Macro

Έλλειμμα πολιτικής ευθύνης στην κυβέρνηση

Στη διάρκεια της πρωθυπουργικής θητείας του, ο κ. Μητσοτάκης δεν βρέθηκε ποτέ τόσο απομονωμένος απέναντι στη σκληρή και στοιχειοθετημένη κριτική τής αντιπολίτευσης, όσο στην προχθεσινή συζήτηση για την πορεία της πανδημίας. Αλλά και ποτέ δεν εμφανίστηκε τόσο αποφασισμένος να μην κάνει πίσω σε καμιά από τις βασικές του επιλογές στη διαχείριση της υγειονομικής και της συνακόλουθης οικονομικής κρίσης. Παρά τις υποχωρήσεις που υποχρεώθηκε να κάνει, στην τριτολογία του, ανακοινώνοντας το πάγωμα ορισμένων πλειστηριασμών και την παροχή έκτακτου βοηθήματος για τους πιο αδύναμους οικονομικά στο τέλος του έτους.

 

Αμετανόητος στις κεντρικές επιλογές του

 

Για παράδειγμα, δεν δέχτηκε καμία από τις επίμονες υποδείξεις του συνόλου της αντιπολίτευσης για ουσιαστική ενίσχυση του ΕΣΥ με μόνιμο προσωπικό και ιδίως των τμημάτων ΜΕΘ καθώς και της πρωτοβάθμιας φροντίδας. Παρά το γεγονός ότι ήδη ήταν γνωστό στην κυβέρνηση το νέο αρνητικό ρεκόρ της ημέρας με 3.350 νέα κρούσματα, 50 θανάτους και κατάρρευση των τμημάτων ΜΕΘ όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη, αλλά και σε άλλες κρίσιμες περιοχές, όπως η Αττική, ο νομός Λάρισας κ.α. Η εξήγηση που έδωσε ο Αλ. Τσίπρας ότι πρόκειται για στρατηγική και ιδεολογική επιλογή, δεν ακούστηκε καθόλου υπερβολική.

Άλλο παράδειγμα. Για την οικτρή κατάσταση στις δημόσιες συγκοινωνίες, όχι μόνο δεν βρήκε μία λέξη να πει στην πρωτολογία του, αλλά και στις επόμενες παρεμβάσεις του δεν πήρε καθόλου υπόψη τις υποδείξεις του συνόλου της αντιπολίτευσης για άμεση και γενναία ενίσχυσή τους. Αντί γι’ αυτό, παρέθεσε στοιχεία από …την Γαλλία, για να δείξει ότι το ποσοστό συμμετοχής των συγκοινωνιακών μέσων στη διάδοση του κορονοϊού είναι αμελητέο. Θα άξιζε γι’ αυτό και μόνο να του επιβληθεί η τιμωρία να μετακινείται αποκλειστικά με αυτά τα μέσα, ώσπου να φύγει από τη ζωή μας η απειλή του ιού.

Τρίτο και τελευταίο, αλλά σημαδιακό, παράδειγμα. Δεν έκανε τον κόπο να απαντήσει στις καταλυτικές κριτικές της αντιπολίτευσης για την πρακτική του να φέρνει μέσα στην κρίση αντεργατικά και αντισυνδικαλιστικά νομοσχέδια, συμπληρωματικά στα όσα μέτρα διάλυσης της όποιας προστασίας της εργασίας έχουν ήδη επιβληθεί. Τα οποία δεν έχουν μόνο μακροπρόθεσμες επιπτώσεις, αλλά και άμεσες, σχετικές με την εξάπλωση του κορονοϊού στους χώρους εργασίας εξαιτίας της έλλειψης ελέγχων. Με όλα αυτά, και άλλα πολλά, δεν έκανε καμιά προσπάθεια να κρύψει τις προθέσεις της κυβέρνησης της ΝΔ και τον πυρήνα του σχεδίου της, να μην αγγιχτεί τίποτα από τα κακώς κείμενα, από όσα αποτελούν τα ιερά και όσια για τους νεοφιλελεύθερους ιδεοληπτικούς.

 

Διαλλακτικός στα λόγια

 

Βέβαια, ο κ. Μητσοτάκης άνοιξε την πρωτολογία του υποσχόμενος ήπιους τόνους στη συζήτηση. Ωστόσο, πολύ γρήγορα ξέχασε την υπόσχεσή του και συμπεριφέρθηκε στην αντιπολίτευση σαν να μην υπήρχε, αποφεύγοντας, όμως, τα χιλιοειπωμένα επιχειρήματα για «λεφτόδεντρα» και «πεταμένα λεφτά», καθώς τα τραγικά αποτελέσματα του δεύτερου κύματος δεν επέτρεπαν τέτοιες αποκοτιές. Αυτό δεν σημαίνει ότι αποτόλμησε την οποιαδήποτε αυτοκριτική, παρά τις πιέσεις να πει τι δεν πήγε καλά και από την ανακήρυξη της νίκης επί του κορονοϊού, στην οποία προχώρησε κατακαλόκαιρο από την Σαντορίνη, βρεθήκαμε τέλος Οκτωβρίου στην εκθετική εκτίναξη των κρίσιμων δεικτών της πανδημίας.

Η μόνη αυτοκριτική απόπειρα που δέχτηκε να ψελλίσει, ήταν ότι άργησε η κυβέρνηση να γενικεύσει την υποχρεωτική χρήση της μάσκας, να περιορίσει τις βραδινές μετακινήσεις και να πάρει μέτρα για τη Θεσσαλονίκη. Αλλά αυτό που δείχνει την επιπολαιότητα των κριτηρίων της κυβερνητικής «αυτοκριτικής», είναι ακριβώς ότι στη Θεσσαλονίκη δεν άργησε απλώς, δεν πήρε καν είδηση τι συνέβαινε. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν μπορούσε να κρυφτεί πίσω από τους ειδικούς. Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο προειδοποιούσε από το καλοκαίρι!

Ωστόσο, τη διάθεσή του να κρυφτεί πίσω από τους ειδικούς σε πρώτη ευκαιρία την έδειξε και προχθές, με την αναφορά στις δηλώσεις της κ. Κοτανίδου. Πρόκειται για μια διάθεση εκμετάλλευσης των επιστημόνων όχι μόνο για κάλυψη των συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών, αλλά και για γενικότερους λόγους, που φαίνεται ότι θα τη βρίσκουμε συχνά μπροστά μας χάρη στη ΝΔ. Είναι μια ανήθικη και επικίνδυνη πρακτική, που σέρνει τους επιστήμονες με το ζόρι στο πολιτικό πεδίο, όπου η αξιοπιστία τους κινδυνεύει. ΚΙ αυτό είναι εγκληματικό, γιατί έτσι απομειώνεται η αναγκαία εμπιστοσύνη των πολιτών στις εκτιμήσεις και υποδείξεις τους, που τόσο απαραίτητη είναι σε περιόδους πανδημίας.

 

Εκτός από την καταστολή υπάρχει η εμπιστοσύνη

 

Για το πόσο μεγάλη ή ανεπαρκής είναι η εμπιστοσύνη των πολιτών στις υποδείξεις της πολιτείας για την αντιμετώπιση της πανδημίας, η κυβέρνηση της ΝΔ και ο κ. Μητσοτάκης ελάχιστα φαίνεται να ενδιαφέρονται. Διαφορετικά, δεν θα αντιμετώπιζαν με την ελαφρότητα των φτηνών ευφυολογημάτων την πρόταση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ για σύγκληση του συμβουλίου των αρχηγών κομμάτων, προκειμένου να επεξεργαστούν μια κοινά αποδεκτή πολιτική για την αντιμετώπιση της πανδημίας για το αμέσως επόμενο κρίσιμο εξάμηνο. Με την προϋπόθεση ότι αυτή η έμπρακτα αυτοκριτική πράξη θα συνοδευόταν από την αναστολή του αντιλαϊκού κύματος νομοθετικών παρεμβάσεων της κυβέρνησης, που βλέπει την κρίση σαν ευκαιρία για την επιβολή τους.

«Θέλετε να γίνετε εταίρος της κυβέρνησης», αποκρίθηκε σ’ αυτή την πρόταση ο κ. Μητσοτάκης υποκρινόμενος ότι δεν κατάλαβε. «Η χώρα έχει κυβέρνηση», μας πληροφόρησε, «σοβαρή αντιπολίτευση δεν έχει». Και με την κορόνα αυτή θεώρησε ότι ξέμπλεξε με τον κοινωνικό χαρακτήρα της πρότασης, δηλαδή με το θέμα της οικοδόμησης σχέσεων εμπιστοσύνης με τους πολίτες και με το αναπάντητο (από την κυβέρνηση) ερώτημα γιατί δεν αποδίδουν, όπως η ίδια λέει, τα κάθε φορά μέτρα και χρειάζεται να καταφεύγει σε ένταση της καταστολής. Αποφεύγει να αναλάβει τη δική της πολιτική ευθύνη και επικαλείται την ατομική ευθύνη των πολιτών. Μήπως, όμως, αυτό συμβαίνει και επειδή δεν είναι μέτρα καλά ζυγισμένα και κοινής αποδοχής, δηλαδή μέτρα που παίρνουν υπόψη τις ανάγκες των πολλών και συνοδεύονται από την ενημέρωση του κόσμου και όχι από την προπαγανδιστική διαχείρισή του; Αυτή την πλευρά δεν την άγγιξε καθόλου ο κ. Μητσοτάκης. Προτίμησε να δει μόνο την πολιτική απειλή που συνιστούσε η συγκεκριμένη πρόταση για το αφήγημά του ως αλάνθαστου πρωθυπουργού, ο οποίος οδηγεί το λαό του στην Έξοδο προς τη νεοφιλελεύθερη Γη της Επαγγελίας.

 

Μια χρήσιμη πρόταση

 

Αν θέλουμε, πάντως, να δούμε και την καθαρά πολιτική πλευρά αυτής της πρότασης, πρέπει να παραδεχτούμε ότι, χωρίς αυτή, η συζήτηση στη Βουλή θα εξελισσόταν σε μεγάλο βαθμό ως συνήθως. Ο κ. Μητσοτάκης δεν θα επέλεγε ούτε στα λόγια να εμφανιστεί σαν διαλλακτικός, θα έστρεφε τα πυρά εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ δαιμονοποιώντας τον άλλη μια φορά και ενισχύοντας το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, που μετά χαράς τροφοδοτεί. Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ δεν του άφησε τέτοιο περιθώριο. Αντίθετα, ευνόησε τη σύγκλιση σε μια κοινή σε πάρα πολλά σημεία εμφάνιση του συνόλου σχεδόν της αντιπολίτευσης σε ένα τόσο κρίσιμο θέμα. Προϊδεάζοντας την κοινή γνώμη για τη δυνατότητα μιας εναλλακτικής στη σημερινή κυβέρνησης, που θα μπορούσε να προκύψει από τις εκλογές με απλή αναλογική, όπως υποχρεωτικά θα είναι οι επόμενες, χωρίς τη ΝΔ.

Μήπως είναι πρόωρες τέτοιες σκέψεις; Για την αντιπολίτευση ίσως. Το κυβερνητικό στρατόπεδο, πάντως, στο οποίο αυτοβούλως έχει ενταχθεί ιδεολογικά και ενσώματα ο σημιτικός συντηρητισμός, έσπευσε προ ημερών να αποκαλύψει τους φόβους του διά στόματος του πρώην πρωθυπουργού του ΠΑΣΟΚ. Δεν είναι άλλοι από τον κίνδυνο που διαβλέπουν, να σχηματιστεί, με αφορμή την πολιτικά απαράδεκτη διαχείριση της κρίσης από τη ΝΔ, ένα μέτωπο αντικυβερνητικό, που θα δυσκολεύει τα σχέδια – αυτοκτονικής – ένταξης του Κινήματος Αλλαγής στους σχεδιασμούς της δεξιάς. Κάποιοι ξέρουν πριν πεινάσουν να μαγειρεύουν. Αλλοι πάλι, στην αντιπολίτευση, δεν έχουν βρει τον τρόπο ακόμα και τις γόνιμες ιδέες να επεξεργαστούν συλλογικά και να τις προωθήσουν, για να τις καταστήσουν κοινό όπλο αποτροπής αυτών των σχεδίων.

Χαράλαμπος Γεωργούλας

Πηγή: Η Εποχή