Οι πρωταγωνιστές/στριες της Νικολαΐδου, εκπροσωπούν τρεις γενιές γεννημένες στον 20ό αιώνα, που μεγάλωσαν σε περιβάλλοντα εργατικά, αγροτικά, μικροαστικά, πολλοί/ές σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και απαξίωσης, και πάντως χωρίς προδιαγραφές για όνειρα, αλλά το έβαλαν πείσμα να σπουδάσουν. Και τα κατάφεραν παρότι δεν είχαν «ίσες ευκαιρίες», δεν είχαν το απαραίτητο «πολιτισμικό κεφάλαιο» που δίνει διαβατήριο για τον κόσμο της «αριστείας» - τον μόνο που συλλαμβάνει το μυωπικό βλέμμα της σημερινής υπουργού Παιδείας... Είναι σπαρακτική η μαρτυρία της γεννημένης το 1961 Χ.Κ., μιας Σταχτοπούτας στα 13 της που έχει πλέον διδακτορικό στη Φιλοσοφία.
Οπως λέει, όταν πέρασε στη Φιλοσοφική άκουσε για πρώτη φορά από τον Γεράσιμο Βώκο τη θεωρία του Πιερ Μπουρντιέ για την κοινωνική «διάκριση» που λειτουργεί απριόρι υπέρ αυτών που κουβαλούν μια οικογενειακή παιδεία. «Βγήκα από το αμφιθέατρο κλαίγοντας. Σπάραξα. Τότε συνειδητοποίησα για ποιον λόγο δυσκολευόμουν να συντονιστώ με τα παιδιά που ήμασταν μαζί στο Φιλοσοφικό, στην ειδίκευση. Τα μισά ήταν παιδιά πανεπιστημιακών... Είχαν μια κουλτούρα.»
Η συγγραφέας ηχογράφησε 102 μαρτυρίες γεωγραφικά διασκορπισμένες. Από αυτές, παρουσιάζει ταξινομημένες τις μισές, σαν ψηφίδες ενός μωσαϊκού των ηρώων της γνώσης. Είναι «αυτοί που ήθελαν να γίνουν γιατροί», οι «επιχειρηματίες», τα «στελέχη και οι ελεύθεροι επαγγελματίες», εκείνοι που σπούδασαν εκτός των τειχών, ή άλλοι που σπούδασαν με υποτροφίες κι έτσι κατάφεραν να παρακάμψουν τα ταξικά εμπόδια (όπως ο 45άρης σήμερα ογκολόγος Ν.Τ., με αναλφάβητο πατέρα και μάνα της Δ΄ Δημοτικού, ο οποίος όταν θέλησε να προχωρήσει σε διδακτορικό, αντιμετώπισε την ερώτηση «Ποιανού είσαι εσύ;»).
Το βιβλίο κλείνει με τους 20-30άρηδες, μεταξύ τους πολλά παιδιά μεταναστών. Ολες οι μαρτυρίες είναι ατόφιες φέτες ζωής, περασμένες μέσα από το φίλτρο της μνήμης (η Νικολαΐδου το σχολιάζει), και μεταγραμμένες έτσι ώστε να φανερώνονται οι άβολες αλήθειες και τα τραύματα αυτού του ηρωικού κόσμου. Χαρακτηριστικό το «γυάλινο ταβάνι», δηλαδή η αόρατη οροφή στην ανέλιξη όσων δεν ήταν «γόνοι» (κάτι που δεν φοβάται η σημερινή νέα γενιά), ή η έμφυλη διάσταση των σπουδών, αφού για πολλά χρόνια «στη μαύρη επαρχία ήταν αδιανόητο για τα κορίτσια να σπουδάσουν»...