Αναδημοσιεύσεις

16
11

Νίκος Φίλης: Πώς θα αλλάξει το «κλίμα»;

Αυτές τις μέρες ολοκληρώθηκε στη Γλασκώβη η Σύνοδος Κορυφής για την κλιματική κρίση (γνωστή ως COP26). Έδωσαν «παρών» οι ηγέτες όλων σχεδόν των βιομηχανικών χωρών. Όπως κάθε φορά, επενδύθηκαν ελπίδες. Είναι εξάλλου τόσο κρίσιμες οι συνθήκες που ο κοινός νους λέει «δεν μπορεί, θα υπάρξει αφύπνιση». Αλλά αν η ιστορία εδραζόταν στη λογική, οι αποφάσεις θα είχαν ληφθεί εδώ και δεκαετίες. Για αυτό, τα νέα από την Σύνοδο, διαψεύδουν και απογοητεύουν. Με βάση τις δεσμεύσεις των ηγετών, αυτά που θα γίνουν θα οδηγήσουν την αύξηση της θερμοκρασίας στη Γη ως το τέλος του αιώνα, πολύ πάνω από την τιμή στόχος 1,5 °C (που είναι ήδη άσχημα): κατά 2,4 °C, τουλάχιστον. Καμιά κυβέρνηση μεγάλης και πλούσιας χώρας δεν φαίνεται διατεθειμένη να προχωρήσει σε δραματικές αλλαγές στην παραγωγή, που θα έθιγε τα κέρδη του συστήματος και θα κλόνιζε τις παραγωγικές σχέσεις. Για αυτό, έχει σημασία να μπουν μπροστά οι νέοι. Έχει σημασία να τους εμπιστευτούμε και να τους ακούσουμε. Κι αν δεν το κάνουμε εμείς, να πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους. Και τέλος, έχει βέβαια μέγιστη σημασία ο αγώνας κατά της κλιματικής καταστροφής να επικεντρωθεί στα ουσιώδη -στο σύστημα που τον γεννάει.
16
11

Σεντρίκ Ντυράν: Δυνάμεις αλλαγής

Υπάρχουν πολλά που μπορούμε να διδαχθούμε από τις διάφορες επαναλήψεις της προσέγγισης που βασίζεται στην ύπαρξη ιστορικών σταδίων (τις εμπνεόμενες από τον Πολάνυι, τις μετα-κεϋνσιανές, της Σχολής της Ρύθμισης, τις γκραμσιανές): την μη γραμμικότητα της αλλαγής, την ενδεχομενικότητα της τεχνο-οικονομικής επέκτασης στο πλαίσιο των κατάλληλων θεσμικών πλαισίων, τις κοινωνικο-πολιτικές αντιδράσεις στις καταστροφικές δυνάμεις των αγορών, και τις ποιοτικές αλλαγές στο σύστημα που έχουν επιφέρει οι μεταλλάξεις του. Αυτή η γνώση μας βοηθά να αποκωδικοποιήσουμε την τρέχουσα συγκυρία και να προβλέψουμε τις πιθανές κατευθύνσεις της. Όμως, πρέπει επίσης να έχουμε κατά νου τις σωρευτικές επιδράσεις των διαδοχικών αναπτυξιακών σταδίων. Οι αντιφάσεις δεν υπάρχουν μόνο σε κάθε φάση∙ συγκροτούνται από στάδιο σε στάδιο, καθώς η δυναμική ενός καθεστώτος συσσώρευσης έρχεται σε σύγκρουση με τους προδρόμους του. Ο καπιταλισμός, ως σύστημα, γερνάει. Με την παγκοσμιοποίηση της μεταποίησης, η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα συνεχίζει να αυξάνεται και οι χωρικές διορθώσεις συνεχίζουν να εξαντλούνται, καθιστώντας την εσωτερική αντίφαση της διαδικασίας συσσώρευσης εμφανή σε ένα πραγματικά παγκόσμιο επίπεδο. Παραμένει αμφίβολο αν η εκβιομηχάνιση των υπηρεσιών και ο διεθνής κατακερματισμός της θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ευκαιρίες ικανές να απορροφήσουν αυτήν τη μάζα του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου. Εν τω μεταξύ, η κατά τον Τζέιμς Ο’Κόνορ δεύτερη αντίφαση του καπιταλισμού γίνεται όλο και πιο δημοφιλής. Κατά τον Ο’ Κόνορ, το βασικό εμπόδιο για την καπιταλιστική ανάπτυξη δεν υπάρχει μόνο στο εσωτερικό της ίδιας της διαδικασίας συσσώρευσης, αλλά «μεταξύ των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων (και των παραγωγικών δυνάμεων) και των συνθηκών της καπιταλιστικής παραγωγής», λόγω της «οικονομικά καταστροφικής ιδιοποίησης και χρήσης της εργατικής δύναμης, των αστικών υποδομών και του χώρου, καθώς και της φύσης ή του περιβάλλοντος». Η οικολογική κρίση, η αυξανόμενη τιμή των παροχών υπηρεσιών υγείας και της εκπαίδευσης, η επιδείνωση των φυσικών υποδομών-όλα αυτά αυξάνουν το κόστος από την πλευρά της προσφοράς και μπορεί να αποτελέσουν ένα επιπλέον εμπόδιο στην διαδικασία συσσώρευσης. Η αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων δεν είναι σε καμία περίπτωση κάτι ανέφικτο για τον άνθρωπο. Αλλά θα ήταν ανόητο να μην αναρωτηθούμε μήπως ο πρόσθετος συστημικός περιορισμός που επιβάλλει την αποκόμιση κέρδους έχει θέσει πολύ ψηλά τον πήχη.
16
11

Στρατής Μπουρνάζος: SLAPPs: νομικό μπούλινγκ που υποδύεται την προστασία των δικαιωμάτων

Το ζήτημα των απειλών που υφίσταται η δημόσια κριτική και η ελεύθερη έκφραση, στην Ελλάδα του 2021 δεν εξαντλείται, βέβαια, στις SLAPPs. Πριν λίγες μέρες αναθεωρήθηκαν άρθρα του Ποινικού Κώδικα, ανάμεσά τους και το 191. Το αναθεωρημένο άρθρο προβλέπει ότι τιμωρείται «όποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία». Η παλιά διατύπωση ήταν: «όποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις με αποτέλεσμα να προκαλέσει φόβο κλπ.». Η διαφορά είναι εμφανής: η διατύπωση γίνεται πολύ πιο αόριστη, διευρύνοντας το αξιόποινο (με την παλιά, έπρεπε να αποδειχθεί ότι επήλθε το αποτέλεσμα), ανοίγοντας έτσι τον ασκό του Αιόλου. Δεν προχωράω, καθώς το ζήτημα υπερβαίνει σαφώς τις SLAPPs (παρότι το άρθρο 191 μπορεί να αξιοποιηθεί και σε αυτές) και μας οδηγεί στο κομβικό ερώτημα του ορισμού και της χρήσης των fake news, το οποίο αγγίζει τον πυρήνα της ελευθερίας της έκφρασης.
16
11

Βασίλης Κωστάκης: Η καινοτομία στην υπηρεσία της κοινότητας

“Πρώτον η τεχνολογία δεν είναι ουδέτερη. Η τεχνολογία έχει πάντα μία πολιτική κατεύθυνση, είτε αυτό διατυπώνεται ξεκάθαρα στον κώδικα της τεχνολογίας ή στα συμφέροντα που χρηματοδοτούν την ανάπτυξη ενός τεχνολογικού προϊόντος, είτε αυτά είναι υπόρρητα. Δηλαδή δεν το ξέρουμε όμως συνειδητά ή όχι αυτοί που σχεδίασαν, χρηματοδότησαν ένα συγκεκριμένο τεχνολογικό εργαλείο είχαν κάποιους σκοπούς. Λοιπόν είναι βασικό να καταλάβουμε ότι οποιοδήποτε ατζέντα πολιτική είτε είναι αριστερή δεξιά ή κάτι ενδιάμεσο, πρέπει να έχει μία αντίληψη και ένα σύνολο προτάσεων για το ποια τεχνολογική ανάπτυξη θέλουμε”. Για παράδειγμα το διαδίκτυο και ο παγκόσμιος ιστός. Αυτό δεν είναι μία τεχνολογία, είναι ένα άθροισμα πολλών τεχνολογιών και καινοτομιών που έχουν λάβει όλα τα χρόνια, χρηματοδοτήθηκε αρχικά από ένα ίδρυμα του στρατού των ηνωμένων πολιτειών, στη συνέχεια πήραν την τεχνολογία αυτή γιατί δεν ήτανε πατενταρισμένη, ήταν ανοιχτή και την αξιοποίησαν οι επιστήμονες, για να μοιράζονται γνώσεις ανά τον κόσμο, στη συνέχεια μπήκαν οι χακεράδες μέσα, και έκαναν τα δικά τους ωραία, στη συνέχεια μπήκαν οι εταιρείες οι οποίες αξιοποίησαν την τεχνολογία αυτή για κερδοσκοπικούς σκοπούς κλπ. Συνεπώς αυτό το άθροισμα των τεχνολογιών που ονομάζουμε σήμερα διαδίκτυο, ήταν ένα πεδίο αγώνα να επηρεάσουν διάφορες ομάδες αυτή τη συγκεκριμένη τεχνολογία. Και έτσι είχαμε ως αποτέλεσμα παραδείγματος χάρη το Facebook από τη μία, και από την άλλη έχουμε τη wikipedia. Το Facebook είναι αυτό που ξέρετε και όλες, όπου ευνοεί την αλληλεπίδραση μεταξύ των ανθρώπων, με μία ομότιμη σχέση, ένα peer to peer δίκτυο, όπου ο καθένας και η καθεμία συνεισφέρει ό,τι θέλει, πάνω σε μία παγκόσμια πλατφόρμα ταινία και ο καθένας και η καθεμία καταναλώνει ό,τι θέλει. Βίντεο φωτογραφίες σχόλιο κλπ. Και έτσι δημιουργείται μία αξία την οποία την καρπώνεται αυτή η εταιρική ιεραρχία του Facebook. Αλλάζει όποτε θέλει τους όρους. Από την άλλη πλευρά έχεις τη wikipedia. Που είναι μία εγκυκλοπαίδεια η οποία παράγεται από τα κάτω, από τον καθένα και την καθεμία που συνεισφέρει αυτό που θέλει και αυτό που ξέρει, και όποιος ή όποια θέλει διαβάζει ένα λήμμα που υπάρχει στη wikipedia. Ποιος θα μας το έλεγε το 2001 που ξεκίνησε η wikipedia ότι θα κατάφερνε να βγάλει εκτός αγοράς την αντίστοιχη εγκυκλοπαίδεια της microsoft, που υπήρχε από το 1993, και μετά από λίγα χρόνια θα έβγαζε εκτός τυπογραφείου την εγκυκλοπαίδεια μπριτάνικα, μετά από 250 χρόνια”. Που είναι ένα εγχείρημα που δεν οργανώνεται με σκοπό τη μεγιστοποίηση του χρηματικού κέρδους, στο Facebook έχουμε μεγιστοποίηση χρηματικού κέρδους, για τους μετόχους της εταιρείας, στη wikipedia δεν το έχουμε.
15
11

Γιάννης Μπασκόζος: «Η κυβερνητική πολιτική “ελευθερίας” ήταν εντελώς λαθεμένη»

Φαίνεται ότι η επέκταση της υποχρεωτικότητας πέρα των υγειονομικών και σε άλλες επαγγελματικές κατηγορίες, στις οποίες οι πολίτες βρίσκονται εκτεθειμένοι σε κοινωνικές επαφές, μπορεί να είναι χρήσιμη. Η πιθανή υποχρεωτικότητα όμως πρέπει πάντα να επιτυγχάνεται με πολιτικές πειθούς και διασφάλιση της συναίνεσης της κοινωνίας. Αναφέρω χαρακτηριστικά ως παραδείγματα την αστυνομία, το στρατό, τους ιερείς, τους εν γένει δημοσίους υπαλλήλους που έρχονται σε επαφή με το κοινό και τους υπαλλήλους των σούπερ μάρκετ. Σε ο,τι αφορά το πιστοποιητικό, αν θεωρήσουμε ότι έχει χρησιμότητα, θα πρέπει να αφορά πραγματική εμβολιαστική κάλυψη. Με βάση τα δεδομένα που παρέθεσα, το πιστοποιητικό δεν έχει καμία αξία αν έχει παρέλθει εννιάμηνο. Αρα οφείλει να ανανεώνεται με βάση την πραγματική εμβολιαστική κάλυψη.
15
11

Τουρκία: Ποιοι θέλουν να «εξαφανίσουν» τον Κεμάλ;

Το ίδιο το Κράτος και η κυβέρνηση έστησαν αυτήν τη λατρεία της προσωπικότητας. Αλλά τα τουρκικά λαϊκά στρώματα σέβονται, επίσης, αυτόν τον «ηγέτη που έσωσε τη χώρα». Ένα μεγάλο μέρος του κόσμου της αριστεράς εκτιμά πολύ τον Μουσταφά Κεμάλ και τον αντιμετωπίζει ως έναν Μεγάλο Επαναστάτη. Υπάρχουν, ωστόσο, τέσσερις τουλάχιστον ομάδες που αποτελούν εξαίρεση στον αγώνα εγκωμιασμού του Ατατούρκ: - Οι Κούρδοι, διότι υπήρξαν μεγάλες επιχειρήσεις (1925 και 1937) «κάθαρσης» κατά των Κούρδων, επί θητείας ήδη του Ατατούρκ ως Προέδρου της Δημοκρατίας. Επιπλέον, οι σημερινοί Κούρδοι ουδόλως συμφωνούν με τις εθνικιστικές ή ακόμη και ρατσιστικές θέσεις της κεμαλικής περιόδου, συμπεριλαμβανομένης της θέσης και της εφαρμογής του Έθνους-Κράτους που αρνείται ακόμη και την ύπαρξη των Κούρδων. - Οι Ισλαμιστές, διότι ο Ατατούρκ είχε αγωνιστεί με αποφασιστικό τρόπο κατά της ισλαμιστικής αντίδρασης. Είχε απαγορεύσει τις ισλαμικές αιρέσεις, τα ιδιωτικά ισλαμικά σχολεία (μεντρεσέδες). Ένθερμος υπερασπιστής και αρχιτέκτονας της τουρκικού τύπου κοσμικότητας, ο Ατατούρκ εγκωμίαζε την Επιστήμη έναντι της προπαγάνδας της Πίστης. - Οι μη μουσουλμανικές μειονότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δηλαδή οι Αρμένιοι, οι Έλληνες και οι Εβραίοι. Ο Μουσταφά Κεμάλ πίστευε ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία διαλύθηκε εξαιτίας των μη τουρκικών και μη μουσουλμανικών μειονοτήτων που λειτούργησαν ως η πέμπτη φάλαγγα των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Αρκετά εκατομμύρια Αρμένιοι, Έλληνες και Εβραίοι εκδιώχθηκαν από την πατρίδα τους, σφαγιάστηκαν ή απελάθηκαν. - Τέλος, η ριζοσπαστική αριστερά, που προσπαθεί να κάνει μία ισορροπημένη αξιολόγηση, πιστεύει ότι οι πολιτικές αδυναμίες του Ατατούρκ υπερτερούν των προσόντων του. Αντιπροσωπεύοντας τις άρχουσες τάξεις, ο Ατατούρκ, σύμφωνα με τη μαρξιστική αριστερά, σκότωσε τους κομμουνιστές ηγέτες της εποχής, ήξερε πώς να κάνει τακτικές συμμαχίες με τις ξένες δυνάμεις και δεν ήταν ισχυρός υπερασπιστής της Δημοκρατίας.
15
11

Και ξαφνικά, το ασυνήθιστο

Φραντς Κάφκα «Ο Μπλούμφελντ, ένας γηραιός εργένης», μετάφραση: Αλέξανδρος Κυπριώτης, εκδόσεις η βαλίτσα, 2021 Ο Μπλούμφελντ είναι μια ημιτελής ιστορία. Μια ιστορία που ο Κάφκα άρχισε να γράφει τον Φεβρουάριο του 1915 και από την οποία υπάρχουν, έχουν απομείνει, δύο σεκάνς, δύο σύντομες σκηνές που εκτυλίσσονται η μία στο σπίτι και η άλλη στον χώρο της εργασίας του πρωταγωνιστή: «οι δύο πυλώνες του δυτικού πολιτισμού, η προσωπική και η επαγγελματική ζωή του ανθρώπου, τα δύο κολαστήρια του Φραντς Κάφκα», όπως επισημαίνει ο μεταφραστής στην εισαγωγή του στο βιβλίο.
15
11

Γιώργος Κυρίτσης: Δεν καταλαβαίνουν τίποτα

Το γεγονός όμως ότι ζούμε σε επανάληψη την περσινή τραγωδία σαν καρμπόν θα πρέπει να μας προβληματίσει. Ξεκινάει πάλι από τη Θεσσαλονίκη, ίδιες μέρες, ίδιες γιορτές, ίδιες προειδοποιήσεις, ίδιο τραγικό αποτέλεσμα. Η κυβέρνηση επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη ελπίζοντας σε σωστό αποτέλεσμα. Μέχρι την περασμένη Πέμπτη, η εικόνα που είχε και εξέπεμπε ο πρωθυπουργός ήταν ότι η πανδημία δεν είναι σε έξαρση και το ΕΣΥ δεν πιέζεται. Δεν είχαν δηλαδή ο ίδιος και το επιτελείο του καμία συναίσθηση της πραγματικότητας, λίγα εικοσιτετράωρα μόνο πριν τα ρεκόρ κρουσμάτων και τους νεκρούς σε ράντζα στα νοσοκομεία. Αυτό είναι πολύ ανησυχητικό. Διότι είναι διαφορετικό να ξέρεις ότι ο Μητσοτάκης και οι συν αυτώ δεν ενισχύουν το ΕΣΥ επειδή θέλουν να το δώσουν σε ιδιώτες και δεν ξοδεύει λεφτά για σχολεία και λεωφορεία γιατί θέλει να ’χει για φοροαπαλλαγές στους πλούσιους. Και τελείως διαφορετικό να ξέρεις, να διαπιστώνεις ότι, εκτός όλων των άλλων, δεν έχουν καν επαφή με την πραγματικότητα και δεν ξέρουν πού τους πάνε τα τέσσερα. Στην πρώτη περίπτωση, διατηρείς την ελπίδα ότι μπροστά στην καταστροφή μπορεί να παραμερίσουν για λίγο την ατζέντα τους και να κάνουν μερικά πράγματα. Στη δεύτερη περίπτωση, κάνεις απλά το σταυρό σου, περιμένεις και ελπίζεις.
15
11

Υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ: Ένα πολιτικό και στρατιωτικό φιάσκο

Στα μέσα Μαΐου του 1965, περίπου δύο χρόνια μετά τη δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη, που προκάλεσε αναβρασμό στην πολιτική ζωή της χώρας, ένα υποτιθέμενο πολιτικό και στρατιωτικό σκάνδαλο ήρθε να επιβαρύνει ακόμη περισσότερο, το ήδη τεταμένο πολιτικό κλίμα και να οδηγήσει τελικά στην στην αποστασία του 1965: η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ. Ο ΑΣΠΙΔΑ (αρκτικόλεξο της φράσης «Αξιωματικοί Σώσατε Πατρίδα, Ιδανικά, Δημοκρατίαν, Αξιοκρατίαν») επρόκειτο για μια μυστική οργάνωση, στελεχωμένη από εν ενεργεία αξιωματικούς του Ελληνικού Στρατού, η οποία δήθεν τελούσε υπό την καθοδήγηση του Ανδρέα Παπανδρέου, γιού του τότε πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου. Όταν ξεκίνησαν οι ανακρίσεις για εμπλοκή πολιτικών προσώπων, ο Ανδρέας Παπανδρέου αρνήθηκε με επιμονή και πάθος ότι είχε οποιαδήποτε επαφή ή σχέση με την εν λόγω οργάνωση, καταγγέλλοντας «σκευωρία και πλεκτάνη εις βάρος του από ντόπια και ξένα κέντρα». Στο βιβλίο του «Η Δημοκρατία στο απόσπασμα» (σελ 217-225) ο Ανδρέας Παπανδρέου αναφέρει πως πρώτη φορά άκουσε το όνομα της οργάνωσης τον Μάιο του 1965 από τον πατέρα του.
15
11

Σία Αναγνωστοπούλου: Σταγόνες μνήμης για μια βεβιασμένη συμφιλίωση

Ερώτημα πρώτο λοιπόν: αποδίδει η ταινία «Καλάβρυτα 1943» τη φρίκη του ναζισμού; Σε καμιά περίπτωση δεν την αποσιωπά ή την αποκρύπτει. Όμως δεν την φωτίζει με αμετάκλητο τρόπο. Και αυτό νομίζω –τουλάχιστον στα μάτια ενός ιστορικού- είναι το σημαντικότερο πρόβλημα της ταινίας. Η ένταση του αμετάκλητου, του αδιαπραγμάτευτου, του ανείπωτου λείπει. Δεν φταίει όμως για αυτό το αφηγηματικό στοιχείο του «καλού αυστριακού ναζί» που ανοίγει την πόρτα του σχολείου για να σωθούν οι γυναίκες και τα κορίτσια, που παρεισφρέει στην ταινία. Το αμετάκλητο, το αδιαπραγμάτευτο, της ναζιστικής φρίκης δεν έχει μελοδραματικότητα. Έχει δραματικότητα. Έχει ένταση, τρόμο και απέραντη απελπισία. Δεν αποδίδονται στην ταινία αυτά. Μόνο στο «θεϊκό» πρόσωπο του Μαξ Φον Σίντοφ, που γεμίζει την οθόνη –δυστυχώς σε ελάχιστες στιγμές- αποτυπώνεται όλος ο πόνος από την απίστευτη τραγωδία. Αποτυπώνεται το ανείπωτο! Σε καμιά άλλη περίπτωση, ούτε στην εκτέλεση των αντρών και των αγοριών, ούτε στην αναζήτηση των δικών τους νεκρών από τις γυναίκες μέσα στο σωρό των εκτελεσμένων στο λόφο του μαρτυρίου. Και εδώ κατά τη γνώμη μου εντοπίζεται ένα παράθυρο διαπραγμάτευσης της φρίκης στην ταινία: περισσότερη ένταση έχει η σκηνή όταν ο «καλός ναζί» ανοίγει με το πόδι του την πόρτα του σχολείου, παρά οποιαδήποτε άλλη σκηνή φρίκης. Ερώτημα δεύτερο: προσπαθεί η ταινία να παραχαράξει και να αναθεωρήσει την Ιστορία; Δεν νομίζω ότι αυτή είναι η, συνειδητή τουλάχιστον, πρόθεση των συντελεστών της. Έχει τα πάντα η ταινία για να την καθιστά αξιόπιστη ιστορικά. Και το τραγικό γεγονός του Ολοκαυτώματος, και την ιστορική και ηθική νομιμότητα των αποζημιώσεων και τον επιζήσαντα πρωταγωνιστή (Μαξ Φαν Σίντοφ) που μαρτυρά το παρελθόν. Δεν έχει μόνο αυτά όμως. Έχει και τα άλλα. Το παρόν, το σήμερα, που συνδιαλέγεται με το παρελθόν κατεξοχήν μέσα από την πρωταγωνίστρια. Από τη Γερμανίδα, δικηγόρο του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών, που τελικά πείθεται, χάρη στη μαρτυρία του επιζήσαντα και στα αρχεία που μελετά, για τη βασιμότητα των αποζημιώσεων. Έχει επίσης και την «ουρά» του «καλού ναζί»: τη γυναίκα του που βεβαιώνει ότι αυτός ήταν «καλός». Αυτό το πήγαινε-έλα ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, χωρίς καμιά ένταση ούτε στο ένα ούτε στο άλλο, όπου και στους δύο χρόνους οι δυνατοί σύνδεσμοι είναι ο «καλός ναζί» και η μεταστραφείσα δικηγόρος –πολύ λιγότερο ο επιζήσας πρωταγωνιστής- καθιστά την Ιστορία επίπεδη, χωρίς τις αιχμές της και τις τραγικές γωνίες της. Αυτό που μένει τελικά –τουλάχιστον στα δικά μου μάτια- είναι μια ταινία «βεβιασμένης συμφιλίωσης» του παρελθόντος με το παρόν, με όλα τα αφηγηματικά στοιχεία που αυτή η συμφιλίωση παρελθόντος-παρόντος απαιτεί. Αυτό είναι το πρόβλημα κατά τη γνώμη μου: η «βεβιασμένη συμφιλίωση», η κακοχωνεμένη, σχεδόν αποϊστορικοποιημένη πρόσληψη του παρελθόντος σε ένα παρόν που τα καθιστά όλα αποσπασματικές «σταγόνες μνήμης», και όχι ένα συνεκτικό, ορμητικό «ποτάμι επίγνωσης» του ανείπωτου.