Κατέ Καζάντη: Για τις συμμαχίες και το μέλλον της Αριστεράς
Οι συμμαχίες απαιτείται να είναι αμφίπλευρες. Να συμπαρασύρεις, με επαναστατικό οίστρο, εκείνους τους πεπλανημένους που βρίσκονται δεξιότερα των θέσεών σου, είναι η μία πλευρά του αγώνα. Η άλλη, η ίσως σημαντικότερη, είναι να εντάσσεις στις γραμμές σου όλες εκείνες τις δυνάμεις της σκόρπιας, ας πούμε, αριστεράς, οι οποίες στέκουν κριτικά απέναντί σου. Η κίνηση μοιάζει αντιφατική: μεταξύ πρώτων και δεύτερων χάσμα μέγα εστήρικται, ιδεολογικοπολιτικής υφής, που εκτείνεται από τις φιλοσοφικές κληρονομιές, πώς διαβάζει κανείς την ιστορία, μέχρι τις οραματικές πολιτικές για την κοινωνία του αύριο. Η σχάση είναι επίσης υπόθεση κουλτούρας, εγγίζει δε πλείστα όσα θέματα: από κείνα που θα έλεγε κανείς «χαμηλής πολιτικής» ή και από κείνα που δεν ομολογούνται. Από τη θέση που λαμβάνει κανείς απέναντι στη βία ως εναντίωση στο σύστημα -το διαβόητο «καταδικάστε τη βία από όπου κι αν προέρχεται»- έως τους τρόπους του αγωνίζεσθαι, τις μορφές του αγώνα.
Αλλά όλα τούτα -πρέπει να- ξεπερνιούνται. Όταν, μάλιστα, οι δυνάμεις της δεξιάς συντήρησης επελαύνουν δυναμικά, να θεωρείς μοναδική ρωγμή εναντίον του συστήματος να του κλέβεις περσόνες, που κατ’ επανάληψη το στήριξαν, η δε δράση τους υπήρχε έως χτες μοναχά στις μηχανές αναζήτησης του διαδικτύου, μοιάζει ματαιοπονία. Όχι πως περισσεύει κανείς, απεναντίας. Δεν φτάνει όμως. Δίχως αναφορές, δίχως αντιστοίχηση με το κοινωνικό εκείνο σώμα που βρίσκεται στην πρωτοπορία, δίχως εκείνες τις μειοψηφίες που επεξεργάζονται τις πλειοψηφικές θέσεις του αύριο -τούτο έπραξε ο κόσμος ΣΥΡΙΖΑ του πολύπαθου 3%-, δίχως βροντώδες κάλεσμα των αποκαλούμενων ανένταχτων, ή και των ενταγμένων, αριστερών, η «πρόοδος» των συμμαχιών εύκολα μπορεί, παρά τις καλές προθέσεις, να κατρακυλήσει σε άλλες ατραπούς.