Συνεντεύξεις

Μαρία Βλαζάκη: Μουσεία βορά σε «άριστους» και «αρεστούς»

Ήταν απλώς η σειρά των καλλιτεχνών, των μουσείων και των εργαζομένων στον χώρο του πολιτισμού να μπουν στη μηχανή των ιδιωτικοποιήσεων ή πρόκειται για συνεχή, συντονισμένη και στοχευμένη επίθεση στον πολιτισμό σε όλες τις εκφάνσεις και τις μορφές του; Ας θυμηθούμε ποιοι έμειναν έξω από την κυβερνητική στήριξη στο πλαίσιο της διαχείρισης της πανδημίας τα δύο και πλέον προηγούμενα χρόνια, ποιοι μπήκαν στο ρουθούνι των κυβερνώντων με τις διαρκείς και συλλογικές κινητοποιήσεις τους καθόλη τη διάρκεια της πανδημίας, ποιοι σήκωσαν το θέμα για το μεγάλο παζάρι των Γλυπτών του Παρθενώνα που απεργάζεται η κυβέρνηση από την αρχή της θητείας της, ποιοι με το θάρρος και την αλληλεγγύη τους έβγαλαν μπροστά το σκάνδαλο Λιγνάδη και ανάγκασαν την υπουργό Πολιτισμού να παραπαίει στις κάμερες σε βεβιασμένη συνέντευξη Τύπου – η παραίτηση δεν είναι στον προγραμματισμό της;
 
 
Αύριο ψηφίζεται στην ολομέλεια της Βουλής νομοσχέδιο που μετατρέπει τα πέντε μεγάλα μουσεία της χώρας σε ΝΠΔΔ, αποτελεί ευθεία βολή στους εργαζόμενους σε αυτά και αφήνει έκθετα τα εκθέματα που φιλοξενούνται εκεί σε ορέξεις ιδιωτών, με πρόσχημα την οικονομική αυτονομία που δεν στοιχειοθετείται με κανέναν τρόπο. Για αυτό το νομοσχέδιο ζητήσαμε από την αρχαιολόγο, επίτιμη γενική διευθύντρια Αρχαιοτητών και Πολιτισμικής Κληρονομιάς, πρώην γγ ΥΠΠΟΑ, Μαρία Βλαζάκη, να μας εξηγήσει με ποιον τρόπο αποτελεί ευθεία βολή στην πολιτιστική κληρονομιά μας.
 
Εν τω μεταξύ, εδώ και ενάμιση μήνα οι καλλιτέχνες δέχτηκαν την αιχμή των επιθέσεων με αιφνιδιαστικό προεδρικό διάταγμα που υποβιβάζει τα πτυχία των σχολών παραστατικών τεχνών.
 
Επιπλέον, στις 2 Φεβρουαρίου και κατά τη διάρκεια συνεδρίασης του υπουργικού συμβουλίου η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, Λίνα Μενδώνη και ο υφυπουργός, Νικόλας Γιατρομανωλάκης παρουσίασαν νομοσχέδιο για τη δημιουργία νέου φορέα εθνικής πολιτικής για το βιβλίο, με την επωνυμία Ελληνικό Ίδρυμα Βιβλίου, δέκα χρόνια μετά την κατάργηση του ΕΚΕΒΙ, για το οποίο δεν έχουν κληθεί να καταθέσουν τις απόψεις τους ούτε εκδότες ούτε συγγραφείς. Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εκδοτών και Βιβλιοπωλών, η Ένωση Ελληνικού Βιβλίου, ο Σύλλογος Εκδοτών Βιβλίου Αθηνών, ο Σύλλογος Εκδοτών Επιστημονικών Βιβλίων και ο Σύνδεσμος Εκδοτών Βιβλίου, με ανακοίνωσή τους εκφράζουν την έντονη δυσαρέσκειά τους, επισημαίνοντας ότι «η υπουργός και ο υφυπουργός υπερέβησαν κάθε όριο αλαζονείας και ασέβειας προς τον πνευματικό κόσμο της χώρας». «Η κυρία Μενδώνη είχε τέσσερα χρόνια στη διάθεσή της -σύμφωνα με την απάντησή της σε επίκαιρη ερώτηση για την Εθνική Πολιτική για το Βιβλίο στις 30 Σεπτεμβρίου 2019- να προχωρήσει στην ίδρυση εθνικού φορέα για το βιβλίο. Το επιχειρεί, στο τέλος σχεδόν της κυβερνητικής θητείας, χωρίς καμία πρότερη συζήτηση με συγγραφείς και εκδότες, ωσάν να αφορά τη διευθέτηση κάποιας προσωπικής της υπόθεσης και όχι το σύνολο των πνευματικών δημιουργών και των πολιτών αυτής της χώρας», σημειώνεται στην ανακοίνωση.
 
 
Ποια είναι τα σημεία του νομοσχεδίου που αποτελούν αιχμή της αντιπαράθεσης;
 
Καταρχάς, με το νομοσχέδιο αυτό συνεχίζει η κυβέρνηση μεθοδευμένα να καταστρατηγεί τον Αρχαιολογικό Νόμο, που εκπορεύεται απευθείας από το Σύνταγμα της χώρας, και να ταπεινώνει την Αρχαιολογική Υπηρεσία, την αρχαιότερη δημόσια υπηρεσία από την ίδρυση του νεότερου ελληνικού κράτους. Σύμφωνα με την διαπρεπή νομικό κ. Μ. Καραμανώφ, πρόεδρο του ΔΣ του Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητας και Αντιπρόεδρο του ΣτΕ ε.τ., στο από 25.01.2023 σχόλιο που κατέθεσε κατά τη διαβούλευση του νομοσχεδίου (σημειωτέον ότι όλα τα σχόλια πολιτών και φορέων, περισσότερα από 300, ήταν αρνητικά) «με το νομοσχέδιο μετατροπής των πέντε κορυφαίων αρχαιολογικών Μουσείων της χώρας σε ΝΠΔΔ διασπάται η δομική και λειτουργική ενότητα του υπουργείου Πολιτισμού και πλήττεται ανεπανόρθωτα η προστασία και διαχείριση της αρχαιολογικής μας κληρονομιάς ως ενιαίου συνόλου».
 
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, προσηλωμένη στη νεοφιλελεύθερη «διαπίστωση» των αρχών του 1980 ότι «η Ελλάς έχει δύο πληγές: τη Δασική Υπηρεσία και την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Πρέπει να απελευθερωθεί η ελληνική γη όσο μπορούμε γρηγορότερα γιατί αποτελεί τον μοχλό της ανάπτυξης», έβαλε εξαρχής σκοπό της να τις «θεραπεύσει» με τα σχετικά νομοσχέδια που ψηφίζει, κουρελιάζοντας το άρθρο 24 του Συντάγματος. Τώρα πια, εντελώς απροκάλυπτα, αποκόπτοντας τα πέντε μεγάλα Δημόσια Αρχαιολογικά Μουσεία από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, παραδίδει στη βορά ιδρυμάτων, χορηγών, συλλεκτών, ιδιωτικών μουσείων, «αρίστων» και «αρεστών», το σπουδαιότερο κομμάτι του αρχαιολογικού πλούτου της χώρας. Με πρόθυμους εκτελεστές στο μακάβριο αυτό έργο, εξαφανίζεται η ενιαία μουσειακή πολιτική και οι σημαντικότερες αρχαιότητες της χώρας παραδίδονται στα χέρια διορισμένων της κυβέρνησης χωρίς έλεγχο, εμπορευματοποιούνται και μετατρέπονται σε αντικείμενα συναλλαγών. Έτσι στήνεται «χορός» πάνω στα αρχαία και τον πολιτισμό συνολικά, όπως εξάλλου και στην υγεία, την παιδεία, το περιβάλλον.
 
Δεν προξενεί εντύπωση το γεγονός ότι όλη η επιστημονική κοινότητα και ο κόσμος των μουσείων δηλώνουν έντονα την αντίθεσή τους στο έγκλημα αυτό; Μόνο ως οξύμωρη μπορεί να εκλάβει κανείς τη δήλωση της υπουργού Πολιτισμού μέσα στη Βουλή ότι «η προστασία όλου του πολιτιστικού αποθέματος αυτής της χώρας οφείλεται στον κλάδο των αρχαιολόγων», στους αρχαιολόγους τους ταγμένους στην προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς που η ίδια με τις ενέργειές της δείχνει να αποστρέφεται.
 
 
Τι ακριβώς θα επιφέρει το νομοσχέδιο αυτό;
 
Τον κυβερνητικό έλεγχο των πέντε μεγάλων μουσείων αρχικά και των μικρότερων στη συνέχεια, με τη δημιουργία Διοικητικών Συμβουλίων και τον διορισμό σε αυτά αρεστών, χωρίς την απαραίτητη ειδίκευση στο αντικείμενο της πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως συνέβη π.χ. εντελώς πρόσφατα στο Μουσείο της Ακρόπολης. Μέσω αυτών των δοτών Συμβουλίων αποδυναμώνεται ο ρόλος της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και της Διεύθυνσης Μουσείων, οι οποίες δεν συμμετέχουν ex officio ούτε στα Διοικητικά Συμβούλια, όπως συμβαίνει σε ξένα Μουσεία, και γενικώς καταργείται η ενιαία μουσειακή πολιτική και αποδυναμώνεται ο επιστημονικός και παιδευτικός ρόλος των Μουσείων. Επίσης, με την πρόσφατη τροποποίηση του αρχαιολογικού νόμου σήμερα μπορεί να συναφθεί δανεισμός αρχαιοτήτων για 50 χρόνια από τα Μουσεία που δεν ανήκουν στο υπουργείο Πολιτισμού, όπως θα είναι πλέον τα πέντε εν λόγω Μουσεία. Η πολιτιστική κληρονομιά, ως δημόσιο κοινωνικό αγαθό και δημόσια εκτός πάσης συναλλαγής περιουσία, απαιτεί ενιαία δημοσιονομική πολιτιστική πολιτική, όπως την ασκεί η Αρχαιολογική Υπηρεσία, και όχι αυτόνομες πολιτικές και προσωπικές διαπραγματεύσεις με ιδιωτικά μουσεία, ιδρύματα και οργανισμούς για διαχείριση του πολιτιστικού «αποθέματος» του τόπου μας. Δεν αρκεί άραγε το εμβληματικό προς αποφυγήν παράδειγμα της κραυγαλέα εσφαλμένης διαχείρισης των κυκλαδικών αρχαιοτήτων της παράνομης συλλογής Στερν; Και επειδή με το νομοσχέδιο δίνεται η δυνατότητα να ιδρύονται παραρτήματα των Μουσείων αυτών στο εσωτερικό και το εξωτερικό, αυτονόητα υποκρύπτεται και η δυνατότητα μόνιμης εξαγωγής αρχαιοτήτων. Σαν να μην φτάνει ο κατακερματισμός των ελληνικών αρχαιοτήτων που ξενιτεμένες κοσμούν τα μουσεία παγκοσμίως, σαν να μην αρκούν οι περιοδικές εκθέσεις διεθνώς και να χρειάζεται να μεταναστεύσουμε και άλλες αρχαιότητες και μάλιστα σε μόνιμη βάση.
 
 
Πώς αποδομείται το επιχείρημα της κυβέρνησης περί επιδίωξης της οικονομικής αυτοτέλειας των μουσείων;
 
Πρώτον, δεν υπάρχει τεκμηριωμένη διοικητική/τεχνοοικονομική μελέτη βιωσιμότητας, επομένως δεν αποδεικνύεται η διακηρυσσόμενη αυτοτέλεια και ευελιξία που διαδίδει η κυβέρνηση. Το κόστος εκτινάζεται με τους μισθούς και τις αποζημιώσεις των 90 περίπου υψηλόβαθμων υπαλλήλων και μελών ΔΣ που θα στελεχώσουν τα πέντε Μουσεία. Στο νομοσχέδιο αναφέρεται ρητά ότι «το υπουργείο Πολιτισμού επιχορηγεί τα Μουσεία αυτά από τον προϋπολογισμό του για τις ανάγκες τους». Γιατί, ενώ η υπουργός δηλώνει ότι τα πέντε Μουσεία θα στηρίζονται στις δικές τους δυνάμεις και θα έχουν οικονομική αυτοτέλεια, όλοι, και η ίδια βέβαια, γνωρίζουν πολύ καλά ότι αυτό δεν μπορεί να συμβεί. Όλα τα Μουσεία που δεν υπάγονται στο ΥΠΠΟΑ κάθε χρόνο επιχορηγούνται από αυτό, όπως π.χ. το Μουσείο Μπενάκη. Παρότι τα πέντε Μουσεία θα διοικούνται με εμπορευματική λογική, παρότι θα αναγκάζονται να αυξάνουν την τιμή των εισιτηρίων και να καταργούν κάθε δωρεάν δράση προς το κοινωνικό σύνολο, θα αναγκάζονται εν τέλει να εκλιπαρούν για την κρατική επιχορήγηση. Αποτέλεσμα όλων αυτών θα είναι η υβριδική και ασταθής λειτουργία τους, η περιθωριοποίηση της σημασίας των αρχαιοτήτων που φιλοξενούν μπροστά στο άγχος του οικονομικού κέρδους και η αποδυνάμωση των μικρότερων περιφερειακών μουσείων που θα συνεχίσουν να στηρίζονται σε μια απομειωμένη κρατική επιχορήγηση.
 
Ας μην επεκταθούμε και στο θολό τοπίο της υπηρεσιακής κατάστασης των εργαζομένων, οι οποίοι όλοι μαζί αντιδρούν, ακόμη και αυτοί που εργάζονται στο Μουσείο της Ακρόπολης. Δυστυχώς η παρούσα κυβέρνηση αρέσκεται σαδιστικά στο αποτρόπαιο έργο του τεμαχισμού της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, όπως το απέδειξε συμβολικά και πραγματικά με τον τεμαχισμό των μοναδικών αρχαιοτήτων του Σταθμού Βενιζέλου στην Θεσσαλονίκη. Εξάλλου το διατρανώνει η υπουργός: «αυτό το οποίο λέγαμε πριν από τρεισήμισι περίπου χρόνια ότι θα κάνουμε, πλέον το κάνουμε παντού».
 
Την Δευτέρα το νομοσχέδιο ψηφίζεται στην Βουλή και όπως φάνηκε από τις Επιτροπές θα το στηρίξει η κυβερνητική πλειοψηφία και μόνο. Με αυτό το ενδεχόμενο -εκτός και αν την ύστατη στιγμή υπάρξουν γενναίοι βουλευτές στο κυβερνών κόμμα και αντιταχθούν- επαφίεται στις αποφάσεις της επόμενης προοδευτικής κυβέρνησης η άμεση κατάργησή του, μαζί με το αντίστοιχο για τον δανεισμό των αρχαιοτήτων για 50 χρόνια. Μόνη σωτηρία από αυτήν την πρωτοφανή λαίλαπα στον χώρο του πολιτισμού, μια προοδευτική, κρατική μουσειακή πολιτική που θα δίδει προτεραιότητα στην προστασία των αρχαιοτήτων και τη γενική ασφάλεια των εργαζομένων.
 
Ζωή Γεωργούλα