Χαράλαμπος Γεωργούλας

16
06

Χαράλαμπος Γεωργούλας: Εμβόλιο και κατά του αυταρχισμού

Το εμβόλιο σώζει. Όπως όλα τα εμβόλια. Το καλύτερο για τον καθένα μας είναι να μη μείνει κανείς ανεμβολίαστος. Αν έχει νόημα να κρίνουμε και να επικρίνουμε την κυβερνητική τακτική, είναι γιατί δεν πρόκειται να επιταχύνει την επίτευξη του κοινά παραδεκτού στόχου της ανοσίας της κοινότητας γρηγορότερα, μπορεί να έχει τα αντίθετα αποτελέσματα, αλλά και γιατί αφήνει ένα ισχυρό αντιδημοκρατικό αυταρχικό αποτύπωμα στην κοινωνία, επικίνδυνο όπως και οι συνέπειες της πανδημίας. Εμβολιάζει την κοινωνία και τη δημόσια ζωή με μια φοβική νεοδεξιά, νεοσυντηρητική αυταρχική αντίληψη. Αντί, λοιπόν, να δει και να παραδεχτεί ότι για την άρση των επιφυλάξεων για τον εμβολιασμό δεν έχει κάνει το παραμικρό, δεν έχει σχεδιάσει μια ειδική, στοχευμένη καμπάνια, δεν έχει αξιοποιήσει τους γιατρούς τής πρωτοβάθμιας φροντίδας, τους οικογενειακούς γιατρούς που εμπιστεύεται ο κόσμος γενικά για την υγεία του και όχι μόνο για τα εμβόλια, αντί να προμηθέψει τις ευάλωτες στον αρνητισμό ομάδες τού πληθυσμού με τα αποτελεσματικά αντίδοτα της ενημέρωσης και της αποβολής του φόβου από τα υπαρκτά επεισόδια παρενεργειών με τη βοήθεια των επιστημόνων, αφού εργαλειοποίησε πολιτικά το εμβόλιο, προαναγγέλλει τώρα απαράδεκτες διακρίσεις, με τη μορφή προνομίων ή κινήτρων, που εντείνουν τις ανισότητες, και στρέφεται με ιδιαίτερο μένος εναντίον των εργαζομένων που δεν έχουν εμβολιαστεί, προλειαίνοντας το έδαφος για επιβολή κυρώσεων, πραγματικών ποινών στην ουσία, προκειμένου να πετύχουν έναν στόχο, που δεν έκαναν καν τον κόπο να σκεφτούν μήπως επιδιώκεται με άλλο τρόπο. Το κακό είναι ότι βρίσκουν ελάχιστους συμπαραστάτες από το χώρο της νομικής επιστήμης. Κάποιους που σπεύδουν να διατυπώσουν άποψη ευνοϊκή για την κυβερνητική αντίληψη, μιλώντας σαν τυπικοί και ψυχροί ερμηνευτές του γράμματος του νόμου, ενώ θα περίμενε κανείς –μάταια– να μιλήσουν σαν διανοούμενοι, που απευθύνονται σ’ έναν λαό που ζητάει αξίες ζωής και όχι μόνο «πρακτικές» λύσεις.
07
06

Απλή αναλογική: Η γενικευμένη επίθεση εναντίον της χρειάζεται γενικευμένη απάντηση

Είναι πια φανερό ότι βρισκόμαστε μπροστά στην ανάπτυξη μιας γενικευμένης επίθεσης για την επιβολή τής λογικής του αυταρχισμού σε κάθε πτυχή της δημόσιας ζωής. Ενός αυταρχισμού που υπηρετείται με μέσο τη νομοθετική κατοχύρωση της δυνατότητας μια σχετική πλειοψηφία να μεταμφιέζεται σε απόλυτη και κυρίαρχη, καθιστώντας αδύνατη την έκφραση της πραγματικής πλειοψηφίας και την πιθανότητα να διεκδικήσει το δικαίωμά της να επικρατήσει όχι μόνο αριθμητικά, αλλά και πολιτικά. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για επί μέρους περιστατικά, που εξηγούνται δήθεν από την ανάγκη της περίφημης κυβερνησιμότητας ή από τον τεχνητά διογκούμενο κίνδυνο της ακυβερνησίας. Είναι επιχείρηση αντιδραστικής δομικής αλλαγής. Αν έχει κάποια βάση αυτή η εκτίμηση, τότε όσοι αξιακά, ιδεολογικά και πολιτικά έχουν ταχθεί υπέρ της απλής αναλογικής και πολύ περισσότερο όσοι στην πράξη την έχουν καταστήσει νόμο της πολιτείας, δεν πρέπει απλώς να ανησυχήσουν ή να καταγγείλουν την επίθεση αυτή. Οφείλουν να οργανώσουν την άμυνα και την αντεπίθεση για την απόκρουσή της και την ανακατάληψη του χαμένου εδάφους. Πρόκειται για μέγιστο πολιτικό θέμα δημοκρατίας και όχι για ένα ασήμαντο επεισόδιο στο θέατρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. (...) Ειδικότερα για τον ΣΥΡΙΖΑ, που είχε την πρωτοβουλία να νομοθετήσει την απλή αναλογική και συνδέει την επιλογή του αυτή – όπως επανέλαβε στην πρόσφατη συνέντευξή του ο Αλ. Τσίπρας– με τη μεσο-μακροπρόθεσμη στόχευση για προγραμματικές συγκλίσεις και προοδευτικές κυβερνήσεις συνεργασίας, το μερίδιο της ευθύνης είναι πολύ μεγαλύτερο σ’ αυτή τη μάχη. Από αυτόν περιμένει ο κόσμος να κινήσει την όλη υπόθεση. Από αυτόν περιμένει τις συστηματικές πολιτικές πρωτοβουλίες για την παρακίνηση των δυνάμεων και των προσωπικοτήτων τόσο της αριστεράς και των κινημάτων όσο και του δημοκρατικού κέντρου. Πρωτοβουλίες που δεν πρέπει να έχουν ευκαιριακό χαρακτήρα, αλλά να αποτελούν σταθερή επιδίωξη στο πλαίσιο ενός πολύ συγκεκριμένου πολιτικού σχεδίου με αρχή, μέση και τέλος. Ενός σχεδίου που θα συζητηθεί με τον κόσμο και θα επιδιώξει να τον πείσει τόσο για τη χρησιμότητά του όσο και για την αποτελεσματικότητά του. Η επιδίωξη της καλλιέργειας πολιτικής κουλτούρας συνεργασιών, για την απουσία της οποίας υποκριτικά πικραίνονται οι διώκτες της, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Έχει όμως στρατηγική σημασία, γι’ αυτό και αξίζει τον κόπο. Δεν αποδίδει, ίσως, άμεσα καρπούς, αλλά, όταν καρπίσει, η συγκομιδή είναι τεράστια και διατηρεί την αξία της για πολύ. Φανταστείτε πόσο μεγαλύτερη απήχηση, μονιμότερη επίδραση και πολλαπλασιαστική επιρροή θα είχε η αξιοποίηση προσωπικοτήτων και στελεχών από τον χώρο του προοδευτικού και δημοκρατικού κέντρου σε μια τέτοια ευρύτατη πολιτική πρωτοβουλία, από τη συνήθη ανακοίνωση προσχώρησης στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, που δεν είναι και πάντοτε ακριβώς προσχώρηση σ’ αυτόν, αλλά στην «προοδευτική παράταξη». Πόσο ψηλά θα μπορούσε να αποτιμηθεί η πολιτική της αξία, αντί να υπονομευτεί σαν μια απλή πρόσθεση, και πόσο θα μπορούσε να χρησιμεύσει στην ενίσχυση της ιδέας της προγραμματικής συνεργασίας, αντί να προκαλεί αμυντικά αντανακλαστικά. Πράγματα χιλιοειπωμένα…Θα γίνουν πράξη; Θα διατυπωθούν δημόσια σε ένα μεγαλεπήβολο πολιτικό σχέδιο ως σαφής και ηγεμονική επιδίωξη της ριζοσπαστικής και ανανεωτικής αριστεράς, όχι σαν αναγκαίο κακό, ή θα αναμασώνται στο διηνεκές σε μίζερες αντιπαραθέσεις για τα αυτονόητα, που μόνο αυτονόητα δεν φαίνεται να είναι; Στη δεύτερη περίπτωση, η νεοφιλελεύθερη δεξιά μάλλον δεν θα έχει λόγο να αισθανθεί ιδιαίτερη ανησυχία.
29
04

Χαράλαμπος Γεωργούλας: Αλήθεια, «πρώτα η υγεία»;

Καλά, θα πείτε, εσείς, μαρξιστές άνθρωποι, ενοχλείστε που η κυβέρνηση φροντίζει πρώτα απ’ όλα την οικονομία; Από τις πρώτες εβδομάδες της πανδημίας είχαμε παρατηρήσει πως το σύνθημα «πρώτα η υγεία» ήταν ένα επικοινωνιακό εύρημα και πως η δημόσια υγεία είναι συνυφασμένη με την οικονομική και παραγωγική υγεία, που όφειλε να προσεχτεί εξίσου. Όμως εδώ δεν πρόκειται περί αυτού. Πρόκειται περί της διαιώνισης του πνεύματος μπίζνες ως συνήθως. Να πάει καλούτσικα ο τουρισμός, να ανασάνει λίγο ο κόσμος που επηρεάζεται από την πορεία του, να αναθαρρήσουν και οι υπόλοιποι (ας κλείσουν και μερικά «ζόμπι»…) και να συνεχίσουμε το δρόμο που πορευόμαστε επί δεκαετίες, χωρίς να διδαχτούμε τίποτα από την πανδημία για την οικονομία και από το μήνυμα που μας έφερε, ότι δεν θα είναι η τελευταία σε έναν κόσμο που τον οδηγεί τυφλά η παγκοσμιοποίηση με οδηγό το αδηφάγο υπερκέρδος και την εγκληματική κακοποίηση της φύσης. Θα υπάρξουν κι άλλες. Αλλά και αυτές που μας έχουν ήδη βρει, θα επανέρχονται κατά κύματα (ήδη συζητάμε για το επόμενο φθινοπωρινό). Ας μιλήσουμε, λοιπόν, χωρίς προσχήματα και προφάσεις για μια οικονομία που μπορεί να στηρίξει και την υγεία μας. Που δεν θα βρίσκεται στο έλεος της διακύμανσης των τουριστικών ροών, που θα μπορεί να καλύπτει τις βασικές ανάγκες των λαϊκών τάξεων, που θα απασχολεί σε ασφαλείς συνθήκες και με δίκαιη αμοιβή το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό, που θα φροντίζει τον πρωτογενή τομέα της αναδεικνύοντάς τον σε θεμέλιο της παραγωγικής δραστηριότητας, που θα εξασφαλίζει δουλειά στις νέες γενιές και βιώσιμο περιβάλλον για την πολύπλευρη ανάπτυξή τους, που θα εξυπηρετεί τις ενεργειακές ανάγκες της με την αξιοποίηση των πολλών διαθέσιμων δυνατοτήτων για την ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών σε κοινοτική και συνεργατική βάση, που θα διανέμει, και θα αναδιανέμει εν ανάγκη, όλο και πιο δίκαια και με βάση το κοινό συμφέρον τον παραγόμενο πλούτο, που θα διαχέει, τελικά, τις δομές και τις υπηρεσίες υγείας σε κάθε σπίτι, σε κάθε γειτονιά σε κάθε χώρο εργασίας, χωρίς να θεωρεί τις απαραίτητες γι’ αυτό δαπάνες «χαμένα λεφτά», αλλά επένδυση για την αποτελεσματική αντιμετώπιση και των πανδημιών και για την ανάπτυξη της παραγωγικής δυνατότητας. Μόνο που όλα αυτά και πολλά παρόμοια δεν έχει νόημα να τα συζητάμε με την κυβέρνηση της ΝΔ, αλλά με τους άμεσα ενδιαφερόμενους, όλους εμάς, που μας φιλοφρονούν με συνθήματα υπέρ της υγείας μας.
20
04

Χαράλαμπος Γεωργούλας: Μπορεί η εμπιστοσύνη να γίνει σύνθημα;

Χρειάζεται μια καθαρή εξήγηση με τον κόσμο που ψήφισε τον ΣΥΡΙΖΑ. Η κριτική αποτίμηση που επιχειρεί ο συνεδριακός Απολογισμός είναι χρησιμότατη επεξεργασία. Η εκλαΐκευσή του, όμως, απαιτεί μια ειλικρινή παραδοχή των αδυναμιών, των αστοχιών και των λαθεμένων εκτιμήσεων, που έδιναν όχι μόνο στον κόσμο, αλλά και στον ΣΥΡΙΖΑ μια ανακριβή εικόνα της πραγματικότητας το 2015. Αυτό δεν περιγράφεται αυτό με τη λέξη «αυταπάτη», αλλά με την ανάγκη ολοκληρωμένης στρατηγικής. Χρειάζεται να απαντηθεί με πειστικό τρόπο το εύλογο ερώτημα αν μια τέτοια παραδοχή, τελικά, μπορεί να σημαίνει όχι μόνο αθέτηση μιας υπόσχεσης, αλλά και εγκατάλειψη του ανέφικτου γα την ώρα στόχου. Ερώτημα που, αν μείνει αναπάντητο, οδηγεί σε μια καταστροφική παραδοχή, ότι η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού και όχι η τέχνη να επιμένεις να μετατρέψεις την κατάλληλη στιγμή το αρχικά ανέφικτο σε τελικά εφικτό. Το κυριότερο, πάντως, και πιο πειστικό επιχείρημα είναι η υπεράσπιση του υπαρκτού έργου της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Δεν πρόκειται για εγχείρημα αντιφατικό προς την παραδοχή λαθών και αδυναμιών. Αντίθετα, μια τέτοια παραδοχή κάνει πιο πειστική την υπεράσπιση της θητείας του ΣΥΡΙΖΑ, με κριτικό τρόπο και χωρίς αυταρέσκεια. Το απαραίτητο υλικό για την απόκρουση της δόλιας υπονόμευσης ότι τίποτα από αυτά που σας λένε δεν γίνεται, υπάρχει. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι η έξοδος από τα μνημόνια έγινε με την προσοχή στραμμένη στα πιο ευάλωτα τμήματα της κοινωνίας, με τη συγκρότηση μιας στοιχειώδους κοινωνικής πολιτικής σε ένα πεδίο λεηλατημένο από την κρίση και το νεοφιλελευθερισμό. Είναι και η αναστήλωση του ΕΣΥ από την κατάσταση φθοράς που είχε οδηγηθεί. Η γενίκευση της ελεύθερης πρόσβασης σ’ αυτό, ακόμα και των μη ασφαλισμένων. Είναι η διάσωση του δημόσιου χαρακτήρα του συνταξιοδοτικού συστήματος με την ενοποίηση, παρόλα τα προβλήματα που την ακολουθούν. Τις αναφέρουμε ενδεικτικά και μόνο, από ένα συγκεκριμένο πεδίο, ως πολιτικές επιλογές που μπόρεσαν να πραγματοποιηθούν μέσα σε μνημονιακές συνθήκες, τις οποίες ακόμα διστάζουν να θίξουν στον πυρήνα τους, αναβάλλοντας διαρκώς τα αντιμεταρρυθμιστικά τους σχέδια. Άλλοι θα μπορούσαν ίσως να κάνουν περισσότερα, αλλά το δόγμα ότι «δεν γίνεται τίποτα», είναι απλώς δόγμα. Το διακινούν για να υπονομεύουν το αίσθημα εμπιστοσύνης στην πολιτική και στον εαυτό μας. Αυτό το αίσθημα της διπλής εμπιστοσύνης ενισχύεται και με τον προσδιορισμό ενός «ορατού μακροπρόθεσμου στόχου». Δεν είναι μόνο η «συγκολλητική ουσία» σε ένα λεπτομερές και εξειδικευμένο πρόγραμμα. Είναι και η υπογραφή σε μια κοινωνική συμφωνία, η πυξίδα, που ενισχύει το αίσθημα της εμπιστοσύνης των πολιτών μπροστά σε ό,τι μπορεί να την υπονομεύσει, γιατί θα παρεμβληθούν εμπόδια, θα παρουσιαστούν απρόβλεπτες δυσκολίες, θα επιβληθούν άλλες προτεραιότητες. Ο ορατός μακροπρόθεσμος στόχος, το στρατηγικό σχέδιο που εμπεριέχει τα επιμέρους, ενισχύει την εμπιστοσύνη, υπενθυμίζοντας τη δέσμευση που έχει αναληφθεί, τη στιγμή ακριβώς που η πραγματοποίησή της αμφισβητείται. Η εμπιστοσύνη σε ένα πολιτικό κόμμα, σε μια πολιτική παράταξη χρειάζεται κόπο και για να αποκτηθεί, και για να ανακτηθεί, και για να διατηρηθεί. Όταν επιδιώκεται, όμως, με ειλικρίνεια η καλλιέργειά της, μπορεί να μετατραπεί όχι μόνο σε σύνθημα, αλλά και σε αυτοπεποίθηση. Σε εμπιστοσύνη στη δύναμη όλων μας. Στη δύναμη των πολλών.
12
04

Χαράλαμπος Γεωργούλας: Αργά ή γρήγορα οι εκλογές θα γίνουν

Αυτή τη στιγμή, τα όπλα που διαθέτει η αξιωματική αντιπολίτευση, είναι ένα σχέδιο προγράμματος διαμορφωμένο για τις ανάγκες ενός συνεδριακού σώματος. Με την αναγκαστική γενικότητα των διατυπώσεών του δεν είναι το κατάλληλο μέσο για τη στήριξη μιας εκλογικής μάχης. Δεν ευνοεί την πειστικότητα, τη δεσμευτικότητα των προτάσεων. Αφήστε που μπορεί να προσβληθεί σαν σκόπιμη, για να μην υπάρχει συγκεκριμένη δέσμευση. Στη διάρκεια της πανδημίας, για την κάλυψη των αναγκών που αυτή δημιούργησε, υπήρξαν επεξεργασίες, όπως αυτή για το Νέο ΕΣΥ, ή για τις κατευθύνσεις μιας οικονομικής πολιτικής εξόδου από την κρίση. Σε αυτά τα πρότυπα χρειάζεται να υπάρξουν ανάλογες επεξεργασίες σε βασικούς τομείς, όπως είναι η περιβαλλοντική πολιτική και η πολιτική αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, η εκπαίδευση και η έρευνα, η εφαρμογή των νέων τεχνολογιών προς όφελος των λαϊκών τάξεων, η προστασία της εργασίας και του εργατικού εισοδήματος, η ομαλή, παραγωγική και με αξιοπρέπεια ένταξη της νέας γενιάς και του ριζοσπαστικού δυναμικού της στην αναγεννητική προσπάθεια… Η δέσμευση απέναντι στα λαϊκά στρώματα χρειάζεται να είναι συγκεκριμένη και να εμπνέει εμπιστοσύνη. Η εμπέδωση αυτής της εμπιστοσύνης έχει και μια ακόμα προϋπόθεση: την τόνωση των οραματικών στοιχείων της πολιτικής. Όχι για να καλλιεργείται ο μαξιμαλισμός, αλλά για να εξασφαλίζεται η προοπτική ενός μακροπρόθεσμου πολιτικού σχεδίου, στο οποίο μπορούν να συντίθενται διαφορετικές αλλά συγκλίνουσες επιδιώξεις. Το επιβάλλει η καταγωγή του δυναμικού που μπορεί να συσπειρωθεί, η οποία ανάγεται στη στρατηγική του δημοκρατικού δρόμου για τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Μόνο σε μια τέτοια προοπτική μπορεί να συνειδητοποιηθεί ευρύτερα η ανάγκη για μια νέα κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία, στο πλαίσιο της οποίας υπαρκτές αντιθέσεις μπορούν να δώσουν τη θέση τους σε προωθητικές συγκλίσεις. Και, συνεπώς, να καταστεί δυνατή και σχετικά σταθερή η συνάντηση σε έναν κοινό τόπο, και στην ίδια κάλπη, ψηφοφόρων από διαφορετικές αφετηρίες.
31
03

Χαράλαμπος Γεωργούλας: Αριστερότερα, ριζοσπαστικότερα, σοβαρότερα

Η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης αγωνιά για τη διεύρυνση της εκλογικής επιρροής της και οδηγείται σε επιλογές, που υποθέτει ότι μπορεί να τη διευρύνουν με ενίσχυση της απήχησής της και σε συντηρητικότερα στρώματα. Το γεγονός αυτό, όμως, εγείρει ένα διπλό ερώτημα: με ποιο τρόπο μπορεί να επιτευχθεί αυτή η διεύρυνση της επιρροής, χωρίς να αγνοηθεί ο κανόνας του πολιτικού κόστους; Φαίνεται ότι το ερώτημα αυτό δεν έχει απαντηθεί, ίσως δεν έχει και ολοκληρωμένα τεθεί ακόμα, γιατί αποφεύγεται να απαντηθεί το προϋπάρχον ερώτημα, που θέτουν όλες οι καταγραφές της «κοινής γνώμης»: γιατί η αξιωματική αντιπολίτευση δεν φαίνεται να εισπράττει την εμφανή πια φθορά της ΝΔ, η οποία κατά βάση οδηγείται στην «αδιευκρίνιστη ψήφο»; Η αυθόρμητη αμυντική συντηρητική αναδίπλωση δεν συνιστά απάντηση.
16
03

Χαράλαμπος Γεωργούλας: Το «τελευταίο μίλι» διαρκεί πολύ

Επειδή η πανδημική κατάσταση δεν πρόκειται να κρατήσει αιώνια, κατά την έξοδο από αυτήν οι οικονομικές και κοινωνικές συνέπειές της θα είναι πιο ορατές απ’ όλους και πιο αισθητές σ’ αυτούς που έχουν πληγεί περισσότερο. Η τρέχουσα κυβερνητική πολιτική με το πρόσημο «νόμος και τάξη» μπορεί να ειδωθεί και σαν προαναγγελία της πολιτικής της μεσοπρόθεσμα, κατά τη φάση εξόδου από τη διπλή κρίση. Όταν θα πρέπει να γίνει απ’ όλους ο λογαριασμός, ποιος και τι έχασε και ποιος και τι κέρδισε από αυτή την κρίση, ποιος θα επιζήσει από αυτήν, είτε είναι μικροεπιχειρηματίας είτε μισθωτός, και ποιος όχι. Αλλά θα γίνουν και οι λογαριασμοί στο δημόσιο ταμείο, που θα πρέπει να εισπράξει τότε τις επιστρεπτέες και προσωρινά παγωμένες οφειλές προς το δημόσιο, από οφειλέτες πνιγμένους στις υποχρεώσεις αλλά όχι και στα έσοδα. Η «στιγμή» εκείνη λογικά θα χαρακτηριστεί από μεγάλες εντάσεις εξ αιτίας των αντιτιθέμενων συμφερόντων, που θα επιδιώκουν, σε σημαντικό βαθμό δικαιολογημένα, να ικανοποιηθούν. Πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων τέτοιου βαθμού αντιμετωπίζονται συνήθως με τη «νόμιμη βία», δηλαδή την επιβολή της θέλησης του κράτους, όπου δεν πίπτει λόγος. Ή ακόμα και με μη νομιμοποιημένη βία, δηλαδή με μορφές υπερεθνικών καταναγκασμών. Έτσι κι αλλιώς, μια προπαίδεια στην άσκηση «νόμος και τάξη» είναι απαραίτητη. Αν λάβουμε δε υπόψη ότι η χρονική περίοδος αυτή θα είναι και περίοδος διαχείρισης πολλών ενωσιακών δισεκατομμυρίων, τα οποία καρτερούν κρατεροί αποδέκτες σε βάρος ασθενέστερων, με γνωστές τις κυβερνητικές προτιμήσεις σ’ αυτό το πεδίο, τότε ακόμα και η εισροή αυτών των ευρώ μπορεί να εξελιχθεί σε πρόβλημα, αντί να αποτελέσει ελπίδα για μια κάποια λύση. Δεν έχει και λίγους λόγους, λοιπόν, να συνοδεύει η κυβέρνηση της ΝΔ την προαναγγελία εξόδου από την πανδημία με φαινομενικά ανεξήγητη ένταση του αυταρχισμού και της καταστολής. Το δίδυμο αυτό δεν διανύει καθόλου το τελευταίο του μίλι.
11
03

Χαράλαμπος Γεωργούλας: Το κράτος δεν εκβιάζεται, η κοινωνία βιάζεται

Είναι χαρακτηριστικό το πρωτοσέλιδο άρθρο του διευθυντή τής «Καθημερινής» (3/3/2021) γραμμένο μία μέρα πριν από την υποβολή του αιτήματος διακοπής της έκτισης της ποινής του Δ. Κουφοντίνα, τον οποίο αναφέρει, σε αντίθεση με όσους φαίνεται να αδιαφορούν αν θα καταλήξει, ως «άνθρωπο που παλεύει για τη ζωή του». Και παρατηρεί: «Οι αντίπαλοί μας τρίβουν τα χέρια τους, όταν βλέπουν ένα λαό βαθιά διχασμένο και μια χώρα να αυτοαναφλέγεται χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Εχουμε κάνει μεγάλη ζημιά στον εαυτό μας στο παρελθόν. Αυτή τη φορά είναι ανάγκη να επιδείξουμε αίσθηση ευθύνης και αυτοσυγκράτησης». Είναι αδύνατο να ισχυριστεί κάποιος ότι τα λόγια αυτά δεν έχουν κύριο αποδέκτη την ίδια την κυβέρνηση. Τι συμβαίνει, λοιπόν, με την κυβέρνηση; Πώς τη μια μέρα υποδεικνύει ως μέθοδο απεμπλοκής την προσφυγή στα ένδικα μέσα και την άλλη τα ακυρώνει η ίδια με τις παρεμβάσεις της; Είτε βρίσκεται σε βέρτιγκο, είτε υπό πίεση, είτε, πιθανότερα, κερδοσκοπεί προκειμένου να αποκομίσει το μέγιστο πολιτικό όφελος από τη διχαστική όξυνση, είναι επικίνδυνη για την κοινωνία και για τη δημοκρατία. Οι νομικοί συμπαραστάτες του Δ. Κουφοντίνα έδειξαν την προθυμία τους να αξιοποιήσουν την πιθανή δυνατότητα εξόδου από το θανατηφόρο αδιέξοδο και τώρα αφήνονται μετέωροι νιώθοντας εξαπατημένοι. Θα επικρατήσει τελικά η κυνική εκτίμηση ότι η μεγιστοποίηση του πολιτικού κέρδους πραγματοποιείται με την επίδειξη θανατηφόρας πυγμής; Γιατί το βήμα από την άλλη πλευρά έχει γίνει, δεν υπάρχει πια αυτό το πρόσχημα. Η κυβέρνηση δεν παίζει τώρα μόνο με τη ζωή ενός φυλακισμένου απεργού πείνας, παίζει με τη φωτιά του διχασμού. Δεν βάζει απέναντί της τους «υποστηρικτές της τρομοκρατίας», όπως επιμένει ακόμα να χαρακτηρίζει όσους διαφωνούν με τις επιλογές της. Βιάζει την κοινωνία να χαράξει μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σ’ αυτούς που θα θεωρούν την απεργία πείνας ενός κρατουμένου κοινωνικά ανεκτή αυτοκτονική επιλογή κάθε κρατούμενου, και σε εκείνους που τη βλέπουν σαν επαναφορά της θανατικής ποινής από το παράθυρο, που καταρρακώνει κάθε έννοια υπερίσχυσης του νόμου (γιατί αυτό σημαίνει «κράτος δικαίου» και όχι κράτος που έχει νόμους). Αυτό, πάντως, που τελικά φαίνεται να υπερισχύει στη ΝΔ, είναι ένα επικίνδυνο μίγμα αυταρχισμού, κυνισμού και πολιτικού τυχοδιωκτισμού.
01
03

Χαράλαμπος Γεωργούλας: Η πολιτική ευθύνη έχει πατέρα και μητέρα

Είναι χαρακτηριστικό ότι επί ένα μήνα τώρα ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο Αλ. Τσίπρας, ζητάει από την κυβερνητική πλειοψηφία, προσφάτως και από τον πρόεδρο της Βουλής, να πραγματοποιηθεί ειδική συνεδρίαση με θέμα τα σοβαρά προβλήματα λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ένα κλασικό και εύλογο αίτημα όχι μόνο λόγω των σοβαρότατων ελλειμμάτων και παραβιάσεων σ’ αυτό το πεδίο, αλλά και λόγω του συνταγματικού ρόλου της αντιπολίτευσης σ’ ένα κοινοβουλευτικό καθεστώς. Αντ’ αυτού, ο κ. Μητσοτάκης επιλέγει μια διαδικασία που αντιστρέφει τους ρόλους, με την ψευδαίσθηση ότι έτσι θα οδηγούσε τη συζήτηση εκεί που ήθελε. Δηλαδή όχι στην κριτική των χειρισμών της κυβέρνησης και ειδικότερα της κ. Μενδώνη στην υπόθεση Λιγνάδη, αλλά στην κριτική της αντιπολίτευσης που επιμένει να ζητάει ανάληψη της υπαρκτής πολιτικής ευθύνης. Η δυσανεξία του κ. Μητσοτάκη και της κυβέρνησης σε κάθε κριτική, που φτάνει μέχρι το σημείο να καθιστά την αυτοκριτική άγνωστη λέξη για το μέγαρο Μαξίμου, δεν είναι κάποιο δευτερεύον στοιχείο της κυβερνητικής πολιτικής. Αποτελεί τον πυρήνα της. Είναι απότοκο του αλαζονικού αυταρχισμού του επιτελικού κράτους των αρίστων, που θεωρεί ότι η παραμικρή ρωγμή μπορεί να προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη. Δεν τους πτοεί η πιθανότητα να λειτουργήσει η δυσανεξία αυτή σαν μπούμερανγκ. Αυτό απόδειξε η εμμονή στη στήριξη μιας υπουργού Πολιτισμού, που δεν την αντέχει πρώτος απ’ όλους, αλλά όχι μόνος, ο κόσμος του πολιτισμού. Ο κ. Μητσοτάκης αποδείχτηκε ικανός, προκειμένου να διαιωνίσει αυτή την αντίληψή του για το αρραγές της αυταρχικής εκτελεστικής εξουσίας, να φτάσει ως το σημείο να γυρίσει ανάποδα τους κοινοβουλευτικούς ρόλους, σχεδόν να επιχειρήσει…αλλαγή καθεστώτος.
15
02

Χαράλαμπος Γεωργούλας: Δεν φτάνει να μη θέλουν τη ΝΔ, πρέπει να προτιμούν εσένα

Την επομένη των εκλογών του 2019, με βάση τις πρώτες αποτιμήσεις του εκλογικού αποτελέσματος, και επί ένα τουλάχιστο έτος, το σύνολο της ηγεσίας του κόμματος στήριξε ορισμένες πρωτοβουλίες (προσθήκη στον τίτλο της Προοδευτικής Συμμαχίας, απόφαση για οργανωτική ανάπτυξη, αλλά και διεύρυνση των καθοδηγητικών πολιτικών οργάνων, αλλαγές προσώπων σε κρίσιμες θέσεις δημόσιας εκπροσώπησης του κόμματος…). Αυτές οι πρωτοβουλίες δεν φαίνεται να έφεραν το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Δεν θα πρέπει, άραγε, να αποτιμηθεί η συμβολή τους στην προσπάθεια συνάντησης με έναν υπαρκτό και αναζητούμενο κόσμο, που εξακολουθεί να παρατηρεί από απόσταση το κόμμα που κάποτε εμπιστεύτηκε; Η απάντηση, συνεπώς, που θα αναζητηθεί, χρειάζεται να είναι σύνθετη και όχι απλουστευτική. Να περιέχει στοιχεία κριτικής αποτίμησης της ως τώρα πορείας. Να αποτελεί έμπρακτη απόδειξη, με συγκεκριμένες πρωτοβουλίες και προγραμματικές θέσεις, της ανάγκης να επαναπροσεγγιστούν κοινωνικά στρώματα, κοινωνικές ομάδες και κατηγορίες, όπως η νεολαία για την οποία όλο και λιγότερα ακούγονται, που αποτέλεσαν, και δυνάμει αποτελούν, προνομιακό χώρο για τα κόμματα της Αριστεράς και αποδεδειγμένα για τον ΣΥΡΙΖΑ. Να καλλιεργηθούν στενότεροι και στερεότεροι δεσμοί μαζί τους. Η εικόνα που δίνει σήμερα η αξιωματική αντιπολίτευση δεν ενισχύει την πεποίθηση ότι όλα αυτά γίνονται αντιληπτά ως άμεσες ανάγκες και ότι προκαλούν αντανακλαστικά άμεσης θετικής αντίδρασης στην ηγεσία και στο κομματικό σώμα. Η εικόνα που αποκομίζουμε όσοι δεν μετέχουμε άμεσα και εκ του σύνεγγυς στις καθημερινές αποτιμήσεις και τους προβληματισμούς που αυτές προκαλούν στην Κουμουνδούρου, είναι εικόνα ενός οργανισμού που συγκεντρώνει το σύνολο σχεδόν των δυνάμεών του σ’ ένα στόχο, την επόμενη εκλογική αναμέτρηση και το πάση θυσία νικηφόρο εκλογικό αποτέλεσμα. Και ενώ είναι αλήθεια πως δεν μπορεί να υπάρξει κόμμα που να μην έχει στόχο να κυβερνήσει, άλλο τόσο αλήθεια είναι πως η επιδίωξη και μόνο αυτού του στόχου δεν σε καθιστά κόμμα ικανό να διεκδικήσεις αποτελεσματικά την κυβέρνηση. Η ικανότητα αυτή προϋποθέτει μια άλλη ικανότητα: να προσδιορίζεις με ακρίβεια και να εκφράζεις με επάρκεια τις προσδοκίες εκείνων στους οποίους θα απευθυνθείς. Κυρίως στις προσδοκίες που έχουν εκείνοι από εσένα.