Η τελευταία κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έβαλε τη σφραγίδα της στις αλλαγές της μεταμνημονιακής περιόδου στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν του σχεδίου της κυβέρνησης Σαμαρά - Βενιζέλου, του ΣΕΒ και της τρόικας επί δεύτερου μνημονίου. Επανατοποθετώντας τις κλαδικές συμβάσεις στην καρδιά του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων και ρύθμισης των όρων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έδωσε ταυτόχρονα το φιλί της ζωής στα συνδικάτα, δίνοντάς τους πίσω το πεδίο δράσης που είχαν χάσει με τα μνημόνια, ενώ με την επαναφορά της επεκτασιμότητας βελτίωσε τους μισθούς και τους λοιπούς όρους εργασίας χιλιάδων εργαζομένων.
Επιστρέφοντας στη μνημονιακή λογική, το αναπτυξιακό πολυνομοσχέδιο θέτει ξανά στο στόχαστρο τις εθνικές κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, βάζοντας εμπόδια στη σύναψη και στην εμβέλειά τους με τέσσερις διακριτές επεμβάσεις.
Πρώτον, εισάγει εξαιρέσεις από το πεδίο κάλυψής τους για εν δυνάμει χιλιάδες επιχειρήσεις με οικονομικά προβλήματα και με αδιευκρίνιστες προϋποθέσεις που θα ορίσει με υπουργική απόφαση ο υπ. Εργασίας. Οι εξαιρέσεις είναι τυπικά δυνητικές για τους κοινωνικούς ανταγωνιστές, εφόσον είναι μεν στη διακριτική ευχέρεια των τελευταίων να τις εισαγάγουν στην κλαδική σύμβαση, αλλά όταν δεν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη αυτές μπορεί να επιβληθούν αυτοδίκαια μέσω επιχειρησιακών.
Δεύτερον, το πολυνομοσχέδιο νομιμοποιεί τις προς τα κάτω παρεκκλίσεις τοπικών κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας από τους όρους των αντίστοιχων εθνικών κλαδικών, σε πλήρη αντίθεση με τα διεθνώς ισχύοντα.
Τρίτον, δυσκολεύει τόσο πολύ την επέκταση των εθνικών κλαδικών συμβάσεων και προβλέπει τέτοιες εξαιρέσεις από την εφαρμογή της, που στην πράξη υπονομεύει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις σε αυτό το επίπεδο, με το να παρέχει αντικίνητρα στους εργοδότες να συμμετέχουν στις εργοδοτικές οργανώσεις.
Τέταρτον, τυπικά μεν διατηρεί, αλλά στην πράξη καταργεί τη δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία των συνδικαλιστικών οργανώσεων του ιδιωτικού τομέα. Ακυρώνει δηλαδή ένα μέσο πίεσης των συνδικάτων για τη σύναψη συλλογικών συμβάσεων, δίνοντας κίνητρα στις εργοδοτικές οργανώσεις να μην προσέρχονται ή να είναι αδιάλλακτες στις διαπραγματεύσεις.
Οι παραπάνω επεμβάσεις δεν ακυρώνουν μόνο το έργο της προηγούμενης κυβέρνησης στο πεδίο των συλλογικών εργασιακών σχέσεων. Πλήττουν ευθέως τον ίδιο τον θεσμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων και απειλούν τα συνδικάτα του ιδιωτικού τομέα με πλήρη αφανισμό. Αγνοώ εάν και κατά πόσο αυτό αποτελεί συνείδηση των ίδιων των συνδικάτων και εάν αυτή η συνείδηση θα μπορούσε να τα οδηγήσει στη συγκρότηση κοινού μετώπου.