Συνεντεύξεις

Γιώργος Καπόπουλος: «Άλυτα προβλήματα δεν υπάρχουν, ηγεσίες χρειάζονται που θα αναλάβουν το κόστος ενός συμβιβασμού»

Γιατί προέκυψε σ’ αυτή τη χρονική συγκυρία το τουρκολιβυκό σύμφωνο για τους υδρογονάνθρακες και ποιους σκοπούς της Άγκυρας μπορεί να εξυπηρετήσει;
 
Κύρια επιδίωξη της Τουρκίας είναι η εφ’ όλης της ύλης δύσκολη διαπραγμάτευση που διεξάγει εδώ και αρκετούς μήνες με τις ΗΠΑ. Έτσι πρέπει να ερμηνεύουμε όλες τις τελευταίες κινήσεις της. Από την εμπρηστική ρητορική κατά της Ελλάδας μέχρι το ξανάνοιγμα του λιβυκού και την αναδίπλωση του Ερντογάν στη Μέση Ανατολή. Θυμίζω ότι τα τελευταία χρόνια, η Τουρκία είχε έρθει σε σύγκρουση με τους πιστούς συμμάχους των ΗΠΑ, στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, στη Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ. Όλα υποτάσσονται στη σκοπιμότητα της διαπραγμάτευσης με τις ΗΠΑ που έχει σχέση συγκοινωνούντων δοχείων με το εσωτερικό μέτωπο στην Τουρκία, με την πιθανότητα δηλαδή να χάσει τις εκλογές ο Ερντογάν. Ουσιαστικά για τον τούρκο πρόεδρο δεν υπάρχει αυτό το σενάριο. Ή πρέπει να κερδίσει τις εκλογές καταφεύγοντας σε θεμιτά και αθέμιτα μέσα ή να τις αναβάλλει επικαλούμενος το άρθρο του τουρκικού συντάγματος που λέει ότι όταν υπάρχουν έκτακτες περιστάσεις, ο πρόεδρος μπορεί να αναβάλλει τις εκλογές για ένα ή και δύο χρόνια.
 
 
Αλήθεια, τι είναι αυτό που φοβάται ο Ερντογάν;
 
Μετά τα όσα έχει κάνει από το 2016 και μετά και την αυταρχική εκτροπή του καθεστώτος που δεν κρατά πια ούτε τα προσχήματα στην καλύτερη των περιπτώσεων, αν βρεθεί εκτός εξουσίας, θα πάει φυλακή. Όσο για τη χειρότερη περίπτωση, αρκεί να διαβάσει κανείς την τουρκική ιστορία των τελευταίων δεκαετιών…
 
 
Για να επιστρέψω στο τουρκολιβυκό σύμφωνο, η νομιμότητά του αμφισβητείται έντονα και όχι μόνο από την Ελλάδα.
 
Φαίνεται ότι η διαπραγμάτευση του Ερντογάν με τις ΗΠΑ δεν εξελίσσεται με όλα τα ντοσιέ ανοιχτά. Αυτή τη στιγμή, οι ΗΠΑ δίνουν προτεραιότητα στην άρση του βέτο της Τουρκίας για την είσοδο της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Αν ο Ερντογάν εξυπηρετήσει αυτό το στόχο, έχει ένα περιθώριο ανοχής από πλευράς ΗΠΑ και Δύσης για να συνεχίσει τη διπλωματία της αναστάτωσης. Στις εξελίξεις της εβδομάδας που πέρασε φάνηκε και το αντίτιμο που κατέβαλαν οι ΗΠΑ στον Ερντογάν. Το αντίτιμο ήταν το να πάει στο ανώτατο δικαστήριο των ΗΠΑ η υπόθεση της τουρκικής τράπεζας Halkbank στην οποία εμπλέκεται η οικογένεια και το άμεσο πολιτικό περιβάλλον του Ερντογάν. Με το που πήγε ο Σάλιβαν στην Κωνσταντινούπολη, ενεργοποιήθηκε η έφεση της Halkbank και μ’ αυτόν τον τρόπο οι Αμερικανοί έδωσαν μία έξοδο κινδύνου. Από την άλλη πλευρά, ο Τσαβούσογλου την επόμενη μέρα έφυγε για τη Λιβύη θέλοντας να δείξει ότι η Τουρκία λαμβάνει υπόψη τις αντιρρήσεις των Αμερικανών για τη δραστηριοποίησή της στη Μέση Ανατολή αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αποσύρεται.
 
 
Αρα, αυτό που καταλαβαίνουμε είναι ότι για τις ΗΠΑ η Τουρκία παραμένει μία σημαντική χώρα στην Ανατολική Μεσόγειο…
 
Ο μεγάλος φόβος της Τουρκίας είναι μήπως η γεωπολιτική αξία του οικοπέδου της, που βρίσκεται σε μία κρίσιμη περιοχή, παρακαμθεί από τους Αμερικανούς μέσω της μεταφοράς μιας σειράς δραστηριοτήτων και στρατιωτικών διευκολύνσεων στην Ελλάδα. Η Αλεξανδρούπολη, για παράδειγμα. Δεν φοβάται ο Ερντογάν μήπως οι ΗΠΑ τού κηρύξουν πόλεμο εφορμώντας από την Αλεξανδρούπολη, φοβάται απλά ότι οι ΗΠΑ στήνουν μία λεωφόρο παράκαμψης του Βοσπόρου και του Ελλησπόντου ώστε η προώθηση στρατιωτικών ενισχύσεων προς Βορρά, και τώρα συγκεκριμένα για τον πόλεμο της Ουκρανίας, να μην έχει ανάγκη τη συγκατάθεση της Τουρκίας.
 
 
Την αντίδραση της Αθήνας σε όλα όσα συνέβησαν την τελευταία εβδομάδα πως την κρίνετε; Λέγεται ότι η ελληνική κυβέρνηση σέρνεται πίσω από τις εξελίξεις.
 
Είναι πολύ σύνθετο το πρόβλημα, χωρίς να θέλω να αποσείσω τις ευθύνες για τη στάση της Αθήνας. Παράλληλα με τη διαπραγμάτευση ΗΠΑ-Τουρκίας έχει ανοίξει και ένα νέο κεφάλαιο, η σχέση της Τουρκίας με την ευρωπαϊκή πολιτική κοινότητα, την πρωτοβουλία του Μακρόν δηλαδή να υπάρξει ένα φόρουμ για θέματα ασφαλείας και άμυνας της ΕΕ στο οποίο μετέχουν η Βρετανία, η Τουρκία και μία σειρά από πρώην σοβιετικές δημοκρατίες και χώρες των δυτικών βαλκανίων. Τα πράγματα είναι πολύ ρευστά. Δεν έχει ξεκαθαρίσει ακόμα το που βρίσκεται η πραγματική στόχευση της Τουρκίας.
 
 
Ακούστηκε και η πρόταση, από τον πρώην ΥΠΕΞ Νίκο Κοτζιά, να επεκτείνει η Ελλάδα την αιγιαλίτιδα ζώνη της νοτίως και ανατολικά της Κρήτης στα 12 μίλια.
 
Οι μερικές επεκτάσεις της αιγιαλίτιδας ζώνης έχουν ένα πλεονέκτημα και ένα μειονέκτημα. Το πλεονέκτημα είναι ότι δείχνεις την πρόθεσή σου να προχωρήσεις σ’ αυτό που είναι δικαίωμά σου από το δίκαιο της θάλασσας. Το μειονέκτημα είναι ότι αναγνωρίζεις, εμμέσως πλην σαφώς, ότι υπάρχει πρόβλημα.
 
 
Ο κόσμος πάντως έχει μία αγωνία μήπως φτάσουμε σε κάποιο θερμό επεισόδιο με την Τουρκία. Ποια είναι η δική σας προσέγγιση σ’ αυτό;
 
Νομίζω ότι ο Ερντογάν βρίσκεται ακόμα στο σενάριο της ελεγχόμενης κρίσης. Με τις ελεγχόμενες κρίσεις όμως υπάρχει ένα πρόβλημα, καμιά φορά γίνονται ανεξέλεγκτες. Όταν φτάνουμε σε πρωτοφανή ρητορική και στην… άλωση της Τριπολιτσάς που έγινε τον Σεπτέμβριο του 1821, καταλαβαίνει κανείς ότι έχουν απασφαλίσει. Όλα αυτά μάς αναγκάζουν να στρέψουμε το βλέμμα προς το παρελθόν και να δούμε το εξής: Όταν υπάρχει πρόθεση για υπέρβαση του παρελθόντος, αυτό γίνεται επί τόπου. Το 1929 όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος συναντήθηκε με τον Κεμάλ και με τον Ινονού στην Άγκυρα είχαν περάσει μόλις επτά χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή ενώ η πολιτική και η εκλογική βάση του Βενιζέλου ήταν κυρίως οι πρόσφυγες. Και όμως, ο Βενιζέλος τόλμησε την εκκαθάριση των εκκρεμοτήτων. Άρα, δεν υπάρχουν προβλήματα που να είναι άλυτα, υπάρχουν ηγεσίες που είναι πρόθυμες ή απρόθυμες να αναλάβουν το κόστος που προϋποθέτει ένας συμβιβασμός. Αυτό, βέβαια, ισχύει και για τις δύο πλευρές.
 
 
Μήπως η ελληνική εξωτερική πολιτική εγκλωβίζεται στο δόγμα ότι η διαφορά με την Τουρκία είναι μόνο μία, η υφαλοκρηπίδα, και καμία άλλη;
 
Αυτό είναι συζητήσιμο. Και η τουρκική πλευρά έχει φτιάξει ένα μακρύ κατάλογο στον οποίο εμπεριέχονται τόσα πολλά ζητήματα που είναι αδύνατον να διακρίνεις αν τελικά μπήκαν για ουσιαστικούς ή για επικοινωνιακούς σκοπούς. Από την άλλη πλευρά πρέπει να μπουν αποχρώσεις στην ελληνική θέση που λέει ότι έχουμε μόνο μία διαφορά με την Τουρκία. Για να οριοθετήσεις την υφαλοκρηπίδα, πρέπει να ασκήσεις το δικαίωμά σου στην επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης. Αυτή είναι μία μονομερής ενέργεια, δεν μπορούν να προηγηθούν διαπραγματεύσεις. Κάνεις, λοιπόν, χρήση του δικαιώματος της περαιτέρω επέκτασης των χωρικών υδάτων ή το αποποιείσαι. Πρέπει να λυθεί επίσης το ζήτημα που προκύπτει από το μήκος του εναέριου χώρου μ’ αυτό της αιγιαλίτιδας ζώνης. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που έχει 10 μίλια εναέριο χώρο και 6 μίλια αιγιαλίτιδα ζώνη. Είναι υπέρ της Ελλάδας βέβαια ότι όταν οριοθετήθηκε ο εναέριος χώρος στα 10 μίλια το 1932, επί σαράντα και πλέον χρόνια δεν καταγράφηκαν αντιρρήσεις της Τουρκίας. Συμπερασματικά, το “έχουμε μόνο μία διαφορά”, αν το δούμε από άλλη οπτική γωνία έχει πολλά κεφάλαια. Είναι και δεν είναι δηλαδή μία η διαφορά.
 
 
Πάντως για να φτάσουμε κάποια στιγμή στη Χάγη, πρέπει να υπάρξουν συμβιβασμοί και των δύο πλευρών…
 
Στις προσπάθειες και τις διερευνητικές συνομιλίες που γίνονται από το 1999, οι συνομιλητές έχουν εξετάσει μία σειρά από σενάρια. Το δικαστήριο της Χάγης δεν είναι ποινικό ή αστικό δικαστήριο. Δίνει όμως νομικό περιτύλιγμα, νομιμοποιεί, την πρόθεση δύο κρατών να συμβιβαστούν. Αυτή η πρόθεση των δύο κρατών πρέπει να προηγηθεί της εκδίκασης και της όποιας απόφασης. Ελλάδα και Τουρκία πρέπει να υπαγορεύσουν στο δικαστήριο της Χάγης αν τα έχουν βρει έτσι ώστε να κινηθεί αναλόγως και η απόφαση. Στις αρχές αυτού του αιώνα, λίγο μετά το Ελσίνκι, μία αναζήτηση συμβιβασμού που έλεγε ότι δεν μπορεί η συμπαγής ελληνική υφαλοκρηπίδα να εμποδίζει την πρόσβαση της Τουρκίας σε σημαντικά λιμάνια, όπως δεν μπορεί και η συμπαγής τουρκική υφαλοκρηπίδα να εγκλωβίζει μεγάλα ελληνικά νησιά στο Αιγαίο. Εξαρτάται πώς τα βλέπει κανείς τα πράγματα. Δυστυχώς ο Ερντογάν, ενώ όταν ήρθε στην εξουσία δημιούργησε ελπίδες για μία διαφορετική προσέγγιση των ελληνοτουρκικών ζητημάτων, οι εσωτερικές συγκυρίες τον έχουν εγκλωβίσει και παγιδεύσει στη ρητορική που ακούμε.
 
Νίκος Γιαννόπουλος