποτελεί την επιτομή της. Και η αισθητική της αντίπερα; Η πολιτική αισθητική της αριστεράς ως αντιπρόταση στον προελεύνοντα ολοκληρωτισμό της κυρίαρχης ιδεολογίας; Η αρχή της απονομιμοποίησης, να μην ανακατεύεται με τα πίτουρα δηλαδή, είναι το πρωτεύον. Καμιά εμπλοκή με την υποκουλτούρα, για κανένα λόγο. Διότι και οι “αμερόληπτοι” με τις γραβάτες και οι λάιφ στάιλ με τα ωραία μάτια είχαν και έχουν σαφές πολιτικό πρόσημο.