Macro

Νεοφιλελευθερισμός, μια μορφή κοινωνικής πανδημίας

Δεκαπέντε σχεδόν μήνες από την ανάληψη της κυβέρνησης από τη ΝΔ, η τακτική της «αντιπολίτευσης στην αντιπολίτευση», με την οποία κατά βάση πορεύτηκε ως εδώ η κυβέρνηση Μητσοτάκη, φαίνεται να χάνει τη δυναμική της. Ως τώρα οι επιτελείς του Μαξίμου έμοιαζαν μάλλον ικανοποιημένοι από την εφαρμογή της. Τόσο όταν χρειάζονταν να περάσουν τις πιο επιθετικές αντιμεταρρυθμίσεις, όσο και όταν επιχειρούσαν να δικαιολογήσουν τις αστοχίες τους, μπορούσαν να παρουσιάζουν τις επιλογές τους σαν αναγκαίες διορθώσεις μιας μη αποδεκτής πραγματικότητας, για την οποία ευθυνόταν κατά κύριο λόγο «οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ». Η νέα κυβέρνηση, όταν χρειαζόταν να πάρει μη δημοφιλή μέτρα, υποτίθεται ότι το έκανε προκειμένου να επαναφέρει μια «κανονικότητα», που είχε διαταράξει η προηγούμενη κακή κυβέρνηση.

Οι αστοχίες ενός χρόνου

Ενας χρόνος αποδείχτηκε αρκετός για να αρχίσει να χάνεται το έδαφος, πάνω στο οποίο μπορεί να στηριχτεί μια τέτοια επιχειρηματολογία και η αντίστοιχη επικοινωνιακή τακτική. Δεν ήταν, βέβαια, κυρίως ζήτημα χρόνου, ήταν τα αποτελέσματα της κυβερνητικής πολιτικής σε κρίσιμους τομείς, που άρχισε να δίνει τους πικρούς καρπούς της.
Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε την επαγγελία της ταχύρρυθμης ανάπτυξης που δεν ήρθε ποτέ, καθώς δεν έρρευσαν αυτόματα οι ιδιωτικές επενδύσεις. Αντί γι’ αυτές, ήρθε η ύφεση και το φάσμα της ανεργίας, πριν την πανδημία.
Ή την υπόσχεση ταχείας επίλυσης του προσφυγικού με τη σκληρή πολιτική τής αποτροπής, η οποία απέφερε τρεις απανωτές κρίσεις, μέχρι την πρόσφατη πυρπόληση της Μόριας .
Ή τη διαχείριση της πανδημίας και των οικονομικών επιπτώσεών της, που κινδυνεύει να μας οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις εξαιτίας της κυβερνητικής επανάπαυσης.
Είναι η πρώτη φορά από τον Ιούλιο του 2019 που η αντιπολίτευση έχει στη διάθεσή της τόσο εκτεταμένη και συνεκτική πολιτική ύλη, για να ασκήσει αποτελεσματικά την πολεμική της κατά της κυβέρνησης. Και είναι, επίσης, η πρώτη φορά που η κυβέρνηση έχει τόσο λίγες οδούς διαφυγής, καθώς τα αρνητικά αποτελέσματα της πολιτικής της συσσωρεύονται απτά, χωρίς να μπορούν να αποδοθούν στην… αντιπολίτευση.

Η αναζήτηση της ριζικής διαφοράς

Η αξιωματική αντιπολίτευση φαίνεται να αντιλαμβάνεται ότι κάτι έχει αλλάξει εδώ και ότι χρειάζεται να εντείνει και να οξύνει τις παρεμβάσεις της. Δεν δείχνει, όμως, να έχει βρει τον τρόπο να συγκροτήσει τον αντιπολιτευτικό λόγο της, που τώρα φαίνεται να βρίσκει πιο εύφορο έδαφος, σε πειστική συνολική πρόταση με στόχο όχι μόνο την αλλαγή της κυβέρνησης, αλλά και τη συνειδητή στήριξη μιας νέας προοπτικής για την ελληνική κοινωνία.
Ο Αλέξης Τσίπρας στη Θεσσαλονίκη μίλησε, βέβαια, για μια «νέα κοινωνική συμφωνία», αλλά αυτή μέχρι στιγμής μπορεί να προσληφθεί από τις λαϊκές τάξεις σαν μια πολιτική πρόταση διορθωτική της σημερινής κατάστασης. Αν, μάλιστα, συνδυαστεί και με το γεγονός ότι η αποτυχία της κυβερνητικής πολιτικής, από συνήθεια ή για ευκολία, αποδίδεται συχνά από όσους εκπροσωπούν το κόμμα στα μέσα ενημέρωσης στην ανικανότητα των κυβερνώντων ή σε απόπειρα εξαπάτησης, τότε γίνεται αντιληπτό ότι η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να χάσει γι’ αυτό το λόγο μεγάλο μέρος της ελκτικής δύναμής της. Γιατί μ’ αυτό τον τρόπο μπαίνει στην ίδια βάση σύγκρισης με την κυβερνητική πολιτική και με κύριο κριτήριο την ικανότητα των στελεχών που θα κληθούν να την εφαρμόσουν. Στη βάση αυτή, όμως, με μια φανερή επικοινωνιακή υπεροπλία, η ΝΔ μπορεί να εμφανίζεται μέχρι τελευταία στιγμή σαν μια δύναμη ικανή να διορθώνει τα «λάθη» της.
Για να γίνει πιο πειστικός και αποτελεσματικός ο αντιπολιτευτικός λόγος του, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει σήμερα την αντικειμενική δυνατότητα και την ανάγκη να κεφαλαιοποιήσει ιδεολογικά την αρνητική εμπειρία που συσσωρεύεται από τις συνέπειες της κυβερνητικής πολιτικής σε ευρύτατα πεδία, και να τη μετατρέψει σε δικαιολογητική βάση για την απόρριψη της «κεντρικής ιδέας», του ιδεολογικού βάθρου της κυβερνητικής πολιτικής, πράγμα που συνεπάγεται την εισαγωγή στην πολιτική εξίσωση της ανάγκης για μια ριζικότερη αλλαγή. Αυτή που καθιστά αναγκαία την αλλαγή κυβέρνησης και «κεντρικής ιδέας» και υποδεικνύει ως ανεπαρκή τη διόρθωση ορισμένων πλευρών της πολιτικής. Μόνον έτσι μπορεί να ενισχυθεί στην κοινωνία ένα ρεύμα που ευνοεί τη μετάθεση του ΣΥΡΙΖΑ από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη θέση της κοινωνικής και πολιτικής πλειοψηφίας.

Αιτία η νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία

Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι να προσδιοριστεί και να υποδειχτεί η θεμελιακή αιτία των αστοχιών της κυβερνητικής πολιτικής, που οδηγούν σε όξυνση των προβλημάτων και επιβάρυνση των λαϊκών στρωμάτων. Αυτή δεν είναι άλλη από τη νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία της αυτορρύθμισης των πάντων μέσω της αγοράς και της ελαχιστοποίησης της δημόσιας παρέμβασης. Η κατακλείδα ενός πολιτικού σχεδίου, για να μπορέσει να καταστεί πρόταση εξόδου από την κρίση με διαφορετική από τη νεοφιλελεύθερη προοπτική, χρειάζεται να εξηγεί πειστικά γιατί δεν μπορεί να υπάρξει ούτε μεγέθυνση και βελτίωση της παραγωγής, ούτε αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας – για να μιλήσουμε μόνο για τα πιο επίκαιρα ζητήματα – χωρίς δημόσια παρέμβαση για την επανεκκίνηση της παραγωγικής μηχανής και χωρίς αναδιανομή του προϊόντος με στόχο τη μείωση των ανισοτήτων, χωρίς την αποφασιστική παρουσία του δημοσίου για τη λειτουργία και τη διαρκή ενίσχυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, της Δημόσιας Εκπαίδευσης, των Δημόσιων Συγκοινωνιών…
Τα διδάγματα που βγαίνουν από τους μήνες που πέρασαν, πρέπει να γίνουν κτήμα όλων. Δεν μπορεί να θεωρείται δείγμα ανικανότητας ή έλλειψης διορατικότητας το γεγονός ότι δεν σκέφτηκε κανείς στην κυβέρνηση έξι μήνες τώρα τι θα κάνει για να μη γίνουν το μετρό, το τραμ ή τα λεωφορεία κέντρα μετάδοσης του κορονοϊού. Ηταν η απουσία οποιασδήποτε διάθεσης για την ενίσχυση των δημόσιων συγκοινωνιών. Το ίδιο ισχύει και για την «ανακάλυψη» της τελευταίας στιγμής, ότι λείπουν απελπιστικά οι αναγκαίες ΜΕΘ. Και για τόσα άλλα ων ουκ έστι αριθμός.

Η μεταμόρφωση του ΣΥΡΙΖΑ

Αν αυτό δεν γίνει κτήμα του κόσμου, δεν θα δοθεί η κρίσιμη μάχη με προοπτική νικηφόρα. Και επειδή δεν πρόκειται σ’ αυτή τη μάχη να έχει ο ΣΥΡΙΖΑ καν την ψυχρά αντικειμενική συμπεριφορά των ΜΜΕ απέναντί του, θα χρειαστεί η μεταμόρφωσή του από εκτελεστικό όργανο σε κόμμα που αφομοιώνει τον πυρήνα της πολιτικής του πρότασης μέσω της ουσιαστικής συμμετοχής των μελών και των οπαδών του στη διαμόρφωσή της και γίνεται πομπός διάδοσής της και μετασχηματιστής των διαθέσεων των λαϊκών τάξεων. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο καίριο ζήτημα, που χρειάζεται πολλή συζήτηση και ακόμα περισσότερη δουλειά.

Χαράλαμπος Γεωργούλας

Πηγή: Η Εποχή