Συνεντεύξεις

Στέφανος Δημητρίου: Η βελτίωση της ζωής των πολλών είναι το ζητούμενο

Ο κύκλος της ΔΕΘ ολοκληρώθηκε και έχουμε πια μία εικόνα από τις θέσεις και τις στρατηγικές των κομμάτων. Ποια η εκτίμησή σου για τον χειμώνα που έρχεται, πολιτικά;
 
Νομίζω ότι βαδίζουμε σε μία περίοδο κυβερνητικής αστάθειας, με μία κυβέρνηση πλήρως απονομιμοποιημένη σε επίπεδο στοιχειώδους πολιτικής ηθικής και δεοντολογίας. Είναι αδύνατον πια να αρνηθεί κανείς την αντικειμενικότητα της πολιτικής ευθύνης. Η πολιτική ευθύνη συστοιχεί πλήρως προς την ανάληψη πολιτικής αρμοδιότητας και εξουσίας. Η συγγνώμη που ζήτησε ο πρωθυπουργός δεν επιβεβαιώνει απλώς ότι «χάθηκε το φιλότιμο», κατά τη γνωστή έκφραση, αλλά ότι πλήττονται καίρια τα δικαιοκρατικά χαρακτηριστικά της δημοκρατίας. Η δυτική δημοκρατία είναι συνταγματική και δικαιοκρατούμενη. Εάν απαλειφθεί αυτό το δεύτερο συστατικό στοιχείο της, δηλαδή το κράτος δικαίου, τότε παύει να υφίσταται.
 
 
Το σκάνδαλο των υποκλοπών μπορεί να λειτουργήσει ως αφύπνιση για την προάσπιση της δημοκρατίας;
 
Οι άνθρωποι πλήττονται από την ακρίβεια, ξέρουν ότι το χειμώνα θα κρυώνουν και γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει τίποτα που θα τους προστατεύει. Ταυτόχρονα, η δημοκρατία για αυτούς αποδεικνύεται αναξιόπιστη, διότι φαίνεται αδύναμη ως προς το να εγγυηθεί στοιχειώδη δικαιώματα. Για μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού αυτό εκδηλώνεται ως πιο έντονη και ριζική αμφισβήτηση του πολιτεύματος. Δεν είναι καθόλου αυτονόητο, λοιπόν, ότι θα υπάρξει ενός είδους δημοκρατικός συναγερμός για την προάσπιση του πολιτεύματος, βασικά στοιχεία της ταυτότητας του οποίου αλλοιώνονται από τα πεπραγμένα της κυβέρνησης. Μπορεί να συμβεί και το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή το αίσθημα της διάχυτης ανασφάλειας, που ίσως εκδηλωθεί ως ανεξέλεγκτη οργή, να εκδηλωθεί και ως αμφισβήτηση της δημοκρατίας. Δεν σημαίνει αυτό ότι οι πολίτες είναι παντελώς αδιάφοροι για το σκάνδαλο των υποκλοπών. Σημαίνει ότι προκρίνουν το τι επηρεάζει την καθημερινότητά τους. Η δημοκρατία, δυστυχώς, δεν φαίνεται να είναι η έγνοια τους.
 
 
Προκάλεσε, από τη μία, την αντίδραση των διανοουμένων, των πολιτικών κομμάτων και των θεσμών ακόμα και, από την άλλη, η κοινωνία βρίσκεται σε σίγαση. Τι δείχνει αυτό; Μια σιωπηρή αποδοχή ή απογοήτευση και απόσυρση;
 
Έχουμε έναν αξιοσημείωτο συνασπισμό πολιτικών κομμάτων, ακαδημαϊκών και μίας μερίδας πολιτών. Δεν ξέρω πόσο αυτό επηρεάζει την κοινωνία. Ο κοινωνικός κατακερματισμός έχει ενταθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να βλέπει κανείς τη διάχυτη βία σχεδόν σε όλες τις εκφάνσεις του κοινωνικού βίου. Αρκεί να παρατηρείς τον κόσμο στην καθημερινότητά του. Φαίνεται η σχεδόν πλήρης διάλυση του κοινωνικού ιστού. Και αυτό είναι επίφοβο.
 
 
Η κυβέρνηση περνά νόμους και διατάξεις που επιτείνουν ακόμα περισσότερο την κατάσταση που περιγράφεις, για παράδειγμα με τις ιδιωτικοποιήσεις ή το ξήλωμα περιβαλλοντικών νόμων. Η κοινωνία δεν πρέπει να αντιδράσει;
 
Συμφωνώ ότι πρέπει, έχω όμως επιφυλάξεις για το αν θα γίνει αυτό που πρέπει. Η κοινωνία συμπεριφέρεται σαν να μην την αφορά η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ ή του νερού. Και αυτό επισφραγίζει την εδραίωση του νεοφιλελευθερισμού και ως νοοτροπικής στάσης. Αυτό σημαίνει ότι ιδιωτικοποιείται η δημόσια σφαίρα. Η δημόσια σφαίρα είναι το πεδίο στο οποίο βλασταίνει η πολιτική. Και ο λόγος που η κοινωνία δεν θα αντιδράσει είναι, εν τέλει, γιατί δεν μπορεί να συμμετέχει στο δημόσιο γεγονός, που είναι η πολιτική. Αποσύρεται από τη δημόσια σφαίρα. Αλλά αυτή είναι το δημόσιο πρόσωπο όλων μας. Μόνο εντός αυτής μπορούμε να έχουμε ισότιμες συμβιωτικές σχέσεις ως πολίτες, ως ισοτίμως αλληλοαναγνωριζόμενα πρόσωπα.
 
 
Μήπως πρώτα αποσύρθηκαν τα κόμματα; Από τα πολιτικά προγράμματα που ξεδιπλώθηκαν στη ΔΕΘ δεν υπήρχε το στοιχείο της προάσπισης των ατομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, της άρσης του κοινωνικού αποκλεισμού. Εδώ ο Αλ. Τσίπρας στη ΔΕΘ μιλώντας για το μεταναστευτικό ζήτημα, είπε ότι μπορούν να δουλέψουν μονάχα ως εργάτες γης, ιδέα που εμβαθύνει τις κοινωνικές ανισότητες.
 
Θα πω και ναι και όχι. Η απόσυρση αυτή υπάρχει και είναι ανοιχτό ζήτημα το πώς αντιμετωπίζεται. Το αξιακό σύστημα της Αριστεράς, κατά μία έννοια, αποδιοργανώνεται, για πάρα πολλούς λόγους. Ένας από αυτούς είναι ότι πια δεν είναι πολύ ζωντανή η παράδοσή της. Διότι σπουδαίες οι θεωρίες, αλλά η Αριστερά δεν ήταν ποτέ μόνο αναλύσεις και μόνο διανόηση. Υπήρχε ένας πραγματικός κόσμος, όπου κάθε άνθρωπος –με τα συν και τα πλην του- ήταν ένα σύμπαν ολάκερο, μοναδικό. Ήταν παράδειγμα του τι είναι ο αριστερός πολίτης. Συνεπώς, είμαστε υποχρεωμένοι να προχωρήσουμε αλλιώς. Η Αριστερά του 21ου αιώνα δεν μπορεί να είναι μία επανάληψη της Αριστεράς του 20ου. Τώρα, ο κοινωνικός αποκλεισμός δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί, εάν δεν αντιμετωπιστεί το ζήτημα των κοινωνικών ανισοτήτων. Ο κοινωνικός κατακερματισμός αφορά και την πολιτική υποαντιπροσώπευση, διότι οι αγρίως πληττόμενοι από τις κοινωνικές ανισότητες είναι αυτοί που μένουν έξω από το λεγόμενο δημοκρατικό, πολιτικό παιχνίδι. Από τον κοινωνικό αποκλεισμό κερδίζει όντως ο ριζοσπαστισμός, ο οποίος, όμως, δεν είναι κατ’ ανάγκη αριστερός ή προοδευτικός. Μπορεί να είναι και ακροδεξιός. Και αυτό βλέπουμε να συμβαίνει και στην υπόλοιπη την Ευρώπη, όπου έχουμε μια ριζοσπαστική καμπή, αλλά δυστυχώς όχι αυτή που θα θέλαμε. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει η Αριστερά να γίνει περισσότερο αντισυστημική, διότι έτσι θα αφήσει όλο το πεδίο ανοιχτό στην άκρα δεξιά. Το ζήτημα, λοιπόν, είναι η περαιτέρω κραταίωση των δημοκρατικών, πολιτικών θεσμών και η δέσμευση σε μια πολιτική φροντίδας και αλληλεγγύης για κάθε άνθρωπο που υποφέρει. Αυτό καταλήγει σε ένα πολιτικό πρόγραμμα, το οποίο θα αποσκοπεί σε έναν ριζικό, συνεχή μετασχηματισμό της καθημερινότητας των ανθρώπων. Η καθημερινότητα όμως είναι πλέον βίαιη. Η ατομική πρακτική δεν έχει πια αναφορά σε κανόνες ισότιμης συνύπαρξης, διότι καταρρέουν οι παραστάσεις κοινών αξιών. Ο κοινωνικός κατακερματισμός εξηγεί και την κοινωνική βία και το σχεδόν μίσος για τους άλλους. Το μίσος αναδιοργανώνει πλέον τις κοινωνικές σχέσεις. Η ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων κοινωνικοποιεί το μίσος. Η καθημερινότητα θα είναι και το διακύβευμα των εκλογών, διότι δεν υπάρχει τίποτα πιο ριζοσπαστικό από το να μπορείς να βελτιώνεις την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Και σε αυτό το μείζον διακύβευμα απάντησε πολύ καλά ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ στη ΔΕΘ, με μία ομιλία που αποτελεί ένα πολύ καλό ξεκίνημα, ώστε ο ΣΥΡΙΖΑ να μπορέσει να αποκαταστήσει το έλλειμα αξιοπιστίας που παρουσίασε, ιδίως από το 2017 και μετά. Η παρουσία του Αλέξη Τσίπρα ήταν πραγματικά πολύ καλή.
 
 
Δεν είναι, όμως, μόνο η οικονομική κρίση που διατρέχει την κοινωνία αλλά είναι και η υγειονομική κρίση, η κλιματική καταστροφή, ο φόβος του πολέμου, ζητήματα μείζονα που συσκοτίζονται και η Αριστερά οφείλει να προτάσσει και να απαντά.
 
Το ότι υπάρχουν πολλαπλές κρίσεις είναι το κλειδί του προβλήματος. Θα πρέπει να ανακατασκευάσουμε τη θεωρία που έχουμε περί κράτους και να συλλάβουμε την έννοια του κράτους όχι απλώς ως ενός πυκνωτή ιδεολογικών και πολιτικών συσχετισμών, αλλά και ενός μηχανισμού αποτελεσματικής διαχείρισης και αντιμετώπισης των πολλαπλών κρίσεων. Έτσι θα αναπροσδιορίσουμε το ζήτημα της ασφάλειας, αντί να το εκχωρούμε στην Δεξιά, διότι οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται το κράτος ως ένα μηχανισμό εχθρικό προς αυτούς, επειδή δεν μπορεί να τους εγγυηθεί ασφάλεια για τα στοιχειώδη. Επομένως, αυτή η κρίση των κρατικών λειτουργιών απολήγει σε κρίση και της δημοκρατίας και της ίδιας της πολιτικής. Οι πολίτες ταυτίζουν το κράτος και τον μηχανισμό των συναφών λειτουργιών του με το πολίτευμα.
 
 
Στη ΔΕΘ, ο Κ. Μητσοτάκης παρουσίασε πρόγραμμα δεκαετίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσίασε το πρόγραμμα της επόμενης μέρας. Πώς θα επουλωθεί το τραύμα της αξιοπιστίας, όταν δεν διαφαίνεται και το όραμα; Η κυβέρνηση της ΝΔ βρέθηκε μπροστά σε σκόπελους και τους πέρασε, όχι προς όφελος του λαού, αλλά χωρίς ζημία σε βάρος της.
 
Διότι ξέρει τι θέλει. Και αυτό το οποίο αναζητεί είναι το πώς θα επιτύχει αυτό που επιδιώκει. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, από το 2019 – και μέχρι λίγο μετά το πρόσφατο συνέδριο – ήταν σε «κενό αέρος» ως προς τον στρατηγικό του προσανατολισμό και αυτό το έδειχνε και η απουσία συνεκτικού προγραμματικού λόγου. Χρειάζεται μία συνεκτική προγραμματική πρόταση, που θα συνδυάζει την οικονομική ανάπτυξη με την κοινωνική δικαιοσύνη, όχι ως ευχή προς εκπλήρωση, αλλά ως πολιτική που θα είναι διακριτή στον μετασχηματισμό της καθημερινότητας και τον εκσυγχρονισμό του κράτους. Ζητούμενο θα είναι η αναδιοργάνωση της δημόσιας σφαίρας. Μόνον έτσι θα επιτευχθεί ο ηγεμονικός πολιτικός λόγος. Είναι ο λόγος που θα εκφέρει το περιεχόμενο ενός μεταρρυθμιστικού προγράμματος, το οποίο θα αποσκοπεί στην ανόρθωση της κοινωνίας και τη θεσμική ανανέωση της δημοκρατίας. Αναφέρομαι σε θεσμική ανανέωση και όχι αναδιάρθρωση της δημοκρατίας, διότι η τελευταία μπορεί να εκληφθεί και ως κίνδυνος για τις οργανωτικές αρχές του πολιτεύματος. Όμως και η μεταρρυθμιστική, ανορθωτική πολιτική και η θεσμική ανανέωση της δημοκρατίας απαιτούν ευρύτερες και βαθύτερες συναινέσεις, με σκοπό τη δημιουργία ενός ισχυρού, πλειοψηφικού ρεύματος στην κοινωνία. Αυτή είναι και η πρόκληση για τη συνεργατική προοδευτική διακυβέρνηση. Εάν οι συντελεστές της αποτύχουν να συνεργαστούν, τότε θα προστεθεί άλλο ένα μεγάλο κεφάλαιο στο βιβλίο των χαμένων ευκαιριών, που γράφτηκε από λίγους και περιλαμβάνει τις ιστορίες της ζωής των πολλών. Η βελτίωση της ζωής των πολλών είναι το ζητούμενο. Χωρίς αυτήν, όλα τα άλλα θα είναι κενόηχη μεγαλαυχία.
 
 
Αφού η κυβέρνηση έχει υπερθεματίσει πάνω στον κίνδυνο του εσωτερικού εχθρού, τώρα χαρακτηρίζει τις κυβερνήσεις συνεργασίας ως «τερατογένεση». Ζούμε σε μία καχεκτική δημοκρατία;
 
Αυτός ο χαρακτηρισμός προσβάλλει την πολιτική δημοκρατία και τη δημοκρατική, πλουραλιστική κοινωνία. Οι κυβερνήσεις συνεργασίας είναι επιτεύγματα του πολιτικού πλουραλισμού και του αντίστοιχου δικαιοπολιτικού πολιτισμού. Η δημοκρατία μας θα είναι καχεκτική όσο πλήττεται το κράτος δικαίου, το οποίο είναι η εγγυητική δύναμη των δικαιωμάτων. Αυτό διασφαλίζει τις θεσμικές εγγυήσεις ως προς τη λειτουργία της δημοκρατίας. Χωρίς αυτό, υφίσταται λειτουργική εμπλοκή και η κοινωνία των πολιτών και το πολιτικό σύστημα.
 
 
Η πανεπιστημιακή αστυνομία ολοκληρώνει το σχεδιασμό της κυβέρνησης για ένα περίκλειστο πανεπιστήμιο, απομονωμένο από την κοινωνία, παραδομένο στις αγορές. Τι εξυπηρετεί αυτή η συνεχής στοχοποίηση;
 
Είναι επαρκής η ανακοίνωση της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Θεσσαλονίκης και η τοποθέτηση του προέδρου της. Η πολιτική της κυβέρνησης αναζητεί τον εσωτερικό εχθρό στους φοιτητές και την ακαδημαϊκή κοινότητα. Αν δεν ήθελε αυτό, θα είχε καταθέσει έναν λιτό νόμο-πλαίσιο, με επαρκή χρόνο διαβούλευσης. Επίσης, αν ήθελε να αντιμετωπίσει περιπτώσεις βίαιων γεγονότων ή παραβατικών συμπεριφορών, θα μπορούσε να το κάνει σε ένα πνεύμα αναζήτησης κοινών λύσεων, το οποίο δεν περιλαμβάνει την αστυνομία μέσα στα πανεπιστήμια. Και πάλι θα επικαλεστώ τους Αστυνομικούς Υπαλλήλους Θεσσαλονίκης που είπαν ότι πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχει αστυνομία μέσα στα πανεπιστήμια. Η ΝΔ είπα και πριν ξέρει τι θέλει. Αναζητεί τον πιο αποτελεσματικό τρόπο για να επιτύχει την ολιγαρχική πολιτική της. Και για να επιτύχει τέτοιου είδους σαρωτικές αλλαγές, δεν χρειάζεται δημοκρατική πολιτική. Αυτή σημαίνει εκτενέστερη διαβούλευση, επίτευξη βαθιών συναινέσεων και συγκλίσεων. Η αστυνομία στα πανεπιστήμια είναι ένα στρατηγικό μέσο καταστολής, για να εξυπηρετήσει τη στρατηγική της έντασης και ταυτόχρονα αποτελεί και έναν αντιπερισπασμό, όταν αυτός είναι αναγκαίος. Αυτό εξηγεί και τη συνειδητή αδιαλλαξία του υπουργείου Παιδείας. Ο νόμος αυτός αντιβαίνει προς τη δημοκρατική αρχή. Κατά συνέπεια είναι ένας νόμος που επιβάλλει ολιγαρχικό μοντέλο διοίκησης και αρμόζει πλήρως στην αντίληψη του κυβερνώντος κόμματος για τη φύση και την άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας. Τώρα φαίνεται ξεκάθαρα η συμφυής σχέση πανεπιστημίου και δημοκρατίας. Την αναδεικνύει ο κίνδυνος που αντιμετωπίζουν και τα δύο. Το εριζόμενο θέμα είναι αυτός ο κίνδυνος θα αναδείξει και ένα κοινό καθήκον.
 
Ιωάννα Δρόσου, Παύλος Κλαυδιανός