Η κατεύθυνση, ο ιδεολογικός προσανατολισμός – ας μην τον ονομάσουμε νεοφιλελεύθερο, παρ’ ότι είναι – υπονοεί το εξής: δώστε χρήματα στις μεγάλες επιχειρήσεις, στους πλούσιους να δαπανήσουν και να επενδύσουν και μετά θα διαχυθεί η ανάπτυξη προς τα κάτω. (...) Οι πλούσιοι, οι μεγάλες επιχειρήσεις ,λοιπόν, να πάρουν τα χρήματα, αυτοί πρέπει να βοηθηθούν για να κάνουν επενδύσεις, να επεκτείνουν τις επιχειρήσεις τους κ.τ.λ., για να έλθει μετά η όποια αύξηση της απασχόλησης, των μισθών ως συνέπεια όχι ως στόχος. Μέσα απ’ αυτή τη λογική, που είναι ξεκάθαρη στην έκθεση Πισσαρίδη και στο προτεινόμενο σχέδιο ανάκαμψης, επιχειρούν, σιωπηλά, να λύσουν κι ένα ακόμη πρόβλημα, τεράστιο, της ελληνικής οικονομίας που συζητάμε εδώ και εξήντα χρόνια, ίσως και παραπάνω. Ποιο είναι αυτό; Εάν θα πρέπει να διαλυθεί ο ιστός των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων και να δημιουργηθούν στη θέση τους μεγάλες επιχειρήσεις που θα μπορούν να εντάξουν υψηλότερη τεχνολογία, να έχουν οικονομίες κλίμακος, να είναι ανταγωνιστικές κτλ,. Στην πρόταση, νομίζω, κρύβεται και αυτός ο σχεδιασμός. Γι’ αυτό, αποφασίστηκε ότι δάνεια ύψους 12,7δισ. ευρώ, του Ταμείου Ανάκαμψης, θα οδηγηθούν σε ιδιωτικές επιχειρήσεις. Είναι αυτά επί της ουσίας που θα αποτελέσουν την βάση για την “αλλαγή του λεγόμενου παραγωγικού υποδείγματος”. Γι’ αυτό κατευθύνονται μόνο στις μεγάλες ελληνικές αλλά και ξένες επιχειρήσεις που θα συμμαχήσουν με τις ελληνικές γιατί οι τελευταίες προφανώς στερούνται υψηλής τεχνολογίας και δεν διαθέτουν και τα απαιτούμενα υψηλά πιστοληπτικά κριτήρια που έχει θέσει το τραπεζικό σύστημα. (...)
Αν σκεφτούμε ότι όλο το βάρος των μνημονίων της προσαρμογής το σήκωσε η μείωση των μισθών του κόσμου της εργασίας - το εργατικό κόστος τη μνημονιακή περίοδο μειώθηκε 27% - για να αυξηθούν τα κέρδη των μεταποιητικών επιχειρήσεων, που όντως αυξήθηκαν τα εννιά χρόνια των μνημονίων, δεν είδαμε εντούτοις να μετατρέπεται η κερδοφορία των επιχειρήσεων σε επενδύσεις. Ούτε σε μείωση τιμών όπως πρεσβεύει το κυρίαρχο οικονομικό δόγμα των μνημονίων, το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, υπηρετεί και η σημερινή κυβέρνηση. Αυτό δηλαδή θέλουν, με την πρόταση, να γίνει πάλι. Δεν είναι, λοιπόν, θεωρητική μόνο η αντιμαχία για τις επενδύσεις. Οι επιχειρηματίες δεν μας έχουν δείξει δείγματα ότι, εάν τους αφήσουμε να κερδίσουν παραπάνω, αυτά τα κέρδη θα τα επενδύσουν ώστε να γίνει η αλλαγή παραγωγικού υποδείγματος κτλ. Υπάρχουν, βεβαίως, κι άλλα ζητήματα. Έχω την εντύπωση, πχ, ότι μ’ αυτό τον τρόπο η αύξηση των επενδύσεων μόνο, σ’ αυτό το περιβάλλον κρίσης, σε καμιά περίπτωση δεν οδηγεί – βραχυχρόνια ίσως μπορεί – σε ένα μακροχρόνιο μονοπάτι ανάπτυξης εάν δεν αυξηθεί, όχι γενικά και αόριστα το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων, αλλά εάν ο ρυθμός αύξησης των εργατικών μισθών δεν είναι μεγαλύτερος από τον ρυθμό αύξησης των επενδύσεων, δημόσιων και ιδιωτικών.