Κατέ Καζάντη

18
02

Κατέ Καζάντη: Άθλιοι!

Είναι από μόνη της δυστυχία η ακρίβεια. Τα παγωμένα σπίτια απ’ τις αυξήσεις στο ρεύμα και τους φυσικούς πόρους, η καταδίκη να ’σαι εκτός παραγωγής, άνεργη/ος, ή δίχως πόρους, άφραγκος, πένης, σ’ ένα περιβάλλον αφθονίας για τους λίγους. Είναι από μόνη της και εξ αρχής δυστοπία η ζωή για κείνους που γεννήθηκαν σε λάθος τάξη, με αλυσίδες στα πόδια, γρανάζι ενός κόσμου που αναπαράγει ανισότητα και ανελευθερία. Και είναι από μόνη της η επιτομή της ξεφτίλας και της απανθρωπιάς να στέκεις στα ψηλά και να κλωτσάς, να πέσουν κι άλλο κάτω, οι αδικημένοι και οι αναξιοπαθούντες. Ο “Ιανός”, το σούπερ μάρκετ που εμπορεύεται, σα να ΄ναι κάρβουνο, βιβλία, εκεί όπου συνωστίζονται οι εμπνεόμενοι από μια τάχατε ανώτερη κουλτούρα, κατάβρεξε τον έξω χώρο, με τις μοκέτες, μην βρίσκουν άσυλο οι άστεγοι, μην και λερώσουν το ιλουστρέ. Και το άλλο, της γνωστής αλυσίδας με γνωστά τα τρόφιμα, το Lidl, μήνυσε φτωχιά γυναίκα, κλέφτρα ναι, κλέφτρα του επιούσιου, κλέφτρα μιας ζωής που της στέρησαν, και επιμένει στη μήνυση αγνοώντας την κατακραυγή. Ο ηθικός εκμαυλισμός, ή μάλλον ο αμοραλισμός, στον οποίο καταδικάζονται οι θιασώτες του καπιταλισμού είναι στην πραγματικότητα νόσος: αν πρυτανεύει παντού και πάντοτε η ζωώδης και ανταγωνιστική πλευρά της ανθρώπινης φύσης, παραμερίζοντας τη διανοητική, η διαστροφή είναι προφανής. Αυτή η διαστροφή αποτελεί την αιτία που η υπεύθυνη του Ιανού θεωρεί καθήκον της να εκδιώκει, αντί να περιθάλπει, τους άστεγους, αυτή επιβάλλει στους υπεύθυνους του σούπερ μάρκετ να μην κάνουν τα στραβά μάτια στους σύγχρονους Αγιάννηδες. Η αθλιότητα των από πάνω, εκείνων που, τις περισσότερες φορές, έχουν εκ γενετής τη δυνατότητα να τα “καταφέρνουν”, είναι κληρονομική και διεθνική. Είναι μια ιδιότητα, ένστικτο τρόπον τινά επιβίωσης. Διότι για να επιβληθεί ως τέτοια, και με τέτοια υπερκέρδη, μια εγχώρια ή εξωχώρια πολυεθνική εταιρεία, οφείλει να ποδοπατά. Οφείλει, επίσης, να αλλοτριώνει, οφείλει να κάνει τον εργάτη/τρια – υπεύθυνο/η συνένοχο. Η αθλιότητα γίνεται έτσι συστημική, διαπερνώντας όλες τις κοινωνικές τάξεις. Η διανοητική κυριαρχία του καπιταλισμού έγκειται στην κυριαρχία των εμπορευματικών σχέσεων, οι οποίες και αποτελούν πρότυπο όλων των μορφών σχέσεων στην αστική κοινωνία. Οι απλουστεύσεις κλέβεις-πας-φυλακή, είσαι-άστεγος-λερώνεις αποτελούν κυρίαρχα σχήματα στην ηθική και του κόσμου της εργασίας Λησμονώντας πως ηθική του εργάτη είναι η ταξική του συνείδηση, η συνειδητοποίηση δηλαδή του υπάρχοντος κόσμου ως κόσμου εκμετάλλευσης, οι από κάτω ενδίδουν. Η ενεργοποίηση των αντανακλαστικών του άγριου, ενίοτε αμυνόμενου, ζώου αντί του αλληλέγγυου έλλογου όντος, που ενίσταται στην αδικία, είναι η κατεξοχήν ιδεολογική δουλειά του κεφαλαίου και των πολιτικών του εκπροσώπων. Στις δυο άθλιες πράξεις των τελευταίων ημερών συνοψίζεται επί της ουσίας όλη η αθλιότητα του καπιταλισμού: γεννά τις σχέσεις εκμετάλλευσης, πραγμοποιεί τον άνθρωπο ως μηχανικό εξάρτημα, τον χρησιμοποιεί και τον εκβράζει. Τον διαμορφώνει ως υποτακτικό και τον ανακυκλώνει ως απόρριμμα. Απέναντι σε όλα τούτα ο πόλεμος είναι διαρκής και αδυσώπητος. Ένας πόλεμος διιστορικά ιδεολογικός, απέναντι σε κάθε επιχείρηση αλλοτρίωσης των συνειδήσεων, σε κάθε επιχείρηση απανθρωποποίησης, σε κάθε επιχείρηση επιβολής της αγοραίας ηθικής. Απέναντι εν τέλει στη συστημική αθλιότητα.
16
02

Κατέ Καζάντη: Άδωνις, ο συνοριοφύλαξ της δημοσιογραφίας!

Η περίπτωση του υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων είναι ενδεικτική των καιρών μας. Υπηρετεί το σύστημα από δυο μεριές, του διαρκώς δημοσιολογούντος, αγαπητού των καναλαρχών, και του εκλεγμένου εκπροσώπου της μερίδας του λαού που ψηφίζει δεξιά. Από αυτές τις θέσεις κόβει, ράβει, κρίνει, ορίζει, καθορίζει, επανακαθορίζει. Δικαίωμά του; Προφανώς. Αλλά και δικαίωμα στην αντιφρονούσα δημοσιογράφο, Ελένη Καλογεροπούλου, να θέτει ερωτήματα. Έλα, όμως, που η ηγεμονική του αντίληψη δεν του επιτρέπει να ανέχεται πολλά πολλά και, εξαιτίας μιας γυναίκας μάλιστα, ξεπέρασε τα προσωπικά του όρια. Είναι, λοιπόν, “κλάψα” όσα λέει και είναι και ΣΥΡΙΖΑ, οπότε δεν δικαιούται να ομιλεί. Το mansplaining είναι εδώ, μαζί με την αντιαριστερή εμμονική ιδεοληψία. Στην αστική αντίληψη, μοναχά οι λευκοί άντρες δεξιοί, άντε και οι δεξιές, μπορούν να δημοσιογραφούν, μοναχά αυτοί κατέχουν την κριτική ικανότητα της αντικειμενικότητας, μοναχά αυτοί διαθέτουν αναλυτική ουδετερότητα. Ο σπερματικός λόγος του φασισμού, η απροσχημάτιστη συστημική ξετσιπωσιά με την οποία διατάσσεται να “βγάζει το σκασμό” όποια τολμά να αντιμιλά, ο, κυριλέ ή και όχι, αυταρχισμός αποτελούν μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου προσώπου της Ν.Δ. Μαζί με την περιφρόνηση στους από κάτω -βλέπε δηλώσεις Σκυλακάκη-, ένας κόσμος απ’ τα παλιά αναδύεται με όλα τα σκοτάδια του. “...Η άρνησις του αντικομμουνισμού σημαίνει ουσιαστικώς άρνησιν αντιστάσεως εις την πολύπλευρον και πολύμορφον κομμουνιστικήν επίθεσιν. Σημαίνει εγκατάλειψιν του μετώπου, συνθηκολόγησιν με τον εχθρόν…”, έγραφε ο Γεώργιος Κ. Γεωργαλάς. (H ιδεολογία του Αντικομμουνισμού, 1970) Το μίσος αυτό που έως σήμερα επιβιώνει θα έπρεπε να απασχολεί τη δημόσια ζωή. Πρώτιστα δε, τους δημοσιογράφους, που ξεφτιλίζονται στο βαθμό που παρακολουθούν ατάραχοι, και το σωματείο τους, που, μένοντας δίχως να λάβει θέση, ντροπιάζεται.
10
02

Τα καύσιμα, τα ρεβίθια και οι φονείς του πατέρα του Εντουάρ Λουί

“Ολάντ, Βαλς, Ελ Χορμί, Χιρς, Σαρκοζί, Μακρόν, Μπέρτραν, Σιράκ. Η ιστορία του πόνου σου έχει ονόματα. Η ιστορία της ζωής σου είναι η ιστορία αυτών των ανθρώπων που διαδέχονταν ο ένας τον άλλον για να σε ρίξουν κάτω. Η ιστορία του σώματός σου είναι η ιστορία αυτών των ονομάτων που διαδέχθηκαν το ένα το άλλον για να σε τσακίσουν. Η ιστορία του σώματός σου κατηγορεί την πολιτική ιστορία”. “...Για τους κυρίαρχους, η πολιτική είναι, συνήθως, ζήτημα αισθητικής: ένας τρόπος να σκέφτονται τον εαυτό τους, ένας τρόπος να βλέπουν τον κόσμο, να συγκροτούν το πρόσωπό τους. Για μας, ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου...”: τούτος ο αργός θάνατος, καθότι στον μεταδημοκρατικό καπιταλισμό οι προλετάριοι μοιάζει να μην έχουνε ζωή, δεν αφορά τις ανώτερες τάξεις. Στην πολιτική πάππου προς πάππου, με φράγκα πάππου προς πάππου, σ΄ έναν κόσμο όλον δικό τους, αδιαφορούν για τις αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων διότι πάντα θα ‘χουν να πληρώνουν. Η δε φτωχολογιά, καθώς διαλαλούν, δεν έχει αυτοκίνητο και τρώει ρεβίθια και φασόλια που δεν επηρεάζονται απ’ αυτές.