Χαράλαμπος Γεωργούλας

16
11

Έλλειμμα πολιτικής ευθύνης στην κυβέρνηση

Για το πόσο μεγάλη ή ανεπαρκής είναι η εμπιστοσύνη των πολιτών στις υποδείξεις της πολιτείας για την αντιμετώπιση της πανδημίας, η κυβέρνηση της ΝΔ και ο κ. Μητσοτάκης ελάχιστα φαίνεται να ενδιαφέρονται. Διαφορετικά, δεν θα αντιμετώπιζαν με την ελαφρότητα των φτηνών ευφυολογημάτων την πρόταση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ για σύγκληση του συμβουλίου των αρχηγών κομμάτων, προκειμένου να επεξεργαστούν μια κοινά αποδεκτή πολιτική για την αντιμετώπιση της πανδημίας για το αμέσως επόμενο κρίσιμο εξάμηνο. Με την προϋπόθεση ότι αυτή η έμπρακτα αυτοκριτική πράξη θα συνοδευόταν από την αναστολή του αντιλαϊκού κύματος νομοθετικών παρεμβάσεων της κυβέρνησης, που βλέπει την κρίση σαν ευκαιρία για την επιβολή τους. «Θέλετε να γίνετε εταίρος της κυβέρνησης», αποκρίθηκε σ’ αυτή την πρόταση ο κ. Μητσοτάκης υποκρινόμενος ότι δεν κατάλαβε. «Η χώρα έχει κυβέρνηση», μας πληροφόρησε, «σοβαρή αντιπολίτευση δεν έχει». Και με την κορόνα αυτή θεώρησε ότι ξέμπλεξε με τον κοινωνικό χαρακτήρα της πρότασης, δηλαδή με το θέμα της οικοδόμησης σχέσεων εμπιστοσύνης με τους πολίτες και με το αναπάντητο (από την κυβέρνηση) ερώτημα γιατί δεν αποδίδουν, όπως η ίδια λέει, τα κάθε φορά μέτρα και χρειάζεται να καταφεύγει σε ένταση της καταστολής. Αποφεύγει να αναλάβει τη δική της πολιτική ευθύνη και επικαλείται την ατομική ευθύνη των πολιτών. Μήπως, όμως, αυτό συμβαίνει και επειδή δεν είναι μέτρα καλά ζυγισμένα και κοινής αποδοχής, δηλαδή μέτρα που παίρνουν υπόψη τις ανάγκες των πολλών και συνοδεύονται από την ενημέρωση του κόσμου και όχι από την προπαγανδιστική διαχείρισή του; Αυτή την πλευρά δεν την άγγιξε καθόλου ο κ. Μητσοτάκης. Προτίμησε να δει μόνο την πολιτική απειλή που συνιστούσε η συγκεκριμένη πρόταση για το αφήγημά του ως αλάνθαστου πρωθυπουργού, ο οποίος οδηγεί το λαό του στην Έξοδο προς τη νεοφιλελεύθερη Γη της Επαγγελίας.
10
11

Πώς θα αξιοποιηθούν τα πρώτα σημάδια καμπής;

Όταν παρατηρούμε ότι δεν χρειάζεται να μιμηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ τις κατάρες και τις θριαμβολογίες, προφανώς δεν γίνεται λόγος για ένα είδος «συναινετικής αντιπολίτευσης», αλλά για μια δραστική αντιπολίτευση, που καλλιεργεί στα λαϊκά στρώματα τη συναίσθηση ότι υπάρχει διαφορετικός τρόπος και δρόμος, εντελώς εφικτός, αντί να προβάλλει και να προτάσσει κυρίως την ανικανότητα της κυβέρνησης ή την καταστροφικότητα των επιλογών της. Αυτές είναι πρωτογενώς αισθητές. Τη δική σου εκδοχή και υπόδειξη χρειάζεται να κάνεις αισθητή. Τον κίνδυνο αυτό τον αντιλαμβάνεται ο κ. Μητσοτάκης, γι’ αυτό και ματαίωσε την προγραμματισμένη για χθες, Παρασκευή, συζήτηση στη Βουλή με την ερώτηση του Αλ. Τσίπρα προς τον πρωθυπουργό για τις δημόσιες συγκοινωνίες. Προφανώς δεν ήθελε τη στιγμή που, με ίχνη αυτοκριτικής αλλά χωρίς ίχνος έμπρακτης μεταμέλειας, ανακοινώνει το νέο γενικευμένο απαγορευτικό, να βρεθεί αντιμέτωπος στη Βουλή όχι μόνο με μια σκληρή κριτική για την απουσία μέτρων στις δημόσιες συγκοινωνίες και τη σημασία της, αλλά και με τη σκιαγράφηση ενός προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ γι’ αυτές. Και, τελικά, με μια επιχειρηματολογία που εξηγεί γιατί με τη ΝΔ δεν είναι εφικτό να υπάρξει κάτι τέτοιο. Θα μπορούσαμε έτσι να έχουμε στη διάθεσή μας ένα υπόδειγμα αντιπολιτευτικής στρατηγικής, που δεν έχει ανάγκη ούτε από κατάρες ούτε από θριαμβολογίες. Έχει ανάγκη μόνο από ένα κοινωνικό κίνημα υποστηρικτικό της διάσωσης, του εκσυγχρονισμού και της ανάπτυξης των δημόσιων συγκοινωνιών ως κοινού αγαθού.
02
11

Δεν αρκεί η ελπίδα, ζητείται εμπιστοσύνη

Η συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας έδειξε και στην αξιωματική αντιπολίτευση ότι, για να είναι πειστική, δεν αρκεί να ισχυρίζεται πως εκείνη θα τα κάνει καλύτερα από τη ΝΔ. Αν ερμηνεύουμε σωστά την κατάληξη της ομιλίας του Αλ. Τσίπρα  στη Βουλή – «τη δεύτερη φορά που θα έρθουμε στην κυβέρνηση, θα είναι τελείως διαφορετικά τα πράγματα και για εμάς και για το λαό» - ο ΣΥΡΙΖΑ θα χρειαστεί να πείσει για το τι διαφορετικό θέλει να κάνει.  Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν αρκέστηκε να πει ότι θα καταργηθεί ο νέος πτωχευτικός νόμος. Περιέγραψε συνοπτικά και τα βασικά σημεία μιας πολιτικής που θα τον αντικαταστήσει. Αυτό, προφανώς, πρέπει να συμβεί με όλα τα κρίσιμα ζητήματα, ώστε οι πολίτες να γνωρίζουν όχι μόνο με σαφήνεια ποιες είναι οι επί μέρους διαφορές, αλλά και πόσο διαφορετική συνολικά είναι η κατεύθυνση, η στόχευση της μιας πλευράς από την άλλη, της νεοφιλελεύθερης λιτότητας από το ριζοσπαστικό ρεαλισμό, όπως έχει χαρακτηριστεί η επιδίωξη εφαρμογής από την αριστερά ενός ριζοσπαστικού προγράμματος στις σημερινές συνθήκες. Αν πρόκειται να ασχοληθεί κάποιος στα σοβαρά με τη νέα κοινωνική συμφωνία που έχει εξαγγελθεί, θα πρέπει να δώσει σ’ αυτή – με τη μορφή της πρότασης – το περιεχόμενο που οφείλει να έχει μια συμφωνία, τη σαφήνεια που χρειάζεται, αλλά και τον απαραίτητο κοινωνικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι ανταποκρίνεται στις ανάγκες και στα δίκαια αιτήματα των κοινωνικών κινημάτων και των κοινωνικών φορέων. Οφείλει, δηλαδή, να έχει άμεση αναφορά και  βιωματική σύνδεση με τα κοινωνικά κινήματα, ώστε να συνδιαλέγεται μαζί τους και να μπορεί να τα εκφράσει πολιτικά. Εκεί διαμορφώνεται η σχέση εμπιστοσύνης.
27
10

Δεν είναι λάθος, είναι νεοφιλελεύθερο πάθος

Δεν υπάρχει άνθρωπος που θα αρνηθεί την ανάγκη ενίσχυσης όχι μόνο της νοσοκομειακής περίθαλψης, αλλά και της πρωτοβάθμιας που βοηθάει στην πολυτιμότατη πρόληψη. Η αντιπολίτευση επισημαίνει ότι το προσωπικό του ΕΣΥ το 2020 είναι κατά 5.000 άτομα μικρότερο από το 2019 και η κυβέρνηση δεν το αντικρούει. Όπως δεν υπάρχει άνθρωπος που θα καταλάβει γιατί δεν δίνεται απάντηση στις δημοτικές αρχές, που λένε ότι μπορούν να εξασφαλίσουν επιπλέον σχολικές αίθουσες. Μήπως επειδή οι περισσότερες σχολικές αίθουσες χρειάζονται και περισσότερους δάσκαλους; Τέλος, ποιος μπορεί να πιστέψει ότι οχτώ μήνες τώρα δεν ήταν δυνατό να εξασφαλιστούν τα έμψυχα και τα υλικά μέσα για τη μετατροπή των μέσων μαζικής μεταφοράς από επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία σαρδελοκούτια σε ανθρώπινα λεωφορεία και βαγόνια. Όσο κι αν ψάξει κανείς το γιατί υπάρχει αυτό το ηχηρό κενό, δεν θα βρει άλλη απάντηση από την εγγενή απέχθεια των νεοφιλελεύθερων στις δημόσιες δαπάνες και στην ενίσχυση των δημόσιων θεσμών, ακόμα κι όταν αφορούν κρίσιμους τομείς σαν τους προαναφερόμενους. Μπείτε για λίγο στη θέση αυτού που πρόταγμά του είναι η… ελεύθερη επιλογή του θεράποντος γιατρού και βλέπει το δημόσιο σύστημα υγείας σαν εμπόδιο στην δήθεν ελευθερία του. Ή στη θέση αυτού που ελπίζει ότι θα έρθει κάποτε η ώρα που τα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα θα…αυτοχρηματοδοτούνται. Ή, τέλος, στη θέση εκείνου που όνειρο και πρόγραμμά του είναι η ιδιωτικοποίηση των συγκοινωνιών. Πώς να διανοηθούν να προτάξουν την κάλυψη με δημόσια δαπάνη αυτών των αναγκών, πώς να συναινέσουν στην ενίσχυση ενός δημόσιου τομέα που τον χρειάζονται την ώρα της πανδημίας, αλλά φοβούνται ότι θα τους μείνει σαν βάρος και εμπόδιο μετά το πέρασμά της; (...) Με λίγα λόγια και συμπερασματικά, στους κρίσιμους τομείς που προαναφέραμε, δεν πρέπει να περιμένουμε ούτε αυτοκριτική για καθυστερήσεις που πολλαπλασιάζουν τα κρούσματα, ούτε θεαματικές ανατροπές στην κυβερνητική πολιτική. Το όνειρο πρωθυπουργού και υπουργών είναι να περάσει η πανδημία , δίχως να κινδυνέψουν να τους κατηγορήσει κανείς για σοσιαλμανία. Κι αυτό δεν μπορεί παρά να έχει κόστος για όλους μας.
20
10

Από την τρέχουσα στην προγραμματική αντιπολίτευση

Αυτό που χρειάζεται η αξιωματική αντιπολίτευση για να διεκδικήσει τη νίκη της σαν νίκη της κοινωνίας, είναι να αναδειχθεί σε ηγεμονική δύναμη, που μπορεί με τις στρατηγικές επεξεργασίες της στους κρίσιμους τομείς της εσωτερικής και της εξωτερικής πολιτικής να προηγείται της τρέχουσας πολιτικής και όχι να τρέχει πίσω από την επικαιρότητα αναζητώντας την καλύτερη απάντηση στα ερωτήματα που της θέτουν άλλοι. Πρέπει εκείνη να μορφοποιεί τα ερωτήματα της κοινωνίας και να προτείνει τις δικές της λύσεις με σταθερότητα και επιμονή, με την πεποίθηση της ορθής επιλογής και όχι με τη λογική του γρήγορου πολιτικού κέρδους. Σκληρή είναι η αντιπολίτευση που δεν μπορεί να την αντιμετωπίσει η κυβέρνηση με τη γνωστή επικοινωνιακή ευκολία χάρη στην υπεροπλία της, γιατί δεν αντιμετωπίζεται με ψευδείς ειδήσεις ή με έξυπνες ατάκες, στο βαθμό που γίνεται κτήμα του λαού. Σκληρή αντιπολίτευση δεν είναι να πλειοδοτείς σε κάθε ευκαιρία επιχειρώντας να υπερφαλαγγίσεις τον αντίπαλο. Γιατί , το έχουμε δει να γίνεται συχνά, έχει και ο αντίπαλος μυαλό και συχνά ελίσσεται οικειοποιούμενος δικές σου ιδέες. Κι αυτό μπορεί να σε εμφανίσει στα μάτια των πολλών και με τη βοήθεια του μιντιακού συστήματος σαν τον δρομέα που τρέχει να κοντράρει τον πρώτο, αλλά έρχεται πάντοτε δεύτερος. Αν, όμως, έχεις καλλιεργήσει έγκαιρα τις ιδέες σου, τις θέσεις σου, τις έχεις συνδέσει με τη δική σου στρατηγική υπηρετώντας τις και προβάλλοντάς τις με συνέπεια, τέτοιου είδους ελιγμοί βγαίνουν σε βάρος εκείνου που τους επιχειρεί, γιατί αυτός θα οφείλει να εξηγήσει γιατί άλλαξε θέση και γιατί υιοθέτησε θέσεις του αντιπάλου. Ετσι διεκδικείται η ηγεμονία και διασφαλίζεται η σταθερότητα της πολιτικής τοποθέτησης. Θα πρότεινα να εφαρμόσουμε αυτή τη λογική, σαν άσκηση, στην επίλυση ενός επίκαιρου προβλήματος της εξωτερικής πολιτικής, όπως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Για να δούμε πόσο στρατηγικά επεξεργασμένη είναι κάθε θέση που εκφωνείται, πόσο κατανοητή γίνεται από τους πολλούς, πώς συνδέεται με το στρατηγικό στόχο και τη γενικότερη πολιτική σου, και πόσο απειλείται με οικειοποίηση από τον πολιτικό σου αντίπαλο. Αν αυτό φαίνεται υπερβολικά πολύπλοκο, ας κάνουμε την «άσκηση» με κάτι πιο μερικό και συγκεκριμένο: την πρόταση επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια.
13
10

Μια δίκη, μια νίκη και μερικά ερωτήματα

Ούτε πρέπει να μας παραξενεύει η προσφυγή της δεξιάς στη γνωστή «θεωρία των δύο άκρων», ως ενός επιπλέον στοιχείου και του αντιΣΥΡΙΖΑ μετώπου. Πολύ καλά κάνει η αριστερά και αντιστρατεύεται αυτή τη «θεωρία», που επιχειρεί να την εξομοιώσει με τη φασιστική δεξιά. Όμως οι υποστηριχτές της είναι εκείνοι που οφείλουν να εξηγήσουν πώς γίνεται να συμπέφτουν σε αντιφασιστικές τοποθετήσεις με το ένα «άκρο». Στην πραγματικότητα, η «θεωρία» τους συνιστά αμυντική τοποθέτηση. Είναι ένα φύλλο συκής για να κρύψουν την ανάγκη να αποστούν από την ταξική και ιδεολογική θέση τους ότι ένας είναι ο εχθρός, ο κομμουνισμός. Η ιστορικά βεβαιωμένη αλήθεια είναι πως εμφανίστηκε και εξακολουθεί να μας και τους απειλεί ένας εχθρός από τη δικιά τους, τη δεξιά παράταξη βγαλμένος, με τον οποίο, αφού είδαν ότι δεν μπορούν να συμμαχήσουν χωρίς τεράστιο κόστος, επιλέγουν να του αντιπαρατεθούν τελικά, συμβαδίζοντας μερικές φορές ακόμα και με τον ταξικό αντίπαλό τους. Για να συμβιώσουν μ’ αυτή την αντίφαση, χρειάζονται το κατασκεύασμα των «δύο άκρων». Όπως και να ’χει, τη «θεωρία» αυτή χρειάζεται να την πολεμάμε και όχι να της δίνουμε έδαφος για πολιτική και επικοινωνιακή κερδοσκοπία, με αστόχαστες παρεμβάσεις, όπως του σύντροφου Κοντονή. Όσες πραγματικές διαφορετικές προθέσεις κι αν επικαλεστεί, αυτό που δυστυχώς θα μετρήσει, είναι ότι την ώρα που το δικαστήριο καταδίκαζε την εγκληματική Χρυσή Αυγή, εκείνος θύμισε τη διαφωνία του για διατάξεις του νέου ποινικού κώδικα, την οποία ήταν προβλέψιμο ότι θα αξιοποιούσε η κυβέρνηση της ΝΔ. Όχι απλώς για να βλάψει η Νέα Δημοκρατία τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος πρέπει να μάθει να αντιδρά ψύχραιμα σε τέτοιες προκλήσεις, να μην εγκαταλείπει τις εσωκομματικές του διαδικασίες αλλά να αφήνει τα όργανά του να λειτουργήσουν, να υπερασπίζεται τις ιδέες του, όπως το σκεπτικό πίσω από την μεταρρύθμιση του Ποινικού Κώδικα και όχι επιδεινώνοντας τη θέση του, αλλά για να μειώσει τη σημασία και την απήχηση μιας αντιφασιστικής νίκης μ’ ένα ρεσιτάλ μικροκομματικού ευτελισμού. Αυτό είναι που όφειλε να αποφύγει.
06
10

Η εποχή των χειροκροτημάτων έλαβε τέλος

Να αποτολμήσουμε μια πρόβλεψη: Δεν πρόκειται να πέσει η κυβέρνηση λόγω κορονοϊού. Πιο πιθανό είναι να πληρώσει ακριβά τις οικονομικές συνέπειες από τη διαχείριση της υγειονομικής και της παρεπόμενης οικονομικής κρίσης. Ωστόσο, η περίοδος αυτή υπήρξε και θα συνεχίσει να είναι γεμάτη από αποδεικτικά στοιχεία του ισχυρισμού ότι δεν είναι τα λάθη αυτής της κυβέρνησης που επιβαρύνουν τα λαϊκά στρώματα και, τώρα, τα εκθέτουν σε τόσο σοβαρούς κινδύνους. Είναι η εφαρμογή του πυρήνα του νεοφιλελεύθερου πολιτικού σχεδίου της. Κι αυτό δεν πρόκειται να διορθωθεί. Μόνο να επιχειρηθεί η συγκάλυψή του μπορεί. Γιατί όταν αυτό συνειδητοποιηθεί από ευρύτατα στρώματα, ένα μόνο πράγμα θα μπορεί να την κρατήσει όρθια: η ενδεχόμενη και απευκταία δυσκολία της αντιπολίτευσης να πείσει ότι θέλει και μπορεί να πορευθεί αλλιώς, σε άλλους δρόμους, με διαφορετική προοπτική, διαφορετικό όραμα.
30
09

Νεοφιλελευθερισμός, μια μορφή κοινωνικής πανδημίας

Η κατακλείδα ενός πολιτικού σχεδίου, για να μπορέσει να καταστεί πρόταση εξόδου από την κρίση με διαφορετική από τη νεοφιλελεύθερη προοπτική, χρειάζεται να εξηγεί πειστικά γιατί δεν μπορεί να υπάρξει ούτε μεγέθυνση και βελτίωση της παραγωγής, ούτε αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας – για να μιλήσουμε μόνο για τα πιο επίκαιρα ζητήματα – χωρίς δημόσια παρέμβαση για την επανεκκίνηση της παραγωγικής μηχανής και χωρίς αναδιανομή του προϊόντος με στόχο τη μείωση των ανισοτήτων, χωρίς την αποφασιστική παρουσία του δημοσίου για τη λειτουργία και τη διαρκή ενίσχυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, της Δημόσιας Εκπαίδευσης, των Δημόσιων Συγκοινωνιών… Τα διδάγματα που βγαίνουν από τους μήνες που πέρασαν, πρέπει να γίνουν κτήμα όλων. Δεν μπορεί να θεωρείται δείγμα ανικανότητας ή έλλειψης διορατικότητας το γεγονός ότι δεν σκέφτηκε κανείς στην κυβέρνηση έξι μήνες τώρα τι θα κάνει για να μη γίνουν το μετρό, το τραμ ή τα λεωφορεία κέντρα μετάδοσης του κορονοϊού. Ηταν η απουσία οποιασδήποτε διάθεσης για την ενίσχυση των δημόσιων συγκοινωνιών. Το ίδιο ισχύει και για την «ανακάλυψη» της τελευταίας στιγμής, ότι λείπουν απελπιστικά οι αναγκαίες ΜΕΘ. Και για τόσα άλλα ων ουκ έστι αριθμός. Αν αυτό δεν γίνει κτήμα του κόσμου, δεν θα δοθεί η κρίσιμη μάχη με προοπτική νικηφόρα. Και επειδή δεν πρόκειται σ’ αυτή τη μάχη να έχει ο ΣΥΡΙΖΑ καν την ψυχρά αντικειμενική συμπεριφορά των ΜΜΕ απέναντί του, θα χρειαστεί η μεταμόρφωσή του από εκτελεστικό όργανο σε κόμμα που αφομοιώνει τον πυρήνα της πολιτικής του πρότασης μέσω της ουσιαστικής συμμετοχής των μελών και των οπαδών του στη διαμόρφωσή της και γίνεται πομπός διάδοσής της και μετασχηματιστής των διαθέσεων των λαϊκών τάξεων. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο καίριο ζήτημα, που χρειάζεται πολλή συζήτηση και ακόμα περισσότερη δουλειά.
21
09

Καινούργιο σήμα, παλιές ιστορίες

Η δημοκρατία, η αλληλεγγύη, η δικαιοσύνη, η ελευθερία, η ισότητα είναι υπόθεση της αριστεράς, παρότι παραπέμπουν στη Γαλλική Επανάσταση, την εμβληματική αστική επανάσταση. Όχι μόνο γιατί έχουν διαχρονική αξία, αλλά και γιατί στο (με το συμπάθειο…) αφήγημα της αστικής τάξης διαστρέφονται, όταν δεν εγκαταλείπονται. Είναι υποχρεωμένη να το κάνει η αριστερά και για έναν ακόμα λόγο: για να συνδέσει τις άκρως επαναστατικές αυτές αξίες με τη δική της προοπτική, τη σοσιαλιστική. Αν δεν το κάνει, απομειώνει ακόμα κι αυτή την τεράστια αστική επανάσταση σ’ έναν ανώδυνο κρίκο στην αλυσίδα μιας σχεδόν προδιαγεγραμμένης «εξέλιξης». Απονευρώνει την ουσία της κοινωνικής δυναμικής μετατρέποντάς τη σε μια αλληλουχία γεγονότων χωρίς τομές, που είναι υπαρκτές, ακόμα κι όταν συμβαίνουν χωρίς εκρηκτικές ανατροπές. Ας αποπειραθούμε μια εξήγηση για το γεγονός ότι δεν μπόρεσε να βρει μια ακτίνα στο αστέρι ο σοσιαλισμός. Οφείλεται μάλλον στην επικράτηση της αντίληψης ότι όλα θα γίνουν σαν αποτέλεσμα μιας ομαλής εξέλιξης, ότι κι ο ΣΥΡΙΖΑ όταν έρθει εν τη εξουσία του, αξίες στοιχειωδέστερες έχει να υπερασπιστεί απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό. Όλοι παιδιά της Γαλλικής Επανάστασης είμαστε. Θα ήμασταν, όμως, νόθα παιδιά της, αν δεν αμφισβητούσαμε την αναγόρευσή της σε έσχατη επανάσταση της ανθρώπινης ιστορίας από τους νεοφιλελεύθερους. Κόμματα που αναφέρθηκαν στο σοσιαλισμό πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τον πίστεψαν, δεν δυσκολεύτηκαν να αγγίξουν το 50%. Ενώ μεγάλα και ιστορικά κόμματα της αριστεράς, που επιχείρησαν να προσαρμοστούν στις συνθήκες του «τέλους της ιστορίας» απαρνούμενα το μέλλον τους, υποβιβάστηκαν σε τριτεύοντες και τεταρτεύοντες ρόλους, και – το χειρότερο – το κενό που άφησαν κατέλαβαν ο δεξιός λαϊκισμός και ο εθνικισμός. Δύο άμεσες απειλές για τον κοινό τόπο, τη δημοκρατία που η αριστερά υπερασπίζεται.
09
09

Αλλαγές προσώπων και αλλαγή νοοτροπίας

Τι νόημα έχει, λοιπόν, η αντικατάσταση του γραμματέα της ΚΕ, με απόφαση ουσιαστικά ενός ολιγομελούς οργάνου και χωρίς αποτίμηση της προηγούμενης περιόδου; Ακόμη κι αν γίνεται με πνεύμα συναινετικό. Τι δεν έγινε καλά ως τώρα και τι και πώς θα γίνει στο μέλλον καλύτερα; Τι νόημα έχει να ανατεθούν νέες υπευθυνότητες σε κρίσιμους τομείς, σε άξιους συντρόφους και συντρόφισσες, χωρίς να έχει προχωρήσει σ’ αυτούς (εξωτερική πολιτική, ενεργειακή πολιτική, τρόπος αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανασυγκρότησης κλπ. ) η επεξεργασία πολιτικής; Ποια πολιτική θα κληθούν να προωθήσουν, να επεξεργαστούν, να εκλαϊκεύσουν; Πώς θα βοηθηθούν από ένα κόμμα και πώς θα το βοηθήσουν, εάν αυτό δεν έχει συμμετάσχει παρά ελάχιστα στην επεξεργασία της, στη συζήτηση γι’ αυτή και την εξειδίκευσή της; Τέτοιες κινήσεις στην επιφάνεια των πραγμάτων δεν προοιωνίζονται αλλαγές σε βάθος, δεν διαμορφώνουν προϋποθέσεις για γόνιμη συζήτηση χωρίς αφορισμούς και προκαταλήψεις στο εσωτερικό ενός κόμματος που έχει πρώτιστο καθήκον να συνθέσει, και να συνθέσει απόψεις και ανθρώπους που έχουν εκκινήσει από διαφορετικές αφετηρίες. Βιασύνη και βραχυπρόθεσμη αντίληψη μάλλον υποδηλώνουν.