Εφημερίδα Εποχή

03
02

Δημήτρης Χριστόπουλος: «Η κυβέρνηση επικαλείται την υγειονομική ανάγκη για αλλότριους στόχους»

Πρώτον, μας αρέσει ή όχι, η διαχείριση μιας έκτακτης ανάγκης είναι μονόπρακτο της εκτελεστικής εξουσίας. Το μονόπρακτο όμως θα κριθεί, βέβαια, στο χειροκρότημα, όπως μου είπε η Καλλιόπη Βέττα σε μια εκδήλωση, κι έχει δίκιο. Στην Αριστερά σήμερα θέλουμε επιμονή, υπομονή και τεκμηρίωση. Υπομονή γιατί το μέλλον διαρκεί. Δεν βοηθάει η εικόνα του θυμωμένου που στερήθηκε την εξουσία και βιάζεται να επανακάμψει. Η πολιτική δεν υπακούει σε αυτοματισμούς κι αυτό το βλέπουμε κατεξοχήν σήμερα που η κυβέρνηση χάνει, χωρίς να κερδίζει η αντιπολίτευση. Το δεύτερο είναι ότι παρατηρώ μια σύγχυση μεταξύ ευπρέπειας και πολιτικής αυστηρότητας. Μπορείς και πρέπει να είσαι ευπρεπής, ενώ την ίδια στιγμή να τσακίζεις τον αντίπαλο. Ευπρέπεια δεν σημαίνει πλαδαρότητα στον πολιτικό αγώνα. Σημαίνει ανάκτηση της φερεγγυότητας μέσα από τεκμηριωμένες προτάσεις κοινωνικά δίκαιων και βιώσιμων μεταρρυθμίσεων. Τρίτον, το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιβιώνει, κρατώντας ένα συμπαγές τμήμα του εκλογικού σώματος, δεν σημαίνει ότι επειδή βιώνουμε μια νέα κρίση, θα ξαναβρεθεί αυτοδικαίως μετά στη διακυβέρνηση. Αυτό είναι αφελής βολονταρισμός. Αν κάποιοι νομίζουν ότι βρισκόμαστε σε ένα νέο 2010-2012, το οποίο θα επιφέρει ζωτικούς κραδασμούς στα κυβερνητικά κόμματα, μάλλον ξεχνάνε ότι κυβερνητικό κόμμα είναι κι ο ΣΥΡΙΖΑ.
02
02

Άγγελος Σεριάτος: «Η περίοδος χάριτος για την κυβέρνηση έφτασε στο τέλος της»

Βλέπουμε από τα τελευταία ευρήματα ότι παρά τη σημαντική πτώση της ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καταγράφει θετικές μεταβολές στην πρόθεση ψήφου ούτε στους διάφορους δείκτες αξιολόγησης της αντιπολιτευτικής του αποτελεσματικότητας ή δυνητικής ικανότητας διαχείρισης της πανδημίας. Μάλιστα, ψηφοφόροι που στοιχίζονται στη ΝΔ κατευθύνονται προς την αδιευκρίνιστη ψήφο, συναντώντας ψηφοφόρους που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούλιο του 2019. Αυτή τη στιγμή, σύμφωνα με τα ευρήματά μας, η κυβέρνηση βρίσκεται κοντά στο 36-37%, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δείχνει δυναμική που μπορεί να ξεπεράσει το 25%. Δηλαδή, σε σχέση με τις εκλογές του Ιουλίου 2019 και οι δύο καταγράφουν απώλειες, με τη σημαντική υποσημείωση ότι για την κάθε κυβέρνηση κάτι τέτοιο είναι αναμενόμενο, ενώ για τον ΣΥΡΙΖΑ όχι, καθώς θα περίμενε κανείς ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, σε ένα σταθεροποιημένο ή υπό σταθεροποίηση κομματικό σύστημα μπορεί να αγκαλιάσει μια μερίδα δυσαρεστημένων από την κυβέρνηση ψηφοφόρων. Ωστόσο, νομίζω ότι οι τρεις είναι οι βασικοί λόγοι που ο ΣΥΡΙΖΑ δυσκολεύεται να αυξήσει τα ποσοστά επιρροής του: πρώτον δεν πείθει ότι διαφοροποιείται σημαντικά από τη ΝΔ σε προγραμματικό επίπεδο και δεύτερον αδυνατεί να εμπνεύσει, να καλλιεργήσει ένα όραμα σε σχέση με το πως θα μπορούσαν τα πράγματα να πάνε πραγματικά αλλιώς. Ταυτόχρονα, τα μελανά κατά τις προσλήψεις του κόσμου, σημεία της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ συντηρούν ένα σχετικά πλατύ αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύμα, το οποίο είναι και ιδεολογικά ετερόκλητο, καθώς συσχετίζεται με μια σειρά ζητήματα στα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ, είτε δεν πήγε πολύ αριστερά, είτε κατευθύνθηκε αρκετά προς τα δεξιά, είτε δεν συμπεριφέρθηκε αρκετά αντισυστημικά, όπως είχε υποσχεθεί πως θα κάνει. Εν κατακλείδι, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σαφές πως πρέπει να πείσει μερίδα της κοινωνίας που εγκαταλείπει το κυβερνών κόμμα, και η οποία έχει πιο συντηρητικές καταβολές σε σχέση με τον ιδεολογικό προσανατολισμό του κόμματος της Αριστεράς και από την άλλη είναι απαραίτητο να παγιώσει με τρόπο μακροπρόθεσμο τη σημερινή χλιαρή υποστήριξη του από μια άλλη σημαντική μερίδα αριστερών ψηφοφόρων για τους οποίους μια συγκυβέρνηση με το Κίνημα Αλλαγής θα αποτελούσε ενδεχομένως αιτία οριστικού τέλους της κριτικής στήριξης τους προς το κόμμα της Αριστεράς.
29
01

Αλέξης Ηρακλείδης: Το βασικό είναι να δείξει η Ελλάδα μια εποικοδομητική στάση

Η κοινή γνώμη έχει πολύ περιορισμένη εικόνα της πραγματικότητας, αφού οι πολιτικοί και οι αναλυτές δεν ενημερώνουν τον κόσμο, θα έλεγα δεν τολμούν (με ελάχιστες εξαιρέσεις), είτε αποσιωπούν τα δεδομένα, είτε τα ωραιοποιούν, εμφανίζοντας την Ελλάδα να έχει το δίκιο με το μέρος της και την Τουρκία να έχει άδικο και σαθρά νομικά και πολιτικά επιχειρήματα, ενώ όπως είπα αυτό δεν ισχύει. Δηλαδή λόγο του φόβου του πολιτικού κόστους, παραπλανώντας, ηθελημένα ή όχι, το ελληνικό κοινό, η ηγεσία, σήμερα αλλά και χθες (αν και ευτυχώς όχι πάντοτε) δένει τα χέρια της και αυτοπαγιδεύεται. Έτσι οι αμοιβαία συμφέρουσες λύσεις, που βέβαια προϋποθέτουν αμοιβαίο συμβιβασμό, γίνονται απείρως δυσκολότερες στην πραγματοποίηση τους, ενώ είναι ολοφάνερες και ρεαλιστικές και στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο.
18
01

Γιώργος Καπόπουλος: «Το συνυποσχετικό είναι το σημαντικότερο βήμα»

Όσο κρατά ο 61ος γύρος διαπραγματεύσεων δεν περιμένουμε προκλητικές ενέργειες, τουλάχιστον στη ρητορική ή στη μετακίνηση πλοίων στο Αιγαίο ή την Αν. Μεσόγειο. Φαίνεται να έχει διασφαλιστεί. Δεύτερον, δεν ξεκινούν οι συνομιλίες από το μηδέν. Εμείς λέμε ότι μόνο θέμα είναι η οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών. Και καλώς το λέμε. Όμως, μπορεί να γίνει οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας χωρίς η Ελλάδα να αποφασίσει σε ποιο εύρος και πού θα κάνει χρήση του δικαιώματος της επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης; Είναι δυνατό, όμως, να γίνει αυτό χωρίς να πάψει η Ελλάδα να είναι η μοναδική χώρα του κόσμου που το εύρος του εναερίου της χώρου είναι διαφορετικό από των χωρικών υδάτων; Είναι άλλο να απορρίπτεις τις εξωφρενικές αιτιάσεις της Τουρκίας ότι πρέπει όλα τα νησιά του Αιγαίου να είναι αφοπλισμένα γιατί απειλούν την ασφάλειά της και άλλο να το θέτει σαν διαπραγματευτικό χαρτί για να βαρυφορτώσει στην αρχική φάση την ατζέντα και άλλο να λες ότι μπορεί οριοθετηθεί η ΑΟΖ και η υφαλοκρηπίδα ανεξάρτητα από το αν θα κάνουμε χρήση του δικαιώματος να επεκτείνουμε τα χωρικά ύδατα. Αν φθάσουμε σε συνυποσχετικό, πρέπει να ξέρουμε πώς λειτουργεί στη Χάγη: όχι σαν βιβλίο για το δίκαιο της θάλασσας που το ανοίγουν οι δικαστές και κοιτούν ποια χώρα βρίσκεται πιο κοντά στην ερμηνεία ή παρερμηνεία του. Λειτουργούν πολιτικά. Το συνυποσχετικό είναι το σημαντικότερο βήμα διότι συμφωνείς με την άλλη πλευρά ποια είναι η διαφορά. Από το πώς διατυπώνεις τον ορισμό των διαφορών που ζητάς να σου λύσει το Δικαστήριο στην ουσία, έμμεσα, του ζητάς να “αμπαλάρει” πολιτικά έναν επώδυνο, για τους εσωτερικούς πολιτικούς συσχετισμούς, συμβιβασμό και για τις δυο πλευρές. Δεν υπάρχει διαφορετικός συμβιβασμός.
17
01

Leo Panitch-Sam Gindin: Τάξη, κόμμα και η πρόκληση του μετασχηματισμού του κράτους

Την περίοδο του νεοφιλελευθερισμού οι κρατικοί μηχανισμοί είναι στενά συνδεδεμένοι με διεθνείς οργανισμούς, συνθήκες και ρυθμίσεις που έχουν στόχο τη διαχείριση και την αναπαραγωγή του παγκόσμιου καπιταλισμού. Αυτό δεν έχει απολύτως καμία σχέση με την άποψη ότι το κεφάλαιο [μπορεί να] παρακάμπτει το εθνικό κράτος και ότι εν τέλει εξαρτάται από κάποιο διεθνικό κράτος. Τόσο η φύση της παρούσας κρίσης όσο και οι αντιδράσεις απέναντι σ’ αυτήν έχουν αποδείξει, για άλλη μια φορά, πόσο μεγάλη σημασία εξακολουθούν να έχουν τα κράτη. Ακόμα και στον πιο εκλεπτυσμένο διεθνικό θεσμικό σχηματισμό, την Ευρωπαϊκή Ένωση, το κέντρο της πολιτικής βαρύτητας δεν βρίσκεται στον υπερεθνικό κρατικό μηχανισμό που εδρεύει στις Βρυξέλλες. Αυτές που πραγματικά καθορίζουν τι είναι και τι κάνει η ΕΕ είναι, αντίθετα, οι ασυμμετρικές οικονομικές και πολιτικές σχέσεις εξουσίας [που υπάρχουν] μεταξύ των χωρών της Ευρώπης. Κάθε σχέδιο για εκδημοκρατισμό σε διεθνή κλίμακα, όπως αυτά που προτείνει η Αριστερά για την Ευρωπαϊκή Ένωση μετά την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ, εξακολουθεί να εξαρτάται από την ισορροπία των ταξικών δυνάμεων και τις επιμέρους δομές μέσα σε κάθε έθνος κράτος. Συνεπώς, οι αλλαγές στους διεθνείς θεσμούς εξαρτώνται από τους μετασχηματισμούς στο επίπεδο των εθνικών κρατών. Και οι αλλαγές στους διεθνείς κρατικούς μηχανισμούς που πρέπει να επιδιώκουν οι σοσιαλιστές είναι αυτές που θα αυξάνουν τις δυνατότητες ελιγμών μέσα σε κάθε επιμέρους κράτος. Αυτό που πρέπει να εννοούμε σήμερα όταν μιλάμε για σοσιαλιστικό διεθνισμό είναι ένας προσανατολισμός που θα έχει στόχο την αλλαγή της ισορροπίας δυνάμεων στις άλλες χώρες και στους διεθνείς οργανισμούς, έτσι ώστε να δημιουργηθεί περισσότερος χώρος για τις δυνάμεις του μετασχηματισμού σε κάθε χώρα.
15
01

Ιβάν Σεπέδα-Κάστρο: «Η ειρηνευτική διαδικασία, κλειδί για το αύριο της Κολομβίας»

Θεωρώ ότι στην Κολομβία –όπως συνέβη και σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής– έχουν αρχίσει και δημιουργούνται οι συνθήκες να νικήσει μια κυβέρνηση, και προπαντός μια πρόταση, δημοκρατικού και προοδευτικού χαρακτήρα. Το ζήτημα της ειρήνης είναι ζήτημα-κλειδί. Όπως σας είπα και παραπάνω, είναι ένα κεντρικό θέμα, υπάρχουν ωστόσο και άλλα πάνω στα οποία μπορεί να υπάρξει προγραμματική συμφωνία. Για παράδειγμα: - Η αλλαγή του ενεργειακού προτύπου για την οικονομική παραγωγικότητα, σύμφωνα με τις σημερινές επιταγές της κλιματικής αλλαγής και των επιπτώσεών της. - Η προστασία του πλούτου της χλωρίδας και της πανίδας, της βιοποικιλότητας. - Η απόλυτη ανάγκη ολοκληρωτικής αγροτικής μεταρρύθμισης, όπως αυτή που προτείνει η συμφωνία ειρήνης. - Η ανάγκη πολιτικής μεταρρύθμισης που θα μας μεταμορφώσει αληθινά σε μια δημοκρατική χώρα, και όχι απλά μια τυπική δημοκρατία – στρατιωτικοποιημένη μάλιστα, όπως επιβάλλεται σήμερα στην Κολομβία. - Η διαμόρφωση σήμερα στην ήπειρο κάποιων σχέσεων που να έχουν ταυτόχρονα ως αίτημα την εθνική κυριαρχία και το σεβασμό της, την οικοδόμηση θεσμών και την ολοκλήρωσή τους, τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων, την κοινωνική ισότητα. Υπάρχουν, κατά συνέπεια, κάποια βασικά προγραμματικά σημεία πάνω στα οποία μπορούμε να χτίσουμε μια εναλλακτική πρόταση εξουσίας, όχι μόνο η Αριστερά και οι αριστερές δυνάμεις αλλά όλες οι δημοκρατικές δυνάμεις, προκειμένου να οδηγηθούμε σε μια Κολομβία, που θα ήταν το αποτέλεσμα μιας τέτοιας διαδικασίας μετασχηματισμού.
13
01

Δανάη Κολτσίδα-Κώστας Πουλάκης: Περνάμε από το φόβο του «να ζήσω» στο φόβο «πώς θα ζήσω»

Πουλάκης: Όταν βλέπουμε ότι η συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ κινείται από το 60% έως το 70%, σημαίνει ότι ένας κόσμος που ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ τον Ιούλιο του 2019, προβληματίζεται. Αναζητεί στην κυβερνητική του θητεία όχι μόνο τα θετικά του αλλά και τις αδυναμίες και τα λάθη του. Αναζητεί έναν προγραμματικό αντιπολιτευτικό λόγο στις σημερινές συνθήκες που να απαντάει στις ανάγκες του. Αναζητεί την τεκμηριωμένη αντιπαράθεση εκπέμποντας το ύφος και το ήθος της μελλοντικής διακυβέρνησης. Αναζητεί το όραμα και την εκ νέου έμπνευση. Αυτή είναι η επικοινωνία με το ακροατήριό του, που σημειώνουμε στις Τάσεις. Να ερμηνεύσει και να άρει προβληματισμούς και απογοητεύσεις. Επιπλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ πρέπει να επικοινωνήσει με τον κόσμο που απέχει από τις εκλογές. Συγχρόνως ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ με τον πολιτικό του λόγο πρέπει να διευρύνει την πολιτική του επιρροή και το ακροατήριό του. Όλα αυτά αποτελούν ένα σύνθετο πρόβλημα, που για την αντιμετώπισή του χρειάζεται χρόνο, υπομονή και επιμονή. 
12
01

Πάνος Σκουρλέτης: Ο κόσμος δεν έχει να περιμένει κάτι θετικό από τον ανασχηματισμό

Ο ανασχηματισμός εμπεριέχει πολλά μηνύματα. Πρώτα από όλα είδαμε τη συμμετοχή αρκετών βουλευτών της περιφέρειας, επιλογή που μας προϊδεάζει για την πιθανότητα πρόωρων εκλογών. Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι σε εκείνα τα μέτωπα που η κυβέρνηση καλείται να δώσει μεγάλες μάχες, επιστρατεύθηκαν βαριά κομματικά στελέχη. Χαρακτηριστικά, ο κ. Χατζηδάκης τοποθετήθηκε για να υλοποιήσει την ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, με τη συνδρομή του υφυπουργού κ. Τσακλόγλου για να παρέχει την τεχνογνωσία. Το τρίτο στοιχείο είναι ότι η συμμετοχή σειράς στελεχών του ακραίου Κέντρου, αποτυπώνει σε μία νέα εκδοχή αυτό που ήταν η κυβέρνηση. Δηλαδή τη συνύπαρξή τους με ανθρώπους της ακροδεξιάς. Το βασικό βέβαια είναι ότι ενώ το περιτύλιγμα αλλάζει, δεν σηματοδοτείται αναπροσανατολισμός της κυβερνητικής πολιτικής. Αντίθετα, έχοντας προετοιμάσει την κυβέρνηση και για το ενδεχόμενο των εκλογών, ετοιμάζεται να υλοποιήσει, ανεξάρτητα από τις συνθήκες της υγειονομικής κρίσης, μιας σειρά κρίσιμων για αυτήν πολιτικών, οι οποίες έχουν ένα ακραία, ταξικό, νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα.
05
01

Αριστείδης Μπαλτάς: Ο κόσμος αλλάζει ραγδαία. Ένας λόγος ελπίδας μπορεί να διαμορφωθεί

Η πανδημία ανέδειξε παντού τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας υγείας, αλλά και τα δημόσια αγαθά και «τα κοινά» ή το αίτημα ευρύτατης αλληλεγγύης, κυρίως απέναντι σε όσες ή όσους μάχονται στην πρώτη γραμμή ή βρίσκονται αποκλεισμένοι στο περιθώριο. Όπου στην Ελλάδα μόνη συμβολή του ιδιωτικού τομέα υπήρξε το παζάρι για δήθεν «επιτάξεις» κλινικών ή ΜΕΘ και η υποδοχή «πελατών» για τα τεστ. Και όντως ανέδειξε  τα επίδικα της λεγόμενης «πράσινης ανάπτυξης»: το «πρασίνισμα» ως νέο πεδίο ασύστολης κερδοφορίας του κεφαλαίου ή ως νέα μορφή οργάνωσης των ανθρώπινων κοινωνιών που θα έχει κατανοήσει εις βάθος ότι το ανθρώπινο είδος είναι μέρος, όχι κυρίαρχος, της φύσης και μάλιστα συχνά περισσότερο ευάλωτο από άλλα. Τα ζητήματα αυτά έχουν αναδειχθεί στη δημόσια σκηνή και από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ τουλάχιστον όσο μπορεί να το κάνει με τις δικές του δυνάμεις ή μέσα από τις ελάχιστες ρωγμές που αφήνει η φίμωση και η άτεγκτη λογοκρισία. Βεβαίως υπάρχουν κενά και ελλείμματα. Τα οποία ωστόσο προσπαθούμε να καλύψουμε ενόσω αντιπαλεύουμε την πλήρη «ορμπανοποίηση» της χώρας που επιδιώκει να επιβάλει η κυβέρνηση Μητστοτάκη. Δηλαδή τη θωράκιση του καθεστώτος που οικοδομεί προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι εκρήξεις του συσσωρευόμενου πόνου και της συσσωρευόμενης οργής. Φαίνεται πως η κυβέρνηση φοβάται μια κοινωνική συνθήκη ανάλογη εκείνης που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση της χώρας... (...) Η στοχοποίηση των νέων ήταν η πρώτη πράξη της κυβέρνησης, γιατί ξέρει πως αυτοί είναι οι πρώτοι που θα πουν «Ως εδώ». Και είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι οι νέοι σήμερα επιδεικνύουν μεγάλη ευαισθησία σε ζητήματα αλληλεγγύης, δημοκρατίας, ελευθερίας, οικολογίας, δικαιωμάτων. Και ότι διαβάζουν πολύ και σκέφτονται πολύ. Παραγωγικά και δημιουργικά. Αλλά δεν έλκονται από τα κόμματα ως μορφή οργάνωσης.  Από τη δική μας πλευρά οφείλουμε να κατανοήσουμε το γιατί, δικαιώνοντάς τους όπου έχουν δίκιο, αλλά χωρίς να τους κολακεύουμε. Άλλωστε το απεχθάνονται. Αλλά να τους πείσουμε ότι το πολιτικό συμπυκνώνει το κοινωνικό. Πάντα. Και άρα ότι ως πολίτες μετέχουμε στο πολιτικό θέλοντας και μη. Και ότι εξαρτάται αποκλειστικά από μας ποια μορφή πολιτικής οργάνωσης θέλουμε και μπορούμε να οικοδομήσουμε (...) Βρισκόμαστε εν μέσω της ιδεολογικής και ηθικής κατάρρευσης ολόκληρου του πολιτισμού του κεφαλαίου. Και νομίζω πως συμφωνούμε επί της ουσίας όλοι. Το δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» τείνει να γύρει άλλη μια φορά υπέρ της βαρβαρότητας. Οπότε όντως οφείλουμε να σηκώσουμε ξανά τη σημαία του σοσιαλισμού. Με αυτοπεποίθηση και επιθετικά. Προσδίδοντάς του τατόχρονα το συγκεκριμένο περιεχόμενο που μπορεί να έχει στις μέρες μας. Με πλήρη επίγνωση του βάρους της λέξης στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Είναι ίσως αυτό το βάρος που δημιουργεί δισταγμούς ως προς τη χρήση του όρου. (...)  Η πανδημία έφερε στο προσκήνιο τις πάγιες αρχές της Αριστεράς: ψωμί, παιδεία, υγεία, ελευθερία, αλληλεγγύη, δημοκρατία, δήμοσια αγαθά, ισότητα, ειρήνη, ριζοσπαστική οικολογική πολιτική. Στη βάση αυτών των αρχών η Αριστερά καλείται να απαντήσει στα μεγάλα ερωτήματα των καιρών. Πώς υπερασπιζόμαστε τη δημοκρατία, την ισότητα, την ελευθερία, τη δημόσια υγεία και παιδεία, την εργασία, την ειρήνη. Πώς αντιμετωπίζουμε την «πράσινη ανάπτυξη» και την 4η Βιομηχανική Ανάπτυξης προς όφελος των δυνάμεων της εργασίας. Πώς διευρύνουμε κάθε φορά το εφικτό προς την κατεύθυνση του σοσιαλισμού.
01
01

Τζον Γκραλ: «Τα μεγάλα θύματα ενός “σκληρού” Brexit θα είναι η εργατική τάξη και οι νέοι»

Οι μεγάλοι χαμένοι ενός «σκληρού» Brexit θα είναι η εργατική τάξη, οι φτωχοί, οι νέοι, αυτοί που εργάζονται σε βιομηχανίες που έχουν στενή σχέση εξάρτησης από τους παραγωγούς της ΕΕ, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία (προφανώς, υπάρχει μια αλληλοεπικάλυψη αυτών των κατηγοριών). Δεν είναι ακόμα σαφές πόσο θα πληγούν οι επιμέρους χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, αλλά είναι αδιαμφισβήτητο ότι ως σύνολο θα υποστούν κάποιο πλήγμα λόγω της μετατροπής της Βρετανίας σε «τρίτη χώρα», έστω και αν θα υπάρξουν και κάποιοι κερδισμένοι όπως ορισμένα αντισταθμιστικά κεφάλαια υψηλού κινδύνου (hedge funds). Οι επιπτώσεις της αποχώρησης από την ΕΕ δεν είχαν γίνει κατανοητές στην αρχή αυτής της διαδικασίας, εν μέρει επειδή ούτε οι ίδιοι οι υποστηρικτές της μπορούσαν να τις συλλάβουν και εν μέρει επειδή, με δεδομένη την ύπαρξη αντιτιθέμενων συμφερόντων εντός της συμμαχίας του Brexit, οι υπερβολικές λεπτομέρειες για την μορφή της ρήξης θα υπονόμευαν την ενότητά της. Ευρείες απώλειες θα υπάρξουν και στην ευρωπαϊκή πλευρά, με τον μεγάλο χαμένο να είναι η Ιρλανδία. (...) Τα ιδεολογικά προβλήματα των υποστηρικτών του Brexit είναι αναπόφευκτα: ή θα τροποποιήσουν τη θέση τους αμβλύνοντας την πίεση για εθνική «κυριαρχία» προκειμένου να προστατεύσουν τις οικονομικές σχέσεις, ή θα βυθίσουν τη χώρα σε μια βαθιά και παρατεταμένη οικονομική κρίση. Στους Εργατικούς, ο Κόρμπιν δεν τα κατάφερε να αντιμετωπίσει το ευρωπαϊκό ζήτημα, ενώ η νέα ηγεσία του κόμματος δεν έχει ένα πειστικό μοντέλο για τις μελλοντικές σχέσεις με την ΕΕ. Εκείνες οι πολιτικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να επωφεληθούν από αυτή την κατάσταση, όπως οι Πράσινοι (των οποίων είμαι μέλος), εμποδίζονται από το [ακραία πλειοψηφικό] εκλογικό σύστημα, κάτι που ισχύει και για τις δυνάμεις της Δεξιάς, όπως αυτές που βρίσκονται κοντά στον Νάιτζελ Φάρατζ. Το μεγαλύτερο τμήμα της Αριστεράς είναι φιλοευρωπαϊκό, ενώ το ίδιο ισχύει και για όσους /ες έχουν ηλικία μικρότερη των 45 ετών. Το πρόβλημα είναι το χάσμα απόψεων και στάσεων που υπάρχει στο εσωτερικό του Εργατικού Κόμματος και της εργατικής τάξης της Αγγλίας. Όλη αυτή η ιστορία του Brexit έχει ενισχύσει τις αποσχιστικές τάσεις στην Σκωτία και την Ουαλία, ενώ η Βρετανία έχει ουσιαστικά χάσει τη Βόρεια Ιρλανδία με την εισαγωγή εμπορικών φραγμών στην Ιρλανδική Θάλασσα. [ΣτΜ: Αυτή η «απώλεια βρετανικού εδάφους» οφείλεται στο γεγονός ότι εξαιτίας της ανάγκης να διατηρηθεί η ελεύθερη διεξαγωγή εμπορίου μεταξύ της βρετανικής Βόρειας Ιρλανδίας και της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας που προβλέπεται από την βρετανο-ιρλανδική ειρηνευτική του 1998, γνωστής και ως Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής, η Βρετανία υποχρεώθηκε να δεχθεί την ύπαρξη ελέγχων στο εμπόριο μεταξύ αυτής και της Βόρειας Ιρλανδίας. Ως γνωστόν, οι δύο χώρες χωρίζονται από την Ιρλανδική Θάλασσα]. Ο θρίαμβος ενός ξενοφοβικού και αυταρχικού Συντηρητικού Κόμματος μπορεί πράγματι να αποφευχθεί, όχι επικροτώντας την αποχώρηση από την ΕΕ, αλλά βάζοντας τα συμφέροντα της εργατικής τάξης στο επίκεντρο των θέσεων της Αριστεράς.