Θα μπορούσε να δει κανείς στα διηγήματα της Στεργίου μια σύγχρονη εκδοχή αστικής ηθογραφίας, μια απόπειρα να μιλήσει η νεαρή συγγραφέας για τη γενιά της και τα αδιέξοδά της, για τον τρόπο που η γενιά αυτή μεγάλωσε μέσα στα χρόνια της κρίσης, για τον τρόπο που ζει και κινείται στη σημερινή Αθήνα, αλλά και ταυτοχρόνως να θίξει μια σειρά από ζητήματα που εμφανίζονται συχνά στην τρέχουσα επικαιρότητα. Η νεαρή συγγραφέας πετυχαίνει πράγματι σ’ αυτή την προσπάθειά της φέρνοντας στο προσκήνιο τους ανθρώπους της ηλικίας της, νεαρούς επιστήμονες ως επί το πλείστον, καταδικασμένους στην ανεργία ή σε βαρετές δουλειές, που ασφυκτιούν μέσα σε ζωές δίχως νόημα και προοπτική. Και το καταφέρνει χάρη στην οξύτητα της ματιάς της, στην ικανότητά της να αναδεικνύει τις λεπτομέρειες και στη φρεσκάδα της γλώσσας της. Ωστόσο, στα πιο ολοκληρωμένα διηγήματα της συλλογής, το «Ριάλιτι» και τα «Φτερά χήνας», πετυχαίνει ένα αποτέλεσμα που υπερβαίνει κατά πολύ αυτόν το στόχο αλλά και αυτά που συνήθως περιμένουμε από μια πρώτη λογοτεχνική προσπάθεια κι από μια τόσο νέα συγγραφέα. Και στα δυο το ονειρικό ή το παραληρηματικό στοιχείο συμπλέκονται με την πραγματικότητα και η αφήγηση δομείται και κορυφώνεται υποδειγματικά. Είναι εμφανής εδώ τόσο η αναγνωστική εμπειρία της Στεργίου, η τριβή της με τη λογοτεχνία, όσο και η ικανότητά της να περάσει από την αφήγηση μιας ενδιαφέρουσας ιστορίας σε κάτι πολύ πιο βαθύ, από τη μια σε μια ανατομία των οικογενειακών σχέσεων και του ψυχισμού των προσώπων της, από την άλλη σε μια συνειδητά καλοδουλεμένη λογοτεχνική κατασκευή. Κι αυτά τα στοιχεία δημιουργούν ακόμη περισσότερες προσδοκίες για τη συνέχεια.