Υπάρχει πράγματι μια αυθεντική πολιτική οικονομία της μαρμελάδας, όπως υπάρχει η πολιτική οικονομία του μελιού, μια αυθεντική οικονομία κλοπής, υπεξαίρεσης και απαλλοτρίωσης, που δεν είναι της παρούσης. Η πολιτική οικονομία της μαρμελάδας, διατυπωμένη τον 19ο αιώνα από τον Λιούις Κάρολ, στο σίκουελ της «Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων», συνίσταται στον απλούστατο κανόνα της Βασίλισσας: «Μαρμελάδα χθες, μαρμελάδα αύριο, αλλά ποτέ μαρμελάδα σήμερα».
Οι μεσήλικες και άνω πιθανότατα κατανοούν την ευρύτατη χρήση του κανόνα της μαρμελάδας, που τριχοτομεί τον πολιτικό χρόνο σε ένα αμαρτωλό και ενοχικό παρελθόν, σε ένα οραματικό μέλλον και σε ένα εφικτό και -συνήθως- οδυνηρό παρόν. Το πρόβλημα αυτής της τριχοτόμησης είναι ότι οι κοινοί θνητοί, αποδέκτες των προϊόντων της πολιτικής οικονομίας της μαρμελάδας, είναι αδύνατο να τραφούν μόνο με μνήμες και ενοχές για το παρελθόν ή με μεγάλες προσδοκίες για το μέλλον. Τρέφονται αποκλειστικά με «παρόν». Από τις τρεις εκδοχές μαρμελάδας της Βασίλισσας μόνο η «μαρμελάδα σήμερα» είναι βρώσιμη. Οι άλλες δύο μαρμελάδες είτε απλώς οξύνουν το αίσθημα της ανικανοποίητης πείνας είτε, αντιθέτως, προκαλούν τη μέχρι αηδίας αίσθηση κορεσμού.
Ο πονηρός συλλογισμός του κανόνα της μαρμελάδας είναι ότι ο λόγος που στερείστε τη μαρμελάδα σήμερα είναι πως καταναλώσατε υπερβολική μαρμελάδα στο παρελθόν, πιθανότατα φτάνοντας με επικίνδυνους ακροβατισμούς το φυλαγμένο στα ψηλά ράφια βάζο. Προϋπόθεση, λοιπόν, για να έχετε επαρκή μαρμελάδα στο μέλλον είναι να τη στερηθείτε σήμερα. Αυτό, άλλωστε, παραμένει ώς σήμερα η κυρίαρχη ερμηνεία για ό,τι υπέστη η οικονομία και η κοινωνία τη δεκαετία των μνημονίων. Είναι ο απόηχος του παγκάλειου «μαζί τα φάγαμε», του οποίου ποικίλες εκδοχές, λίγο πιο περίτεχνες και επιστημονικοφανείς, ακούμε και σήμερα. Οι ψηλές συντάξεις, άρα οι συνταξιούχοι φταίνε για τα ελλείμματα του ασφαλιστικού συστήματος. Ο εφησυχασμός των ανέργων στα ανεπαρκή προσόντα τους φταίει για την ανεργία τους. Η διοχέτευση των δημόσιων πόρων σε καταναλωτικές δαπάνες φταίει για το παραγωγικό και επενδυτικό έλλειμμα της χώρας.
Κι είναι αληθινά εντυπωσιακή η ευκολία με την οποία η έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη επαναλαμβάνει τον κανόνα της μαρμελάδας, αποτελώντας υπόδειγμα επιστημονικοφανούς λαϊκισμού: αυτά που περιγράφει ως «πληγές» της ελληνικής οικονομίας -οι χαμηλές επενδύσεις, το αποταμιευτικό κενό, η τεράστια πιστωτική επέκταση, τα ελλείμματα, η χαμηλή παραγωγικότητα, η υψηλή εξάρτηση από τον τουρισμό- παρουσιάζονται όχι ως το αποτύπωμα των επιλογών των κυβερνήσεων των τελευταίων δεκαετιών, των κυρίαρχων επιχειρηματικών καρτέλ και του πελατειακού καπιταλισμού α λα ελληνικά, αλλά ως προϊόντα «αυθόρμητων» επιλογών της κοινωνίας, των μικροεπιχειρηματιών, των καταναλωτών, των εργαζόμενων και των κηφήνων. Ητοι, ως προϊόν μιας απληστίας για υπερβολική, μέχρι διαβητικού κώματος, κατανάλωση μαρμελάδας που τώρα υποχρεούμαστε να τη στερηθούμε προκειμένου να ξανάχουμε μαρμελάδα αύριο, στο εγγύς ή στο απώτατο μέλλον.