ΜΙΑ ολοκληρωμένη προσέγγιση απαιτεί να δούμε τουλάχιστον τρεις διαστάσεις του προβλήματος.
Η πρώτη είναι η αυξητική τάση του πληθωρισμού. Εδώ απαιτούνται γενναία μέτρα προσωρινού χαρακτήρα, για να υψωθεί τείχος προστασίας: μείωση ειδικών φόρων κατανάλωσης στα καύσιμα και του ΦΠΑ σε συγκεκριμένα τρόφιμα και είδη ευρείας κατανάλωσης.
Η δεύτερη αφορά την παρέμβαση στην αγορά. Έλεγχος τιμών, προστασία καταναλωτών και μικρών επιχειρήσεων από την κερδοσκοπία.
Η τρίτη και σημαντικότερη αφορά το νέο επίπεδο τιμών που θα διαμορφωθεί και την αναντιστοιχία του με το εισόδημα των πολιτών. Διότι ακόμη κι όταν η αυξητική τάση του πληθωρισμού σταματήσει, θα διατηρηθεί ένα αυξημένο επίπεδο τιμών. Και το μεγάλο πρόβλημα είναι πώς στην Ελλάδα, τη μόνη χώρα της Ε.Ε. που ο κατώτατος μισθός είναι χαμηλότερος από το 2010, οι πολίτες θα ανταποκριθούν στα νέα επίπεδα τιμών.
Γι' αυτό απαιτείται μια άμεση γενναία αύξηση του κατώτατου μισθού, αλλά και μηχανισμοί που θα επιτρέψουν την αύξηση των μισθών στα επόμενα κλιμάκια, όπως οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας αλλά και όροι ρύθμισης της αγοράς εργασίας που τελικά έχουν άμεση επίπτωση στον μισθό.
ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ τα παραπάνω προτεραιότητες για τη σημερινή κυβέρνηση; Είναι προφανές πως όχι. Αναφορικά με τις φορολογικές μειώσεις η κυβέρνηση επικαλείται τον περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο. Πώς επιλέγει όμως η ίδια να χρησιμοποιήσει τον χώρο αυτό; Μειώνοντας για παράδειγμα τον φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίου, τη φορολογία κερδών επιχειρήσεων και καταργώντας τη φορολόγηση γονικών παροχών σε υψηλές περιουσίες, επιλογές που φανερά ευνοούν λίγους των ανώτερων εισοδημάτων και κοστίζουν αθροιστικά 260 εκατ. ευρώ, αλλά αρνούμενη να μειώσει τον ΦΠΑ σε βασικά είδη όπως το ψωμί που κοστίζει 140 εκατ. ευρώ. Επιλέγει να κρατήσει καθηλωμένο τον κατώτατο μισθό και να υποβαθμίσει την αξία της εργασίας, μειώνοντας τις αμοιβές μισθωτής εργασίας. Επιλέγει να ανέχεται την κερδοσκοπία.
Οι επιλογές και οι προτεραιότητες είναι σαφείς. Το ζήτημα είναι πρωτίστως πολιτικό και ως τέτοιο απαιτεί πολιτική απάντηση.