Δεν πιστεύω ότι η Συμφωνία βάζει οριστικό τέλος στη διαμάχη και τον εθνικισμό ούτε ότι εγγυάται ένα ανέφελο μέλλον. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε; Πιστεύω όμως ότι είναι ένα αποφασιστικό βήμα και ότι μπορεί να δημιουργήσει νέες πραγματικότητες και δυνατότητες, θετικές για τους δύο λαούς, στις δύο κοινωνίες και εντός της καθεμιάς. Δεν φρονώ ότι η Συμφωνία δημιουργεί μια «παιδική χαρά» όπου θα παίζουν ευτυχισμένοι οι δυο λαοί με πεταλουδίτσες και μελισσούλες να πετάνε ολούθε, έχοντας εξορίσει στα Τάρταρα τους εθνικισμούς, αλλά ούτε ότι διανοίγει μια λεωφόρο όπου θα κόβουν αμέριμνα βόλτες και θα αλωνίζουν το ελληνικό κεφάλαιο και οι νατοϊκοί (που αλώνιζαν και τώρα, άλλωστε). Έχω τη γνώμη ότι το νέο τοπίο που δημιουργεί η Συμφωνία είναι ευνοϊκότερο και δίνει πολλές δυνατότητες για όσους αγωνίζονται κατά του εθνικισμού και υπέρ της αλληλεγγύης, της συμφιλίωσης και των δικαιωμάτων των δύο λαών.
Γι’ αυτό, ακόμα και αν κάποιος είναι ριζικά αντίθετος στην κυβέρνηση (την ελληνική ή τη φυρομιανή), αυτό δεν συνεπάγεται, αυτομάτως και αντακλαστικά, ότι οφείλει να είναι αντίθετος σε κάθε πράξη της, άρα και στις Πρέσπες. Γιατί κάτι τέτοιο, αν μη τι άλλο, είναι πολιτικός ετεροκαθορισμός. Με λίγα λόγια, πιστεύω ότι οι αριστεροί και οι αριστερές, οι αντιεθνικιστές και οι αντιεθνικίστριες, και ευρύτερα οι δημοκράτες, ακριβώς με βάση τα κριτήρια, τις επιδιώξεις και τις αρχές τους, έχουν ισχυρούς λόγους να υποστηρίξουν τη Συμφωνία των Πρεσπών.