Macro

Νίκος Παναγιωτόπουλος: Σεξιστικό είναι το ασυνείδητό μας

Να πάψουν οι γυναίκες να βλέπουν το σώμα τους και την ύπαρξή τους με τα μάτια των ανδρών. Αυτό είναι το κλειδί, εξηγεί ο κοινωνιολόγος Νίκος Παναγιωτόπουλος στο «η δε γυνή ίνα…» (Πατάκης), ένα βιβλίο-παρέμβαση με ειρωνικό τίτλο που υπενθυμίζει ότι η πρόσβαση των γυναικών στην καταγγελία για κακοποίηση αποτελεί ένα είδος κοινωνικού προνομίου. Τα πολιτικά «μπράβο» και τα ευχολόγια δεν αρκούν, μας λέει, για τον μετασχηματισμό της κοινωνικής πραγματικότητας, και καταθέτει τις παρατηρήσεις του.

Τον Ιανουάριο του 2021 η Ολυμπιονίκης Σοφία Μπεκατώρου αποκαλύπτει τον βιασμό που είχε υποστεί το 1998 από παράγοντα της Ομοσπονδίας Ιστιοπλοΐας. Η στάση της χαιρετίζεται ως «θαρραλέα» από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας και ο πρωθυπουργός μιλά για «θετικό παράδειγμα» που «αφυπνίζει συνειδήσεις».

Ακολουθεί ένας χείμαρρος με μαρτυρίες γυναικών από τον καλλιτεχνικό χώρο, καταγγελίες σεξουαλικής κακοποίησης, μομφές, κουτσομπολιά που αναπαράγονται στα κυρίαρχα ΜΜΕ σε ένα πλαίσιο συλλογικής υποκρισίας πασπαλισμένης με μεγάλες δόσεις έκπληξης. Από την πλευρά του, το ελληνικό #MeToo ενάντια στην έμφυλη βία επισημαίνει ότι «για πρώτη φορά το “κατηγορώ” απέναντι στα θύματα αμφισβητήθηκε συλλογικά». Εβδομήντα πέντε μέρες αργότερα, κυκλοφορεί ένα σύντομο όσο και οργισμένο βιβλίο που βάζει τα πράγματα στη θέση τους.

Είναι το η δε γυνή ίνα… του Νίκου Παναγιωτόπουλου (εκδ. Πατάκης), καθηγητή Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ, μαθητή και επί χρόνια συνεργάτη του Πιερ Μπουρντιέ (1930-2002).

Του κορυφαίου, μαχητικού και πολυμεταφρασμένου κοινωνικού επιστήμονα ο οποίος ήδη το 1998 είχε προχωρήσει στην ανατομία της «ανδρικής κυριαρχίας» που, όπως εξηγούσε, ασκείται με την ακούσια συγκατάθεση του κυριαρχούμενου (La domination masculine, Seuil 1998, Πατάκης 2007, μτφρ. Εφη Γιαννοπούλου).

Σε υπόγειο διάλογο με τις αναλύσεις του Μπουρντιέ για το γενικότερο ζήτημα της συμβολικής βίας, ο Παναγιωτόπουλος δεν αφήνει την πολιτική εξουσία να καμαρώνει για την «Πολιτεία που διαθέτει το νομικό οπλοστάσιο του Κράτους Δικαίου».

Διότι, όπως εξηγεί στο βιβλίο του, η αλήθεια από μόνη της είναι πολύ αδύναμη, διότι είμαστε πολύ μακριά ακόμη από την καθολική πρόσβαση στην καταγγελία της κακοποίησης, και πάντως διότι δεν αρκεί η μεταστροφή των συνειδήσεων για να μετασχηματιστούν οι σχέσεις των δύο φύλων».

Τι τον οδήγησε, λοιπόν, να παρέμβει εν θερμώ σε αυτή την υπόθεση;

«Ηθελα να υπενθυμίσω πως το να γνωρίζουν οι πολιτικοί Κοινωνιολογία δεν είναι λιγότερο χρήσιμο από το να γνωρίζουν Οικονομία. Το να συνειδητοποιούμε ότι η ανδρική κυριαρχία είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στο ασυνείδητό μας ώστε δεν την αντιλαμβανόμαστε και συνεπώς δυσκολευόμαστε να την αμφισβητήσουμε, μας βοηθά να αυξήσουμε τις πιθανότητες “ώστε το φως της αλήθειας να κάψει για πάντα το έγκλημα που ζει στο σκοτάδι”, όπως ειπώθηκε από επίσημα χείλη.

Θέλησα να ανακαλέσω το πολύ γνωστό επιστημονικό γεγονός πως αυτό που είναι σεξιστικό είναι, τελικά, το ασυνείδητό μας, πως η ανδρική κυριαρχία που γεννά όλα αυτά τα σκανδαλώδη φαινόμενα αποτελεί την παραδειγματική μορφή της συμβολικής κυριαρχίας που ασκείται μέσω της συμβολικής βίας.

Είναι μια μορφή κυριαρχίας της οποίας τα θύματα είναι, ταυτόχρονα, οι συνένοχοι. Προσπάθησα να συμβάλω στο να διαχυθεί η γνώση του γεγονότος πως ο φαλλοκρατικός τρόπος σκέψης είναι ειδικά αποτελεσματικός επειδή νομιμοποιεί μια σχέση κυριαρχίας εγγράφοντάς τη στους εγκεφάλους και στα σώματα, ανδρών και γυναικών, και συνεπώς η ακύρωσή του δεν μπορεί να προέλθει από ένα απλό πρόταγμα ετσιθελικού ή συνειδησιακού τύπου».

Η ενδυνάμωση του κινήματος #MeToo στην Ελλάδα ενάντια στην έμφυλη βία και τη σεξουαλική παρενόχληση φαίνεται, πάντως, αισιόδοξο μήνυμα. Δεν λειτουργεί άραγε σαν ανάχωμα, σαν παράγοντας αποθαρρυντικός και υπονομευτικός για τις εκδηλώσεις της ανδρικής κυριαρχίας απέναντι σε γυναίκες;

«Σαφέστατα ναι», απαντά ο Παναγιωτόπουλος. «Αλλά είναι επίσης προφανές ότι δεν αρκεί να ανακοινωθούν οι οικογενειακές, εργασιακές, σχολικές κ.ο.κ. δομές που παράγουν ανισότητες, συμβολική και φυσική βία εις βάρος των γυναικών. Δεν αρκεί η συνειδητοποίηση αυτών των δομών. Πόσες φορές έχουμε πει ή έχουμε ακούσει την αποστροφή “το ξέρω, αλλά δεν μπορώ να αλλάξω…”

Αν είναι απαραίτητη η συνειδητοποίηση αυτών των αντικειμενικών καταστάσεων προκειμένου να θέσουμε σε ενέργεια τη διαδικασία μετασχηματισμού τους, προκειμένου να οροθετήσουμε τους στόχους των διαδικασιών αλλαγής τους, ο αληθινός μετασχηματισμός των δομών αυτών προϋποθέτει μια μακρά και δύσκολη ατομική και συλλογική διαδικασία “επανεκπαίδευσης” η οποία να μετασχηματίζει τους όρους “κατασκευής” των σωμάτων μας. Προϋποθέτει μια “επανεκπαίδευση” που να επιτρέπει στις γυναίκες να πάψουν να βλέπουν το σώμα τους, την ύπαρξή τους, και τον λόγο της ύπαρξής τους, με τα μάτια των ανδρών».

Το #MeToo σαν κηπουρός

Το η δε γυνή ίνα… μας θυμίζει με στοιχεία από εξειδικευμένες έρευνες πως παρότι η θέση και ο ρόλος της γυναίκας έχουν αλλάξει στην Ελλάδα τα τελευταία σαράντα χρόνια, η πλειονότητα των γυναικών έχουν ενσωματώσει την αντίληψη ότι είναι προορισμένες για ρόλους που «ταιριάζουν στο φύλο τους», με υποδεέστερη κοινωνική αξία, σε τομείς όπου απαιτείται η μικρότερη κρατικά εγγυημένη κατάρτιση κ.ο.κ.

Το παλιό δίλημμα «οικογένεια ή εργασία;» δεν έχει εξαφανιστεί. Εχει μετατραπεί στο «εργασία σε γυναικείες θέσεις (…με μικρότερες ευθύνες) ή σε ανδρικές θέσεις (…με δυνατότητα εξέλιξης);» οπότε από μόνες τους οι γυναίκες θα κατευθυνθούν λ.χ. προς την παιδιατρική παρά προς την καρδιοχειρουργική, ή θα «πληρώσουν» την επιτυχία τους με ένα διαζύγιο κ.ο.κ.

«Γι’ αυτούς τους λόγους, το κίνημα #MeToo δεν πρέπει να παραβλέψει πως η αύξηση των πιθανοτήτων να είναι αποτελεσματική η δράση του περνά μέσα από την ένταξη και των ανδρών στους κόλπους των αγώνων του», απαντά ο συγγραφέας.

«Η αποδοχή μιας τέτοιας ένταξης περνά από τη συνειδητοποίηση των γυναικών ότι και οι άνδρες ως κυρίαρχοι κυριαρχούνται από την κυριαρχία τους, όπως έλεγε ο Μαρξ, ότι και οι άνδρες υποφέρουν από τον φαλλοκρατικό κόσμο που έχουν επιβάλει, κι από το βάρος των υποχρεώσεων στις οποίες τους εξαναγκάζει αυτός ο κόσμος. Εννοείται ότι αυτή η λογική δεν θα πρέπει να φτάσει στο άλλο άκρο.

Γι’ αυτό η πολιτική φαντασία που πρέπει να επιδείξει το συγκεκριμένο κίνημα θα ήταν χρήσιμο, νομίζω, να εμφορείται -για να θυμηθώ τον Μπουρντιέ- όχι από τη διάθεση ενός κοινωνικού τεχνικού, αλλά από αυτήν ενός κηπουρού. Με άλλα λόγια, αντί να υποστηρίζει οριζόντιες και γενικόλογες παρεμβάσεις, να προχωρά σε εστιασμένες επεμβάσεις, φροντίζοντας κάθε φορά το συγκεκριμένο γρανάζι που μπλοκάρει το σύστημα».

Το πολιτικό διακύβευμα

Φαίνεται ωστόσο πιο μακρύς ο δρόμος για την παραδοσιακή ελληνική κοινωνία, που καλλιεργεί στερεότυπα και ζει σε μεγάλο ποσοστό της υπό την κηδεμονία μιας Εκκλησίας προσκολλημένης στις έμφυλες διακρίσεις… «Σε χώρες όπως η δική μας, όπου βασικοί θεσμοί κοινωνικοποίησης οργανώνουν τη δράση τους και τη συμβολική τους αναγνώριση με βάση την ανδρική τάξη πραγμάτων, οι δυνάμεις αλλαγής και απελευθέρωσης από την ανδρική κυριαρχία αντιμετωπίζουν σαφώς δυσχερέστερο έργο».

Υπάρχει πάντως ακόμη ένας λόγος για τον οποίο ο Παναγιωτόπουλος έγραψε αυτό το δοκίμιο. Η αντίθεσή του στην πρωτοφανή συρρίκνωση (κατά 75%) των μαθημάτων Κοινωνικών Επιστημών στη διδασκαλία της Γ’ Γυμνασίου και του Γενικού Λυκείου (ΦΕΚ Β’ 2338/15.6.2020).

«Θέλησα πράγματι να αναδείξω πώς η Κοινωνιολογία μπορεί να βοηθήσει τον πολίτη να έρθει σε μια ρήξη με την κυρίαρχη ανάγνωση σημαντικών πολιτικών και κοινωνικών προβλημάτων -και μεταξύ τους αυτής της “επικαιρότητας”-, να τον βοηθήσει να αποκτήσει ένα νέο, επιστημονικά θεμελιωμένο, εργαλείο άμυνας, έναν κώδικα κατανόησής τους που θα του επιτρέπει να τοποθετηθεί απέναντί τους ως συνειδητός πολίτης.

Και αναδεικνύοντας μία από τις πολλές λειτουργίες της κοινωνιολογίας, θέλησα να απευθυνθώ ακόμα μία φορά στην ηγεσία του υπουργείου Παιδείας και να της επισημάνω πόσο λανθασμένη και επικίνδυνη κοινωνικά, οικονομικά και ηθικά, άρα, τελικά, πολιτικά, είναι η επιλογή του εξοβελισμού της Κοινωνιολογίας από το πρόγραμμα σπουδών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης».

Ποιο είναι εντέλει το πολιτικό διακύβευμα αυτής υπόθεσης;

«Είναι η συνειδητοποίηση των αναγκαίων εκείνων πρωτοβουλιών και μέτρων που θα συμβάλουν στην ακύρωση των όρων αναπαραγωγής της ανδρικής κυριαρχίας, η οποία επιτρέπει τη διαιώνιση ενός κόσμου που παρουσιάζεται ως φυσικός και λειτουργεί εις βάρος των γυναικών. Οι καλές πολιτικές προθέσεις που ακούστηκαν οφείλουν να έχουν συνέχεια και συνέπεια και, κυρίως να χαρακτηρίζονται από μια ουσιαστική πολιτική επινοητικότητα βασισμένη στη βαθιά γνώση του τρόπου λειτουργίας της κοινωνίας».

Μικέλα Χαρτουλάρη

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών