Macro

Κατέ Καζάντη: Γιατί δεν απεργούν οι ξενοδοχοϋπάλληλοι;

Σ’ έναν κόσμο όπου η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο όχι μοναχά καλά κρατεί, αλλά, επιπλέον, καθαγιάζεται δια μέσου της υποτιθέμενης αριστείας των “άξιων” της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, να ορθώσει ο εργάτης το ανάστημά του, διεκδικώντας, παραμένει μια υπόθεση πανδύσκολη. Περίπου ακατόρθωτη.

Πώς αντιλαμβάνονται οι υποτελείς τάξεις την λειτουργία του κόσμου και τον ιστορικό τους ρόλο μέσα σ’ αυτόν, είναι μια μακρά ιστορία συνειδησιακής διάβρωσης: η καπιταλιστική ηγεμονία, με τη διανοητική συντριβή κάθε φαντασίωσης για μια άλλη, δικαιότερη, κοινωνία, πέτυχε όχι μοναχά να καταστέλλει διαρκώς και σε κάθε περίπτωση τις αντι-δράσεις αλλά να μην τις αφήνει καν να εκδιπλωθούν. Ως οικονομικό σύστημα, η διαβόητη “φιλελεύθερη οικονομία” έχει εξαιρεθεί από κάθε κριτική. Ακόμα και ο όρος “καπιταλισμός”, έχοντας αρνητικές φορτίσεις, δεν ακούγεται στο δημόσιο διάλογο -μαζί με άλλες, βεβαίως βεβαίως, όπως ο “λαός”, όρος μη αρεστός στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη.

Εν Ελλάδι, η λεγόμενη “βαριά βιομηχανία”, εκείνη που οι έχοντες τα μέσα παραγωγής σωρεύουν υπερκέρδη εκμεταλλευόμενοι τον ιδρώτα των από κάτω, δίχως αυξήσεις στους μισθούς και με νόμιμα απλήρωτες υπερωρίες (ν. Χατζηδάκη), είναι ο τουρισμός. Οι εργαζόμενοι/ες εκεί, αυτ@ που δεν έχουν να χάσουν παρά μόνο τις αλυσίδες τους, είναι ένα ιδιαίτερο κομμάτι του σύγχρονου προλεταριάτου το οποίο, ακόμα και στους ταλαίπωρους καιρούς μας, μπορεί και να διεκδικήσει και να κερδίσει. Προκηρύσσοντας απεργία εν τω μέσω της σεζόν. Τολμώντας.

Τούτο, όμως, έχει να συμβεί, εάν ποτέ συνέβη, πάμπολλα χρόνια. Γιατί; Διότι, καταρχάς, με την μονοκρατορία των ιδεών του καπιταλισμού, το θεμελιώδες δικαίωμα του/ης εργαζόμενου/ης, το δικαίωμα της απεργίας, αμαυρώθηκε τόσο πολύ που πια ο τυφώνας του κοινωνικού αυτοματισμού σαρώνει την κοινωνία. Όταν μια ομάδα εργαζομένων απεργήσει, οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους, με τα ΜΜΕ να πρωτοστατούν, σπεύδουν να πείσουν το κοινωνικό σώμα πως εκείνη η στιγμή του αγώνα δεν είναι η “κατάλληλη”, αφού, δήθεν, παρεμποδίζει τα δικαιώματα άλλων κοινωνικών ομάδων. Έτσι, δεν είναι μόνον που επιβεβαιώνεται το σαρτρικό «ο Άλλος γίνεται η κόλασή μου», αλλά, επιπλέον, το μοναδικό όπλο του προλεταριάτου στρέφεται εναντίον του εαυτού του. Αυτοκτονικά.

Η πολυδιάσπαση των υποτελών τάξεων είναι, ίσως, η μεγαλύτερη νίκη που κατήγαγαν οι καπιταλιστές, νίκη που διευκολύνει την πολυεπίπεδη εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Η διάκριση, ας πούμε, σε μορφωμένους (πρεκάριοι) και λιγότερο μορφωμένους ή χειρώνακτες (προλετάριοι), οι καλλιεργούμενες φαντασιώσεις των “στελεχών” σε αντιδιαστολή με τις ανύπαρκτες προσδοκίες των χαμηλότερα αμειβόμενων, ακόμα και η υποβολιμαία “έχθρα” μεταξύ δημοσίων και ιδιωτικών υπαλλήλων, έρχονται από τα πάνω για να διασπάσουν την εργατική τάξη. Προφανώς, το σύστημα, σε ολόκληρο το δυτικό κόσμο, έχει κερδίσει τη μάχη. Η δε επιστροφή σε εθνικά αφηγήματα εντείνει τη έλλειψη διεθνιστικής εργατικής αλληλεγγύης, μεγιστοποιώντας το πρόβλημα.

Έτσι, οι εργάτες όλων των ειδικοτήτων στον τουρισμό, με λευκά ή άσπρα κολάρα, από τους διευθυντάδες–προσωπάρχες ως την τελευταία καθαρίστρια, δεν ρισκάρουν. Η προκήρυξη απεργίας τούς είναι μια ξένη υπόθεση, δεν την σκέφτονται καν. Τι κι αν συναποτελούν τον κλάδο εκείνο, ο οποίος, ναι, μπορεί και να απειλήσει και φοβίσει τους εργοδότες, μπορεί και να κερδίσει και, με το αγωνιστικό του παράδειγμα, να κινητοποιήσει κι άλλους επαγγελματικούς κλάδους; Η απεργία, που θα χαλάσει τη θερινή, κερδοφόρα ραστώνη του κεφαλαίου του τουρισμού, μοιάζει όνειρο θερινής νυκτός.

Να επανεύρουμε του νόημα του, κατασυκοφαντημένου, συνδικαλιστικού κινήματος και να επανασυσπειρωθούμε σε δυνατά συνδικάτα, παραμένει ζητούμενο. Ίσως τότε η μέρα που οι Έλληνες εργάτες/τριες ξενοδοχοϋπάλληλοι δεν θα εξυπηρετήσουν, απεργώντας, τους επίσης εργάτες/τριες που διακόπτουν, να γίνει μια μέρα κατά την οποία η αλληλεγγύη θα έχει βρει το νόημά της.

Κατέ Καζάντη