Χαράλαμπος Γεωργούλας

06
07

Το 1989, τα ουσιαστικά και τα επίθετα

Η εμφάνιση και κυκλοφορία για πολιτική εκμετάλλευση συνομιλιών που έχουν υποκλαπεί, έκανε πολλούς να ανατρέξουν στο 1989 αναζητώντας ομοιότητες ή αναλογίες με την κατάσταση που πάει να διαμορφώσει σήμερα η ΝΔ σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτού του είδους οι αναδρομές θέλουν πάντοτε προσοχή για δύο τουλάχιστον λόγους. Πρώτον, γιατί η ιστορία δεν συνηθίζει να επαναλαμβάνεται και, δεύτερον, γιατί η αναζήτηση αναλογιών σ’ αυτές τις περιπτώσεις καταλήγει συχνά σε ερμηνείες του παρελθόντος μέσα από το παραμορφωτικό πρίσμα των τρεχουσών πολιτικών αναγκών. Το πόσο ολισθηρή είναι μια τέτοια διαδικασία, μπορούμε εύκολα να το διαπιστώσουμε εντοπίζοντας τις σημαντικότατες διαφορές ανάμεσα στο τότε και το σήμερα. Πρώτα απ’ όλα, τότε η επίσημη δικαιολόγηση της συνεργασίας της δεξιάς με το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς ήταν η αποφυγή της παραγραφής αδικημάτων υπουργών του ΠΑΣΟΚ, για τα οποία θεωρούσαν ότι έπρεπε να συσταθεί ειδικό δικαστήριο. Σήμερα, είναι η δεξιά με τους πολιτικούς κληρονόμους του ΠΑΣΟΚ που θέλουν να οδηγήσουν στελέχη της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, του μεγαλύτερου κόμματος της αριστεράς, στο ειδικό δικαστήριο με απροκάλυπτη την πολιτική στόχευση. Οι τελευταίοι μάλιστα αδυνατούν να εξηγήσουν πώς υιοθετούν μια τακτική, την οποία έχουν καταγγείλει ως «βρώμικη», όταν χρησιμοποιήθηκε εναντίον τους. Υπάρχει και σημαντικότερη διαφορά. Τότε, η πραγματική βάση για τη στήριξη της διαδικασίας παραπομπής ήταν ένα υπαρκτό και μεγάλων διαστάσεων σκάνδαλο, το σκάνδαλο Κοσκωτά, το οποίο οι, ας πούμε, εναγόμενοι επιχειρούσαν να υποβαθμίσουν υπό τον τίτλο «βρώμικο’89». Σήμερα, η πραγματική βάση στην οποία επιχειρείται να στηριχτεί η παραπομπή, είναι η άρνηση ενός υπαρκτού σκανδάλου, του σκανδάλου Νοβάρτις, και η συσκότισή του με το επιχείρημα ότι το σκάνδαλο κατασκευάστηκε από κάποιους σκευωρούς, οι οποίοι και οφείλουν να οδηγηθούν στο ειδικό δικαστήριο. Μ’ αυτή την έννοια δεν είναι δόκιμο να γίνεται σύγκριση των δύο καταστάσεων. Όλες οι πλευρές της αριστεράς, όποια θέση κι αν πήραν τότε, δεν χρησιμοποίησαν ποτέ το επίθετο «βρώμικο», που ουσιαστικά αντιπαρατίθεται στη δυνατότητα μιας κάθαρσης, ενώ το πραγματικό πρόβλημα είναι η προσχηματική επίκλησή της.
01
07

Τι «αποκάλυψε» ο Μιωνής

Θα μπορέσει η ηγεσία του [ΣΥΡΙΖΑ], στο σύνολό της, με τον πρόεδρό του σε ρόλο εισηγητή και συντονιστή μιας ιστορικής καινοτομίας, να αναλάβει αυτό το αυτοκριτικό και αναζωογονητικό εγχείρημα; Δεν είναι εύκολο, γιατί και με ευθύνη της έχει διαμορφωθεί ένα συλλογικό φαντασιακό, το οποίο καλλιεργεί την εντύπωση ότι η διεκδίκηση της κυβέρνησης θεμελιώνεται σε ένα σχήμα επανάληψης της ιστορίας, όπου η απόδειξη της φαυλότητας, της διαφθοράς, της διαπλοκής του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος παίζουν αποφασιστικό ρόλο στη μεταστροφή της «κοινής γνώμης». Η πεποίθηση αυτή δεν εξηγεί τη μακροβιότητα της δεξιάς και την ικανότητά της να επιστρέφει στην κυβέρνηση. Εξηγεί, όμως, την εμμονή στον αναπόδεικτο ισχυρισμό ότι οφείλει η αριστερά, δηλαδή η παράταξη που επιδιώκει την ανατροπή των συσχετισμών, να ανταγωνιστεί τη δεξιά σε ένα πεδίο διαμορφωμένο ειδικά για τη διατήρηση των πραγμάτων ως έχουν: της δικαστικής διερεύνησης και της προπαγανδιστικής διαχείρισης. Αν αληθεύει ότι η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έρθει στην κυβέρνηση πάνω σ’ ένα νέο, απρόβλεπτο και από τον ίδιο κύμα ή απλά με την έκθεση της δεξιάς. Είναι υποχρεωμένος να διαμορφώσει τις συνθήκες επανόδου του. Χρειάζεται να καλύψει το κενό επικοινωνίας που του δημιουργούν οι αντίπαλοι, με την οικοδόμηση ενός πολιτικού οργανισμού ικανού να εντοπίζει και να αναδεικνύει τη δυναμική του λαϊκού κινήματος, να συμβάλλει σ’ αυτό, να υποστηρίζει τις δυνάμεις που από τη θέση τους είναι σύμμαχες στην επιδίωξη της ριζικής αλλαγής των πραγμάτων. Χρειάζεται να εμπνεύσει με ένα πρόγραμμα και ένα πολιτικό σχέδιο αυτό τον κόσμο, να του προτείνει μια νέα προοπτική. Αυτός ο κόσμος είναι από καιρό πεισμένος για τον τρόπο με τον οποίο η διαφθορά και η διαπλοκή στήνουν δεκαετίες τώρα το παιχνίδι. Αυτό για το οποίο χρειάζεται να πεισθεί, είναι ότι υπάρχει άλλος δρόμος, άλλος τρόπος και άλλος κόσμος. Ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, με απόδειξη την πρακτική του, προτείνει σ’ αυτόν μια θέση στο προσκήνιο της πολιτικής, όχι στο ακροατήριο ή την κερκίδα.
24
06

Πεζόδρομοι και καβαλάρηδες

Ισως θα πρέπει να προσανατολιστούμε στην εκδοχή ότι δεν είναι θέμα μυαλού, αλλά αντίληψης για τα πράγματα. Αυτό που κυρίως ενδιαφέρει, είναι να δειχτεί ότι κάτι σημαντικό επιχειρείται, και μάλιστα παρά τις αντιδράσεις όσων δεν θέλουν να το αντιληφθούν. Και, βέβαια, να φιλοτεχνηθεί το προφίλ του αποφασιστικού πολιτικού, που δεν διστάζει να πάει κόντρα, προκειμένου να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις. Γι’ αυτό και τα φιλοκυβερνητικά μέσα προσπάθησαν να ρίξουν μέρος της ευθύνης για το κυκλοφοριακό κομφούζιο στην πορεία των υγειονομικών, που συνέπεσε με τη δεύτερη μέρα εφαρμογής της προβληματικής ημι-πεζοδρόμησης της Πανεπιστημίου. Πολύ πριν γεννηθεί ο κ. Μπακογιάννης, ένας άλλος πολιτικός που προαλειφόταν και επειγόταν να μας κυβερνήσει, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο θεοσχωρέστον, σε μια παρόμοια προσπάθεια κατασκευής πολιτικού προφίλ, ξήλωνε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 τις ράγες του αθηναϊκού τραμ, για να παραδώσει την πρωτεύουσα στη δικτατορία του αυτοκινήτου και δη του Ι.Χ. Αυτός τα κατάφερε, μας κυβέρνησε κάμποσα χρόνια. Το τραμ, όμως, χρειάστηκε μισόν αιώνα για να ξαναβρεί τη θέση του στον ιστό μιας πολύ πιο κακοποιημένης και περισσότερο δυσλειτουργικής πόλης, που κατάντησε έτσι χάρη και σε πολιτικούς, που το όραμά τους φάνταζε μεταρρυθμιστικό, αλλά, αντί να φροντίζει για την έλευση του μετά, ρύθμιζε με βάση τα καλά και συμφέροντα των ισχυρών τις ίδιες βλαβερές ισορροπίες, όσων διακηρύσσουν ότι όλα πρέπει ν’ αλλάζουν, αλλά για να μην αλλάζει τίποτα.
16
06

Η παλιά αξέχαστη δεξιά

Ο κ. Πέτσας μας εξήγησε με λίγα λόγια και αρκετά έργα πως η κυβέρνηση της ΝΔ έχει το δικαίωμα να μοιράζει όπου θέλει δεκάδες εκατομμύρια ευρώ σε μέσα ενημέρωσης, χωρίς να νιώθει την υποχρέωση να δώσει λογαριασμό τι έδωσε στον καθένα. Είναι λεφτά που δίνονται για το καλό της πατρίδας, που τυχαίνει να ταυτίζεται με το καλό της παράταξης που κυβερνά. Αυτή η ταύτιση βρίσκεται στον πυρήνα της λογικής των μυστικών κονδυλίων. Και της πολιτικής στρατηγικής στην οποία κάθε φορά εξελίσσεται αυτή η λογική. Δεν είναι η «απλή» διαπλοκή που συνηθίσαμε να λέμε και να βιώνουμε στις δεκαετίες προ και μετά το 2000. Δεν τα βρίσκουν «απλώς» κάποιοι που διαθέτουν το δημόσιο χρήμα – δηλαδή το δικό σας – με κάποιους μεγιστάνες των μίντια, που θέλουν να επωφεληθούν από αυτό με ικανό αντάλλαγμα. Πρόκειται και για την κατασκευή ενός πλέγματος υποτελών κυρίως στην εξουσία, που μπορεί χωρίς αυτή τη σχέση να μην είχαν καν στον ήλιο μοίρα, οι οποίοι εξυπηρετούνται και εξυπηρετούν, όχι μόνο στο πεδίο της προπαγάνδας, αλλά σ’ ένα ευρύτερο πεδίο δημιουργίας σχέσεων εξάρτησης και συνενοχής πολύ βαθύτερο από αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε πελατειακή σχέση. Μόνο έτσι εξηγείται αυτή η ενδόμυχη διάθεση αποφυγής της δημοσιότητας, της διαφάνειας, που απαιτείται εξ ορισμού στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος. Εδώ επιχειρείται, με τη μορφή της ιλαροτραγωδίας, η επανάληψη της εμπειρίας μιας τραγικής περιόδου, με στόχο την ενίσχυση ενός πλέγματος σχέσεων χρήσιμων στην εποχή της ηλεκτρονικής επικοινωνίας, του διαδικτύου και των σόσιαλ μίντια, με μετόχους που δεν συναλλάσσονται ισότιμα, ώστε να μιλάμε για δια-πλοκή, αλλά συνδέονται με σχέση υπαγωγής στην εξουσία. Κι αν διανοηθούν κάποιοι να σηκώσουν κεφάλι, μπορεί να πεταχτούν στο ρείθρο της εθνικής οδού.
09
06

Αυτοεπιβεβαιούμενοι προφήτες

Ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Ντομπρόβσκις, που δεν ενεργεί με κριτήριο τις επικοινωνιακές ανάγκες της ελληνικής κυβέρνησης, έσπευσε να εξηγήσει με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια ότι οι «ισχυροί του Βορρά», προκειμένου να συναινέσουν σε ένα σχέδιο σαν το προτεινόμενο από την προεδρία, θα χρειαστεί να κατευναστούν με περιορισμούς στη χορήγηση των πακέτων. Πολλοί εκτιμούν ότι ανάμεσα σ’ αυτούς θα είναι η διατήρηση της «ρήτρας διαφυγής» μόνο για το 2020 και όχι για το 2021, δηλαδή η άμεση επαναφορά των ασφυκτικών πλεονασμάτων. Αλλά και πέρα από τις εκτιμήσεις, ο αντιπρόεδρος ήταν σαφής: για να επωφεληθεί από τα πακέτα κάθε χώρα, θα υποβάλει συγκεκριμένα σχέδια και με βάση την παρακολούθηση της πορείας της εφαρμογής τους θα παρέχοντα τμηματικά τα ποσά από το Ταμείο Ανάκαμψης. «Τα κεφάλαια θα διανέμονται σε δόσεις και μόνον όταν έχουν επιτευχθεί ορισμένoι μεταρρυθμιστικοί στόχοι. Εάν δεν υπάρξουν μεταρρυθμίσεις, δεν θα δοθούν χρήματα. Τόσο απλό είναι», διευκρίνισε ο κ. Ντομπρόβσκις. (...) Είναι αλήθεια ότι το Ταμείο Ανάκαμψης είναι μια ρωγμή στην άρνηση του Βερολίνου και των «βερολινέζων» να γίνουν βήματα σε μια κατεύθυνση που ζητούσαν επίμονα ιδίως οι χώρες του Νότου. Χορηγήσεις ενισχύσεων και όχι δάνεια, σημαντική ενίσχυση των κονδυλίων του κοινοτικού προϋπολογισμού, προσωρινή έστω άρση του μέτρου των πλεονασμάτων… Μια μερική υποχώρηση μπροστά στο μέγεθος της απειλής για την ΕΕ. Αλλά αλήθεια είναι, επίσης, ότι υποβάλλεται από αυτούς που θα την εφαρμόσουν σε τόσους όρους, που είναι σαν να μη θέλουν να αλλάξει τίποτα, την ώρα που επιβάλλεται ν’ αλλάξουν όλα. Στα περισσότερα κέντρα που παίρνονται οι αποφάσεις, επικρατούν οι ομοϊδεάτες του κ. Μητσοτάκη. Κι όπως έχουμε μάθει από την πρόσφατη πείρα μας, ακόμα και ένα ασφυκτικό μνημόνιο έχει σημασία ποιος και με ποια διάθεση το εφαρμόζει.
04
06

Επιτελική ή ετσιθελική κυβέρνηση;

Η διαφορά με τη φάση της πανδημίας είναι ότι τώρα δεν αντιλαμβάνονται μόνο οι πολίτες τη σημασία των επιλογών, της πολιτικής απόφασης, αλλά ενεργούν με βάση αυτή τη διαπίστωση και οι κοινωνικοί φορείς, τα κόμματα της αντιπολίτευσης, με πρώτη την αξιωματική. Η τελευταία, μάλιστα, φαίνεται να συντονίζεται με τη μεταστροφή που καταγράφεται στο κοινωνικό σώμα με τις προτάσεις της «Μένουμε όρθιοι Ι και ΙΙ» και έτσι να ακούγεται ο λόγος της από ευρύτερο ακροατήριο, παρά τις έκδηλες προσπάθειες αποκλεισμού οποιασδήποτε συζήτησης – από την κυβέρνηση, από τη δημόσια τηλεόραση και τα φιλικά τους μίντια. Ιδιαίτερα μετά την προχθεσινή τηλεοπτική συνέντευξη του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στον Alpha, όπου έγινε εμφανές με πειστικό τρόπο και κατανοητό ότι υπάρχει και άλλο σχέδιο πέρα από το φερόμενο ως αδιαμφισβήτητο κυβερνητικό, το οποίο μάλιστα δεν είναι μια απλή αντιπολιτευτική παρέμβαση, αντίθετα έχει συγκεκριμένα και κρίσιμης σημασίας διαφορετικά χαρακτηριστικά από την ασκούμενη κυβερνητική πολιτική. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για λίγα παραπάνω ή λίγα παρακάτω χρήματα στους μεν ή στους δε. Αυτός που έχει μείνει οπωσδήποτε μετέωρος, είναι ο κυβερνητικός ισχυρισμός, η ρετσινιά περί σπάταλου πνεύματος και ανευθυνότητας της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όταν και η ίδια η κυβέρνηση ανακαλύπτει, με καθυστέρηση και με πολύ στενή οπτική, ότι το επιχείρημα με το «λεφτόδενδρο» ήταν ατυχές. Είναι η πρώτη φορά μετά τις εκλογές του περασμένου Ιουλίου, που ένας κόσμος αποκλεισμένος από οποιαδήποτε επαφή με τον ΣΥΡΙΖΑ ακούει με προσοχή τις προτάσεις του και τις συγκρίνει με την κυβερνητική πολιτική, που τη νιώθει στην πλάτη του ανεπαρκή και, πάντως, όχι υπεράνω κάθε κριτικής ή μεροληψίας.
26
05

Η κρυφή γοητεία του λεφτόδεντρου

Λεφτά, λοιπόν, βρήκαν, έστω και λιγότερα από αυτά που έχουν τη δυνατότητα να δαπανήσουν. Αλλά αυτό το «λιγότερα» δεν οφείλεται σε τσιγκουνιά. Οφείλεται στην εμπεδωμένη σε κάθε νεοφιλελεύθερο αντίληψη ότι κάθε παραπάνω ευρώ που καταλήγει στους τελικούς αποδέκτες -μισθωτούς, αυτοαπασχολούμενους, αγρότες, μικρούς και μεσαίους επιχειρηματίες, αλλά και τους πιο αδύναμους που σε περιόδους κρίσης πολλαπλασιάζονται- αποτελεί ένα ακόμα εμπόδιο για την εφαρμογή της «τελικής λύσης» του νεοφιλελευθερισμού μπροστά σε κάθε οικονομική κρίση. Δηλαδή, την ανάληψη του κόστους της κρίσης από αυτούς ακριβώς που πλήττονται περισσότερο. Τη συνταγή αυτή την είδαμε να εφαρμόζεται με τα μνημόνια, των οποίων την πατρότητα -«ιδιοκτησία» την είπανε- διεκδικούσε ήδη η ΝΔ, χωρίς αναστολές, σαν φυσική συνέπεια και μοναδική λύση. Τη βλέπουμε, όμως, και τώρα να ξεδιπλώνεται μεθοδικά, καθώς ο πρώτος και καλύτερος τομέας στον οποίο η κυβέρνηση δεν κάνει προσπάθεια να κρυφτεί πίσω από μέτρα που μοιάζουν μ’ εκείνα που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι ο τομέας των εργασιακών σχέσεων και του εργατικού μισθού. Εδώ η λογική της αναπόφευκτης μείωσης μισθών, ημερομισθίων και συντάξεων διαπρέπει με κάθε μέσο: με την απαγόρευση της ετήσιας αύξησης του κατώτατου μισθού, με το πάγωμα συλλογικών συμβάσεων, με την απουσία πραγματικής προστασίας από τις απολύσεις, με την καθιέρωση και εξάπλωση της αναστολής εργασίας, της μείωσης των αποδοχών λόγω δυσχερειών της επιχείρησης, και τη γενίκευση της εκ περιτροπής και μερικής απασχόλησης, που όπως φαίνεται θα έχουν μέλλον. Στους τομείς αυτούς δεν γίνεται ουσιαστική προσπάθεια να κρυφτεί η πραγματικότητα πίσω από ωραιοποιήσεις, παρά την καλή θέληση που δείχνουν τα τόσα φίλια μέσα ενημέρωσης -ας πούμε. Κατά βάθος, αυτά θεωρούνται κάτι όπως τα άγια των αγίων, που δεν πρέπει να ντρέπεται ο νεοφιλελεύθερος να υποστηρίζει με ρεαλισμό -διάβαζε κυνισμό. Είναι στοιχεία του ιδεολογικού εξοπλισμού που συνοδεύει κάθε πακέτο μέτρων «διάσωσης» -πάντως όχι αυτών που κινδυνεύουν.
21
05

Πέρα από την εκλογολογία

Συχνά τέτοιες σκέψεις γύρω από την πολιτική συμμαχιών ταυτίζονται στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ με την ανάγκη επιστροφής με κάθε τρόπο στην κυβέρνηση, καθώς δεν έχει καλλιεργηθεί η ιδέα και τα επιχειρήματα για μια πολιτική συμμαχιών ενταγμένη στη στρατηγική του δημοκρατικού δρόμου για το σοσιαλισμό. Οπου οι κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες δεν θεωρούνται απλώς χρήσιμες, αλλά απαραίτητες για τη συγκρότηση ενός ισχυρού συνασπισμού πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, που είναι αναγκαίος για τη στερέωση των κατακτήσεων στη διάρκεια αυτής της ενιαίας διαδικασίας «ανατροπής του υπάρχοντος». Και η έκτασή τους δεν περιορίζεται στο πλαίσιο εκείνων των δυνάμεων που ομοφωνούν για τον τελικό στόχο, αλλά και όσων αμφιβάλλουν, διστάζουν ή δεν συμφωνούν σε όλα. Εχει αποφασιστική σημασία κάθε φορά από ποια μεριά βρίσκονται οι περισσότεροι. Ακόμα κι αν αυτό περιορίζει προσωρινά το εύρος και το βάθος της επιθυμητής πολιτικής στοχοθεσίας. Το έδαφος πάνω στο οποίο θα αναζητηθεί η πραγματοποίηση αυτής της στρατηγικής στόχευσης εννοείται ότι είναι το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Το πρόγραμμα ενός κόμματος της αριστεράς δεν μπορεί να ταυτίζεται με το κυβερνητικό του σχέδιο, πολύ λιγότερο με την κάθε φορά πρότασή του για την αντιμετώπιση των προβλημάτων μιας συγκεκριμένης φάσης. Χρειάζεται να εκτείνεται από τον προσδιορισμό των ιδεολογικών χαρακτηριστικών και των στρατηγικών επιδιώξεών του μέχρι τις θέσεις του για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της συγκυρίας, περνώντας από την κατάθεση του σχεδίου του για την επίτευξη των στόχων της συγκεκριμένης κάθε φορά ιστορικής περιόδου. Τώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ επικαιροποιεί την πρότασή του «Μένουμε όρθιοι», αλλά και το σχέδιο προγράμματος που θα υποβαλλόταν στην κρίση του συνεδρίου του, είναι η κατάλληλη στιγμή για μια ορθή σύνθεσή όλων αυτών των κειμένων, καθώς και η συγκυρία μας επιτρέπει, αν δεν μας επιβάλλει, να μη μιλήσουμε μόνο για τα τρέχοντα ή για τα βραχυ-μεσοπρόθεσμα, αλλά και για τα αξιακά και οραματικά.
13
05

«Πράσινος πρωθυπουργός» με μαύρα λόγια

«Η σύγχρονη οπτική», που υποτίθεται ότι είναι η κυβερνητική, «δεν αντιμετωπίζει το περιβάλλον σαν έκθεμα που λειτουργεί ανεξάρτητα από τον άνθρωπο, μετατρέπει το περιβάλλον σε γόνιμο παράγοντα της οικονομίας». Το βασικό χαρακτηριστικό του περιβάλλοντος, λοιπόν, είναι ότι υποχρεώνεται να μετατραπεί από τον άνθρωπο και να μεταβάλλεται σε παράγοντα της οικονομίας. Αντί για έκθεμα, να γίνεται ένθετο στην οικονομία. Έχει οποιαδήποτε σχέση αυτός ο παρωχημένος και αγοραίος ανθρωποκεντρισμός με την πραγματικά σύγχρονη αντίληψη για τη σχέση ανθρώπου και περιβάλλοντος που οφείλουμε να οικοδομήσουμε; Ή με τη σκληρή πραγματικότητα που βιώνουμε, την τεράστια καταστροφή που προξενούν αλόγιστες ανθρώπινες δραστηριότητες στο περιβάλλον, υποβαθμίζοντας ταυτόχρονα και τη θέση του ανθρώπου μέσα σ’ αυτό; Ο πρωθυπουργός μας δεν έχει ακόμα αντιληφθεί ότι αποτελούμε ένα μέρος μόνο του πλανήτη, δεν είμαστε ο περιούσιος αφέντης του, και οφείλουμε να διατηρούμε, για την ακρίβεια – μετά τα σοβαρά πλήγματα που έχει επιφέρει η κεφαλαιοκρατική εποχή – να επαναφέρουμε πια την ισορροπία στη ζωή του, αν θέλουμε να έχουμε κι εμείς αξιοβίωτη ζωή. Μετά από αυτές τις τόσο σύγχρονες δηλώσεις του, ο πρωθυπουργός δεν είχε πρόβλημα να μας προσδιορίσει χωρίς περιστροφές τον πρώτο και κύριο στόχο του νομοσχέδιου: «Μεταρρύθμιση του πλαισίου αδειοδότησης, ώστε να υπάρξει διευκόλυνση των επενδύσεων». Αυτά, για όποιον δεν είχε καταλάβει και νόμιζε ότι στόχος ήταν η διευκόλυνση της προστασίας του περιβάλλοντος.
05
05

Βλέποντας και κάνοντας, όπως η ΝΔ, ή προβλέποντας και προκάνοντας;

Από την οπτική γωνία που βλέπει τα πράγματα ο πρωθυπουργός, μπορεί να διακρίνει την ανάγκη μέτρων για την αντιμετώπιση των άμεσων συνεπειών της πανδημίας τώρα, σ’ αυτή τη φάση. Δεν μπορεί, όμως, να δεχτεί την ανάγκη για μέτρα ενίσχυσης της ζήτησης και της προσφοράς μεσο-μακροπρόθεσμου χαρακτήρα, που θέτουν υπό αμφισβήτηση το νεοφιλελεύθερο αφήγημα, σύμφωνα με το οποίο απάντηση στην ύφεση είναι η ικανοποίηση των οικονομικών απαιτήσεων των δυνητικών επενδυτών, συνεπώς η μετάθεση των βαρών στους μισθωτούς και τους μικρομεσαίους, αλλά και η διαμόρφωση ανεξέλεγκτου επιχειρηματικού εδάφους σε βάρος του περιβάλλοντος. Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς την πρεμούρα να φέρει στη Βουλή το αντιπεριβαλλοντικό νομοσχέδιο εν μέσω κορονοϊού και να το προφυλάξει από οποιαδήποτε αντίδραση θα μπορούσε να εκδηλωθεί χωρίς καραντίνα; Αλλά και τα άλλα 26(!) νομοσχέδια μέχρι τον Ιούλιο, που ετοιμάζει να καταθέσει με ρυθμό ταχύτερο και από την παραγωγή ΠΝΠ. Με τον κόσμο πίσω από τις μάσκες …