Macro

Στη ζυγαριά η εξωστρέφεια του ελληνικού βιβλίου

Το σπίτι του φιλέλληνα συγγραφέα και ήρωα πολέμου Πάτρικ Λη Φέρμορ (1915-2011) στην Καρδαμύλη, όπου πραγματοποιήθηκε ένα υποδειγματικό Εργαστήριο για τις «Ελληνογερμανικές μεταφραστικές παραδόσεις», με τη σφραγίδα του Κέντρου Νέου Ελληνισμού (CeMoG) του Ελεύθερου Πανεπιστήμιου του Βερολίνου, επέλεξε ο Υφυπουργός Σύγχρονου Πολιτισμού Νικόλας Γιατρομανωλάκης, προκειμένου να παρουσιάσει (16/10), με τη γλώσσα της αγοράς, την πολιτική προσέγγισή του για την ενίσχυση της εξωστρέφειας του ελληνικού βιβλίου και για τους άξονες της ανάπτυξής του.
Το «Εργαστήριο» διοργανώθηκε από τον καθηγητή Μίλτο Πεχλιβάνο, διευθυντή του CeMoG, στην ανακαινισμένη με χρηματοδότηση του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, «οικία Φέρμορ», την οποία διαχειρίζεται το Μουσείο Μπενάκη βάσει διαθήκης. Επί τέσσερις ημέρες, η αφρόκρεμα των μεταφραστών και μεταφραστριών από τις δύο πλευρές, αντάλλαξαν εμπειρίες και προβληματισμούς, με συγγραφείς, εκδότες, λογοτεχνικούς πράκτορες, κριτικούς λογοτεχνίας, εκπροσώπους εκπαιδευτικών θεσμών και προγραμμάτων. Μια ελληνογερμανική «οικογένεια» με συνολικά 35 μέλη, συνεργάστηκε δημιουργικά σαν σε κυψέλη, μέσα σε ένα πνεύμα γνωριμίας, απολογισμού και αναπροσανατολισμού. Το παράδειγμα της Γερμανίας χτυπά συναγερμό για τις προοπτικές της παρουσίας του ελληνικού βιβλίου στη διεθνή αρένα. Η ελληνική λογοτεχνία, η οποία λειτουργεί ως αιχμή του δόρατος για τη γνωριμία σε βάθος του διεθνούς κοινού με το κοινωνικό-πολιτικό-πολιτισμικό πρόσωπο της σύγχρονης Ελλάδας, κάνει πολύ αδύναμες πωλήσεις στον γερμανόφωνο κόσμο, ακόμη κι όταν έχει προβληθεί στη Γαλλία ή στις ΗΠΑ. Μόνη εξαίρεση, τα αστυνομικά μυθιστορήματα του Πέτρου Μάρκαρη που έχουν ένα σταθερό κοινό τα τελευταία 20 χρόνια. Και, πρόσφατα, ήρθε η έκπληξη: ήταν ένα βιβλίο «αυτοβοήθειας» – το «Δώρο» του Στέφανου Ξενάκη που «έπαιξε» σε όλες τις διεθνείς δημοπρασίες – και όχι ένα λογοτεχνικό έργο.
Σ’ αυτήν τη δυναμική συνάντηση που είχε σοβαρές προοπτικές επεξεργασίας μιας στρατηγικής για την ουσιαστικότερη και συστηματικότερη προβολή των ελληνικών γραμμάτων στη Γερμανία και η οποία χρηματοδοτήθηκε από το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Υπουργείο Έρευνας (BMBF), ο Έλληνας Υφυπουργός δεν παρουσίασε κανένα συνεκτικό σχέδιο, ούτε για την «ορατότητα» των επαγγελματιών της μετάφρασης, ούτε για μια μεταφραστική πολιτική (λ.χ. υποτροφίες, διμερείς ανταλλαγές, ερευνητικά προγράμματα για τους μηχανισμούς των λογοτεχνικών αγορών, συνεργασία με τα κέντρα νεοελληνικών σπουδών στα πανεπιστήμια του εξωτερικού κ.ά.). Μίλησε για τα σχέδιά του περισσότερο με γενικολογίες, με κλισέ, και με έναν αέρα απαξίας για τις δημόσιες πολιτικές του παρελθόντος. Αντιμετώπισε τον κλάδο σαν μια χούφτα έφηβους κουλτουριάρηδες που το θεωρούν «unsexy» (sic) να ζουν από τη δουλειά τους. Για τον κύριο Υφυπουργό, ο χώρος του Βιβλίου έχει κολλήσει σε διακρίσεις του τύπου «ποιοτικό- εμπορικό-μαζικό» και αντιμετωπίζει «το χρήμα ως ταμπού». Σημείωσε ότι «έκλεισαν τα βιβλία τους 18.000 άτομα στο διάστημα 2012-2019», χωρίς να αναφερθεί στην κρίση και δεν υποστήριξε δημόσιες πολιτικές ενίσχυσης, απαλλαγών, διευκολύνσεων κ.ά. για συγγραφείς, μεταφραστές, βιβλιοπώλες ή εκδότες. Ο δρόμος που προτείνει για τους δρώντες στον χώρο είναι, όπως είπε, η ανάπτυξη δεξιοτήτων και η «επιμόρφωση» σε τομείς όπως εκείνος της εξεύρεσης οικονομικών πόρων μέσω ποικίλων προγραμμάτων ή «partnership» κ.ο.κ.
Όσο για την «εξωστρέφεια» του ελληνικού βιβλίου, επέλεξε «ένα πρόγραμμα ευθυγραμμισμένο στη δική μας στρατηγική». Είναι το greeklit που «αν είχα ακούσει τους πέντε συλλόγους εκδοτών δεν θα το είχα κάνει». Το πρόγραμμα που προικοδοτήθηκε με 300.000 ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης, αφορά βιβλία κάθε κατηγορίας, από λογοτεχνικά έως βιβλία για το ευ ζην, και εστιάζει στην επιχορήγηση μεταφράσεων, είτε για ολόκληρα έργα (κατά 75%), είτε για δείγματα μετάφρασης, τα οποία θα αναρτώνται στο διαδίκτυο ως διαβατήρια για την προσέλκυση ξένων εκδοτών. Η κατάθεση αιτήσεων και η επιλογή θα γίνεται τρεις φορές τον χρόνο – ήδη έχουν επιλεγεί 61 τίτλοι – ωστόσο τα κριτήρια αξιολόγησης είναι αδιαφανή και οι επαγγελματίες της μετάφρασης παραμένουν αόρατοι. Κι αυτό, παρότι την ευθύνη του greeklit έχει αναλάβει μια σοβαρή Επιτροπή με πρόεδρο τον καθηγητή στο Τμήμα ΜΜΕ και Πολιτισμού του Παντείου και δημιουργό του ενθέτου «Βιβλία» στο «Βήμα» Νίκο Μπακουνάκη.
Η προσέγγιση του CeMoG είναι διαμετρικά διαφορετική. Για τη διερεύνηση αυτού του πεδίου, που «έχει συστηματικά υποτιμηθεί στον χώρο των ελληνογερμανικών σχέσεων», ξεκίνησε ένα ερευνητικό πρόγραμμα για την «Ιχνηλασία της συλλογικής βιογραφίας των μεσολαβητών». Τα πρώτα αποτελέσματα αναμένονται στα τέλη του 2022, όπως είπαν στην «Εφ.Συν.» η Ζυράννα Στόικου και ο Μάρκο Χίλεμαν, που εκπονούν την έρευνα. Πάντως, το πρώτο μεταφρασμένο στα γερμανικά ελληνικό βιβλίο κυκλοφόρησε το 1821 στη Βιέννη, και ήταν τα «Λυρικά» του Αθανάσιου Χριστόπουλου, εύπορου έμπορου, ο οποίος πήγε στη συνέχεια να πολεμήσει για την Επανάσταση.
Στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος, οργανώθηκε και το Εργαστήριο, όπου αναδείχθηκαν καταρχήν τα επαγγελματικά προβλήματα του κλάδου των μεταφραστών λογοτεχνίας, «ενός ιδιαίτερα επίμοχθου πνευματικού επαγγέλματος», όπως σημείωσε ο Γιάννης Καλιφατίδης, δόκιμος μεταφραστής απαιτητικών έργων. «Με γνώμονα την ορατότητα του μεταφραστή ως καθοριστικού πολιτισμικού διαμεσολαβητή μεταξύ δύο γλωσσών, υπογραμμίστηκαν η συχνή υποβάθμιση του ρόλου μας, η ανάγκη κατάρτισης νέων επαγγελματιών από εκπαιδευτικούς θεσμούς, η έλλειψη κρατικών πόρων για τη στήριξη του επαγγέλματος, η προστασία του μεταφραστικού έργου ως αγαθού πνευματικής ιδιοκτησίας, καθώς και θέματα ασφαλιστικής και φορολογικής φύσης. Αποτελεί χρέος της Πολιτείας να στηρίξει τη μετάφραση της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας ως ένα από τα βασικότερα εργαλεία για την εξωστρέφεια και την προώθηση του πολιτισμού μας στο εξωτερικό». Η ίδια άποψη επικράτησε και στα άλλα μέλη του Εργαστηρίου, «με σκοπό να καταρριφθεί το στερεότυπο που θέλει τη χώρα μας συνδεδεμένη μόνο με την αρχαία γραμματεία και τον τουρισμό».
Εδώ και μια δεκαετία, ο χώρος του Βιβλίου είναι γυμνός από τους θεσμούς που υλοποίησαν τις δημόσιες πολιτικές για την έξοδο των ελληνικών γραμμάτων στη διεθνή αρένα. Ωστόσο, ο Υφυπουργός Σύγχρονου Πολιτισμού ανακοίνωσε πως δεν θα εισαγάγει διάδοχο θεσμό. Στο Εργαστήριο του CeMoG έγινε πολλές φορές λόγος για τον κομβικό ρόλο θεσμών, όπως το Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης και Λογοτεχνίας (ΕΚΕΜΕΛ 2001-2012), που παρήγαγε επαγγελματίες μεταφραστές λογοτεχνίας και δοκιμιακού λόγου από τέσσερις γλώσσες, ή όπως τα Σπίτια Μετάφρασης στην Πάρο και στη Ρόδο, αλλά και το Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης του Γαλλικού Ινστιτούτου, χάρη στο οποίο κυκλοφόρησαν 500 ελληνικοί τίτλοι στα γαλλικά το 1986-2001. Και φυσικά, όπως το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ 1994-2013), που καταργήθηκε εν μια νυκτί από την τότε κυβέρνηση της Ν.Δ. Αυτόν τον ρόλο θα τον αναλάβει πλέον το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού (ΕΙΠ), το οποίο θα γίνει «το σημείο σύγκλισης όλων των κατακερματισμένων παικτών στο χώρο του βιβλίου, με νέο οργανόγραμμα, δομή και χρηματοδότηση». Ο Νικόλας Γιατρομανωλάκης άκουσε σχόλια για την καταστροφική μεταμόρφωση της πολύτιμης βάσης δεδομένων «Βιβλιονέτ» μετά την έλευση του πρώην Γυμνασιάρχη Νίκου Κούκη στο τιμόνι του ΕΙΠ, βεβαίωσε ότι «θα το διορθώσουμε», και σημείωσε ότι βρήκε «φαραωνικό» τον Οργανισμό Βιβλίου και Πολιτισμού που είχε προωθήσει για διαβούλευση η προηγούμενη κυβέρνηση.
«Δεν έχω πια την οικονομική δυνατότητα να υποστηρίξω την προώθηση των βιβλίων μου σε ξένους εκδότες», δήλωσε ο Περικλής Δουβίτσας της «Νεφέλης», σημειώνοντας ότι πλέον δεν μπορεί ούτε να βρει πρόσβαση στα πρόσωπα-κλειδιά. «Το σύστημα με τα μεταφραστικά δείγματα δεν απέδωσε, και δεν μπορώ να χρηματοδοτήσω μεταφράσεις ολόκληρων έργων».
«Στην Ελλάδα δεν υπάρχει πουθενά θεσμοθετημένο προπτυχιακό πρόγραμμα που να εστιάζει στη μετάφραση λογοτεχνίας», πρόσθεσε η Ανθή Βηδενμάιερ, καθηγήτρια Μετάφρασης και Διερμηνείας στο ΑΠΘ, η οποία δημιούργησε μια βάση δεδομένων με ψηφιακά πορτρέτα και συνεντεύξεις μεταφραστών λογοτεχνίας από όλες τις γλώσσες. «Έχω 40 χρόνια θητείας σ’ αυτόν τον τομέα, και τώρα το υπουργείο Παιδείας, που βλέπει πλήθος κενές θέσεις μετά την εφαρμογή της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής, θέλει να συγχωνεύσει τα Τμήματα Αγγλικής, Γαλλικής, Ιταλικής και Γερμανικής Φιλολογίας, κάτι που θα υποβαθμίσει ριζικά και τις σπουδές. Η κατάσταση είναι πιο απογοητευτική από ποτέ.»
Απ’ την πλευρά του, ο συγγραφέας και μεταφραστής Χρήστος Αστερίου, σχολίασε: «Συγκεντρώθηκαν εδώ όλοι οι χαλκέντεροι μεταφραστές που έσυραν το άρμα στον λασπωμένο γερμανικό δρόμο, μεταφράζοντας τρομερά βιβλία. Όμως είμαστε οι ίδιοι που είχαμε συναντηθεί και πριν 20 χρόνια. Αυτό θα πρέπει να μας προβληματίσει. Και κάτι ακόμη: σήμερα αυτή η συνάντηση χρηματοδοτείται από το γερμανικό κράτος. Δεν θα έπρεπε να χρηματοδοτείται από το ελληνικό κράτος;».
Το Εργαστήρι για τις «Ελληνογερμανικές μεταφραστικές παραδόσεις» στο γεμάτο βιβλιοθήκες σπίτι του ανθρώπου που σχεδίασε στην κατεχόμενη Κρήτη την απαγωγή του Γερμανού στρατηγού Κράιπε, αποδείχθηκε πολύ παραγωγικό. Συναντήθηκαν εκεί από τη σπουδαία Μαρία Αγγελίδου, με 1.000 τίτλους από τα γερμανικά σε 46 χρόνια, μέχρι τον Ντίτερ Κλεμ, Μορφωτικό Ακόλουθο της Γερμανικής Πρεσβείας στην Αθήνα το ΄80 και δεινό μεταφραστή από τα ελληνικά, μέχρι την Αντρέα Σέλινγκερ και την Ελένη Βαροπούλου, αλλά και το ζεύγος Νίκης και Χανς Αϊντενάιερ, που μετέφρασαν δεκάδες κομβικά ελληνικά έργα, εμψυχώνοντας τον οίκο «Ρωμιοσύνη».
Εκεί μεταξύ άλλων και οι συγγραφείς Αμάντα Μιχαλοπούλου, Μαρία Τοπάλη και Χρήστος Αστερίου, οι εκδότες Περικλής Δουβίτσας (Νεφέλη) και Κώστας Σπαθαράκης (Αντίποδες), οι «ατζέντισσες» Κατερίνα Φράγκου και Ευαγγελία Αυλωνίτη, οι καθηγήτριες Ανθή Βηδενμάιερ (ΑΠΘ) και Έλενα Παλαντζά (Βόννη), ο μεταφραστής Κώστας Κοσμάς που μάλιστα πολιτεύτηκε με τους «Πράσινους», δημοσιογράφοι κ.ά. Παράλληλα, συμμετείχαν διαδικτυακά οι μεταφράστριες Γιώτα Λαγουδάκου και Δανάη Κουλμάς, αλλά και ο συγγραφέας Πέτρος Μάρκαρης, ο πιο δημοφιλής πρεσβευτής των ελληνικών γραμμάτων, και η δραστήρια Μιχαέλα Πρίτσιγκερ, μεταφράστριά του και δημιουργός της δίγλωσσης ψηφιακής πύλης diablog.eu με το πρόγραμμα επιμορφωτικών σεμιναρίων Meta-Grafes, όπου εντάσσονται και εργαστήρια μετάφρασης.

Μικέλα Χαρτουλάρη

Πηγή: Η Εποχή