Συνεντεύξεις

Ειρήνη Νταή: «Η πολιτική που ακολουθείται φαίνεται να οδηγεί σε αδιέξοδο»

Ο πρωθυπουργός στις περιοδείες του επιχειρεί κάθε φορά να κάνει έναν απολογισμό της θητείας της κυβέρνησής του, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ήταν επιτυχημένη και κυρίως κοινωνική, δεδομένων μάλιστα των δύσκολων συνθηκών, στις οποίες ανταπεξήλθε. Από την εικόνα που έχετε στο Ινστιτούτο ΕΝΑ, μέσα από τις έρευνες που κάνετε, πώς αποτιμάτε την κυβέρνηση ΝΔ;
 
Πράγματι η κυβέρνηση ήρθε αντιμέτωπη με έκτακτες συνθήκες, μία πανδημική κρίση που συνοδεύτηκε από μια ενεργειακή και πληθωριστική κρίση. Έτσι, δεδομένων των εξαιρετικά πιεστικών συνθηκών, οι πολιτικές αντιμετώπισης της πολλαπλής κρίσης θα έπρεπε να κατευθύνονται σε μέτρα διαφύλαξης της κοινωνικής συνοχής, στη στήριξη των ευάλωτων και των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων. Αντί γι’ αυτό όμως σε κάθε έρευνα που κάνουμε, είτε αυτή αφορά το περιβάλλον, είτε την εργασία, είτε την κοινωνία, αποδεικνύεται ότι οι ανισότητες αυξάνονται. Τα τελευταία τρία χρόνια, μετά την έντονη αποκλιμάκωση που είχαν οι δείκτες ανισότητας και φτώχειας την περίοδο 2017-2019, σύμφωνα με στατιστικές έρευνες, οι ανισότητες και ο κίνδυνος φτώχειας κορυφώνονται, δεν αφορούν μόνο τις ευάλωτες ομάδες. Αυτή τη στιγμή, 1 στους 3 πολίτες αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού και το 86% δυσκολεύεται να πληρώσει τους πάγιους λογαριασμούς και το 71% των εργαζόμενων έχει προβεί σε περιορισμό δαπανών. Αυτό αποτελεί μια νέα συνθήκη που παρατηρείται· η φτώχεια δεν αγγίζει μόνο τους άνεργους αλλά και τους εργαζόμενους, με έναν στους δέκα να αντιμετωπίζει πια αυτόν τον κίνδυνο. Και αυτό διαπερνά όλες τις διαστάσεις της ζωής του: το στεγαστικό ζήτημα, την ανταπόκριση σε πάγιες δαπάνες, τη διατροφή, κ.λπ. Ένα ακόμα στοιχείο που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου είναι ότι συνεχίζονται οι ανατιμήσεις σε βασικά είδη διατροφής και ολοένα και περισσότερος κόσμος δεν μπορεί να ανταποκριθεί ούτε στις βασικές του ανάγκες. Όλα αυτά τη στιγμή που από την πανδημία και μετά έχουν δαπανηθεί σε ονομαστικούς όρους 50 δισ. ευρώ μέχρι σήμερα για τα μέτρα στήριξης. Έτσι, λοιπόν, κάθε άλλο παρά επιτυχημένη είναι η αντιμετώπιση της πολλαπλής κρίσης.
 
 
Η κυβέρνηση δεν κινήθηκε μόνο με έκτακτα μέτρα, αλλά πήρε μόνιμα μέτρα επιδείνωσης, π.χ. στην κοινωνία, στον εργασιακό τομέα και στο περιβάλλον. Οι επιπτώσεις αυτών των νομοθετημάτων έχουν διαφανεί;
 
Η πολιτική που ακολουθείται τα δύο τελευταία χρόνια φαίνεται να οδηγεί σε αδιέξοδο. Η ανεργία των νέων στην Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση πανευρωπαϊκά, η συνολική ανεργία παρά την τάση αποκλιμάκωσης κινείται σε αρκετά υψηλό επίπεδο (δεύτερο σε επίπεδο ΕΕ) και η φτώχεια των παιδιών κατέχει την τέταρτη θέση στην ΕΕ. Βλέπουμε, επίσης, ότι οι νέοι πλήττονται και πάλι λόγω της στεγαστικής και εργασιακής ανασφάλειας -η Ελλάδα σημειώνει πρωτιά στην απώλεια θέσεων εργασίας των νέων στην πανδημία. Οι ανισότητες στην πρόσβαση ποιοτικών υπηρεσιών υγείας διευρύνονται, επίσης. Συνεπώς, μεγαλύτερη μερίδα του πληθυσμού (όχι μόνο το χαμηλότερο 20%, που συγκεντρώνει μόλις το 7% του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος έναντι 40% που συγκεντρώνει το υψηλότερου 20%) δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται. Η πολλαπλή κρίση δεν περιορίζεται και η κοινωνική συνοχή τίθεται σε κίνδυνο με συνέπειες για τις γεννήσεις και τις δημογραφικές εξελίξεις, τις συνθήκες διαβίωσης, το ασφαλιστικό σύστημα και τον μακροχρόνιο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας.
 
 
Από την κυβέρνηση ισχυρίζονται ότι σε αυτή την κατεύθυνση της ενίσχυσης της αγοραστικής δύναμης κινείται η τρίτη αύξηση κατώτατου μισθού, όπως και οι αυξήσεις στις συντάξεις. Η ΓΣΕΕ διαφωνεί και επιμένει ότι η αύξηση κατώτατου πρέπει να συνοδευτεί ταυτόχρονα και με επαναφορά συλλογικών διαπραγματεύσεων, παρεμβάσεις εισοδηματικής πολιτικής, θεσμικές διαδικασίες στην αγορά εργασίας για την προστασία της αγοραστικής δύναμης και του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και των οικογενειών τους.
 
Οι πολιτικές της κυβέρνησης της ΝΔ μέχρι στιγμής, μαζί με την αύξηση του κατώτατου μετά από τρία χρόνια διακυβέρνησης και την επαναφορά της 13ης σύνταξης που είχε καταργήσει, δεν έχουν καταφέρει να αντιμετωπίσουν τις πιεστικές συνθήκες. Σχεδόν τα μισά νοικοκυριά αδυνατούν να ανταποκριθούν σε έκτακτες αλλά αναγκαίες δαπάνες (46,3%), όπως και σε πάγιες και αναγκαίες δαπάνες (36,4%). Επιπλέον, το 71% των εργαζόμενων έχει προβεί σε περιορισμό δαπανών με την αγοραστική δύναμη να έχει μειωθεί ως και 40% για αυτούς που αμείβονται με έως και 750 ευρώ. Σε αυτό το πλαίσιο, η μη ενίσχυση του πραγματικού εισοδήματος και της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, η μη μείωση της εργασιακής ανασφάλειας και της αβεβαιότητας, η μη άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, η μη συγκράτηση των τιμών και η μη αύξηση του κατώτατου μισθού δεν μπορούν να αποτελούν επιλογή για τους κυβερνητικούς δρώντες. Επιπλέον, η επαναφορά της αιτιολογημένης απόλυσης και των συλλογικών διαπραγματεύσεων, η κατάργηση του ευέλικτου ωραρίου εργασίας, η δήλωση των ωραρίων και των υπερωριών , που είναι κάποιες από τις αιτίες που αυξάνουν το brain drain και τη μεγάλη παραίτηση, αποτελούν πολιτικές στήριξης του κόσμου της εργασίας.
 
 
Ένα ακόμα επιχείρημα της κυβέρνησης είναι ότι θα αντιστραφεί η κατάσταση, όταν αποδώσουν η ανάπτυξη και οι επενδύσεις που έχει επιτύχει, δείκτες που θα αντιμετωπίσουν την ανεργία και θα ανοίξουν νέες και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Είναι έτσι;
 
Τη βαθιά ύφεση που καταγράφηκε το 2020 (9%) λόγω των περιοριστικών μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας ακολούθησε ο έντονος ρυθμός μεγέθυνσης το 2021 που καθορίστηκε κυρίως από την ιδιωτική κατανάλωση εξαιτίας κυρίως των αναβαλλόμενων αναγκών μέσα στην πανδημία. Ωστόσο, ήδη από το 2022 είναι ξεκάθαρο ότι η ιδιωτική κατανάλωση δεν μπορεί να συνεισφέρει περαιτέρω στην ανάπτυξη λόγω αποτυπωμένης μείωσης της αποταμίευσης των νοικοκυριών και μείωσης ή στασιμότητας των εισοδημάτων (68%) όπως ξεκάθαρες είναι και οι κυβερνητικές επιλογές υπέρ μόνο των ανώτερων εισοδηματικών κλιμακίων (βλ.real estates, μείωση της φορολογίας μερισμάτων κ.ά.). Κάτι ακόμα που έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον μας τις τελευταίες μέρες είναι το εμπορικό έλλειμα, το οποίο εκτοξεύεται τα έτη 2020-2021 -υψηλότερο 14ετίας- και οφείλεται σε αύξηση των εισαγωγών αγαθών και την επιβράδυνση των εξαγωγών υπηρεσιών. Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι οδηγούμαστε σε ένα ελλειμματικό και σαθρό μοντέλο ανάπτυξης με διεύρυνση του χάσματος μεταξύ πλούσιων και φτωχών, σε ένα μοντέλο που δεν είναι δίκαιο και βιώσιμο και δεν μπορεί να διασφαλίσει όλες τις πλευρές της ανάπτυξης, την οικονομική, την περιβαλλοντική και την κοινωνική.
 
 
Ο σχεδιασμός του ταμείου Ανάκαμψης παίρνει υπόψη όσα ανάφερες, ώστε να αντιστραφεί η κατάσταση;
 
Το Ταμείο Ανάκαμψης θα μπορούσε να αποτελέσει ευκαιρία στήριξης των εισοδημάτων των εργαζομένων και των επιχειρήσεων, και ευκαιρία για τον μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου. Αντί γι’ αυτό, η κυβέρνηση αυξάνει τις ανισότητες, αποκλείει από την χρηματοδότηση τις ΜμΕ και επαναλαμβάνει τις αποτυχημένες συνταγές του παρελθόντος. Παρά τους πανηγυρισμούς η πραγματική απορρόφηση μέχρι τον Δεκέμβρη του 2022 ήταν ελάχιστη (μόλις 4%). Για να αντιμετωπιστούν οι δύσκολες συνθήκες που περιγράφουμε θα πρέπει να ανακατευθυνθεί μέρος των επιχορηγήσεων και δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης στη στήριξη νοικοκυριών, στην ισότιμη συμμετοχή αγροτών και μικρομεσαίων επιχειρήσεών στην παραγωγική διαδικασία -που έχουν ανάγκη ρευστότητας και αποκλείονται από τον τραπεζικό δανεισμό αλλά παίζουν σημαντικό ρόλο στην αύξηση της εγχώριας παραγόμενης αξίας και στη μείωση της εξάρτησης από τις εισαγωγές- στην υλοποίηση ολοκληρωμένων δημόσιων πολιτικών όπως η στεγαστική πολιτική.
 
 
Είμαστε μπροστά σε ένα νέο κύμα κόκκινων δανείων, τη στιγμή που μετά την απόφαση του Αρείου Πάγου ξεπαγώνουν και οι πλειστηριασμοί. Με την στεγαστική κρίση που βιώνουμε, ποιες θα είναι οι συνέπειες;
 
Πράγματι, φοβόμαστε ότι θα αντιμετωπίσουμε ένα τεράστιο κύμα πλειστηριασμών – ήδη 700.000 ακίνητα βρίσκονται στα χέρια των funds. Η στεγαστική κρίση που πλήττει την ελληνική κοινωνία μοιάζει αόρατη για την κυβέρνηση. Οι πολίτες αδυνατούν να ρυθμίσουν τις οφειλές τους και η Ελλάδα έρχεται πρώτη στην ΕΕ (36,4% έναντι 9,1% στην ΕΕ) στα νοικοκυριά με καθυστερημένες οφειλές για στεγαστικούς σκοπούς (λογαριασμοί κοινής ωφέλειας, ενοίκιο, δάνεια στέγασης). Μετά, λοιπόν, και από την απελευθέρωση των πλειστηριασμών, την αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που προσεγγίζουν πλέον τα 110 δισ. ευρώ, και την εκτόξευση του ιδιωτικού χρέους κατά 40 δισ. ευρώ την τελευταία τριετία, είναι ξεκάθαρο ότι η Ελλάδα έχει ανάγκη από μία ολιστική πολιτική στην οποία πυλώνας θα είναι η ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους και η προστασία της πρώτης κατοικίας, της κύριας επαγγελματικής στέγης και της αγροτικής γης. Το δικαίωμα στη στέγη ισχύει για κάθε πολίτη. Έτσι, θα πρέπει να στηριχτούν οι φοιτητές (μέσω φοιτητικών εστιών), οι νέοι, τα νέα ζευγάρια, οι πολύτεκνοι και οι μονογονεϊκές οικογένειες, που πλήττονται περισσότερο, να μπει φραγή στην ανεξέλεγκτη εξάπλωση του Airbnb και να διατεθούν κατοικίες με ευνοϊκότερους όρους σε ευάλωτα νοικοκυριά.
 
 
Αυτή την εβδομάδα αναμένεται να ξεκινήσει το market pass, ενώ εδώ και δύο μήνες εφαρμόζεται το καλάθι του νοικοκυριού. Τα μέτρα αυτά έχουν καταγγελθεί από το ΙΝΚΑ και ΕΚΠΟΙΖΩ ότι ενισχύουν την αισχροκέρδεια και δεν αντιμετωπίζουν την ακρίβεια στα βασικά είδη. Ποια η εκτίμησή σας ως Ινστιτούτο ΕΝΑ;
 
Από όταν εφαρμόστηκε το καλάθι του νοικοκυριού δεν φαίνεται να έχει αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, με τη συνεχή αύξηση των τιμών σε προϊόντα άμεσης ανάγκης -ο πληθωρισμός τροφίμων αγγίζει ως και το 25% σε κάποιες περιπτώσεις. Αν και η ακρίβεια είχε υποτιμηθεί αρχικά από την κυβέρνηση, βλέπουμε ότι επιμένει εδώ και δύο χρόνια θέτοντας πλέον σε πραγματικό κίνδυνο τη βιωσιμότητα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Η μείωση του ΦΠΑ, που όλοι οι φορείς προτείνουν, είναι ένα μέτρο που θα μπορούσε συνδυαστικά με άλλα -όπως η μείωση του φόρου στα καύσιμα ή του ειδικού φόρου κατανάλωσης- να αντισταθμίσει αυτή την κρίση. Στην Ισπανία, χώρα γειτονική που έχει αντιμετωπίσει κρίσεις, είδαμε να θεσμοθετούνται τέτοια μέτρα.
 
 
Αυτά τα μέτρα περιλαμβάνονται και στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ για την αντιμετώπιση της έξαρσης των ανισοτήτων, με την κυβέρνηση να κατηγορεί την αντιπολίτευση ότι τέτοιου είδους μέτρα ανατρέπουν τις δημοσιονομικές ισορροπίες της χώρας.
 
Ινστιτούτα και φορείς έχουν προτείνει συγκεκριμένα μέτρα αντιμετώπισης της πολλαπλής κρίσης. Αυτό που μένει είναι η πολιτική βούληση ώστε η κρίση να αντιμετωπιστεί με σοβαρότητα και όχι με προσωρινούς σχεδιασμούς τύπου market pass, που είναι πλέον τεκμηριωμένο ότι δεν αντιμετωπίζουν τις ασφυκτικές συνθήκες αλλά εντείνουν την κατάσταση. Χρειαζόμαστε, λοιπόν, επαναπροσδιορισμό της κοινωνικής πολιτικής με έμφαση στη στήριξη των πολιτών, με συγκεκριμένα μέτρα φορολογικής πολιτικής και σοβαρές προτάσεις με διάρκεια στο χρόνο.
 
 
Τι προγραμματίζετε το επόμενο διάστημα ως Ινστιτούτο ΕΝΑ;
 
Μετά την πανδημική κρίση προσπαθούμε να έχουμε μια έντονη εξωστρεφή δράση. Πρόσφατα πραγματοποιήσαμε συνέδριο με τον Όμιλο μετάΒΑΣΗ και το Eteron και σχεδιάζουμε ένα ακόμη μεγάλο συνέδριο στις αρχές Μαρτίου. Ακόμα, μια εκδήλωση με τη Διανέοσις για το Ταμείο Ανάκαμψης, το ΕΣΠΑ και άλλους ευρωπαϊκούς πόρους και συμμετοχή στο περιφερειακό συνέδριο της Πελοποννήσου που θα γίνει στην Πάτρα.
 
Ιωάννα Δρόσου, Παύλος Κλαυδιανός