“Όποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό δεν πρέπει να μιλάει και για τον φασισμό”, η Κεραμέως, ακολουθώντας, προφανώς εν αγνοία της, τη ρήση του Μαξ Χορκχχάιμερ παρακάμπτει το αντιφασιστικό μήνυμα της 28ης Οκτωβρίου. Αν παραδεχτούμε πως “ολοκληρωτικό καθεστώς δεν είναι παρά το προηγούμενο αστικό χωρίς τις αναστολές του” και αν συνυπολογίσουμε πως στη σύγχρονή μας δεξιά ενσωματώνεται κομμάτι της “σοβαρής” Χρυσής Αυγής, το μήνυμα της υπ. Παιδείας γίνεται περισσότερο κατανοητό. Το κοινό της μεγαλωμένης παράταξης τέτοια θέλει να ακούει. Λόγια στρογγυλεμένα και πετσοκομμένα, με συγκεκριμένο ιδεολογικό φορτίο, εκείνο του ιστορικού αναθεωρητισμού.
Από κοντά οι οργανικοί -ο θεός να τους κάνει- διανοούμενοι του συστήματος: Θεοδωρόπουλος, Μουμτζής και άλλοι διάφοροι, διαφορετικών ποιοτικών διαβαθμίσεων, καλλιεργούν τον σπερματικό λόγο μιας νέας ορθοδοξίας που επιτρέπει, αν δεν προτρέπει, σε όλα τα λουλούδια της ακροδεξιάς να ανθίσουν, έστω παρασιτικά.
Εδώ, στη διάχυση του ιδεολογικού δηλητηρίου, βρίσκεται στο μείζον πρόβλημα της εποχής: πάνω, ίσως, και από τα αντιδραστικά νομοσχέδια που περνούν από τη Βουλή, πάνω και από τις αντεργατικές ρυθμίσεις, πάνω και από τις ενισχύσεις στις “ιδιωτικές πρωτοβουλίες”, βρίσκεται η προσπάθεια να διασυρθεί η κοινωνία προς τη χειρότερη, μεταπολιτευτικά, συντηρητικοποίηση. Διότι οι νόμοι και οι ρυθμίσεις αλλάζουν. Η μαυρίλα όμως της λησμονιάς, η απανθρωποποίηση που επιφέρει η, τάχατε τεχνική, παράλειψη της ναζιστικής θηριωδίας είναι η νέα πολιτική ορθότητα, μια νέα κανονικότητα, στην οποία ο λαός οφείλει να εθιστεί.
Ο δυτικός κόσμος αλλάζει επί τα χείρω. Οι ‘Ελληνες της “αριστείας” είναι ένα τυπικό δείγμα ενός νέου πολιτικού προτύπου που απέναντι του οφείλει να σταθεί, με κάθε τρόπο, η αριστερά. Για χάρη της ελπίδας εκείνων που δεν ελπίζουν πια, για χάρη της ελπίδας των ηττημένων.