Macro

Μαρία Καραμεσίνη: Η απειλή της ανεργίας, το ανολοκλήρωτο δεύτερο Μνημόνιο και τα νέα κυβερνητικά μέτρα

Με την Οικονομία να βρίσκεται στο απόγειο μιας πρωτόγνωρης σε οξύτητα ύφεσης, μετά το δραματικό -15,2% του δευτέρου εξαμήνου και την καθίζηση του Τουρισμού στο τρίτο εξάμηνο, το δεύτερο κύμα της πανδημίας ήρθε να ενταφιάσει τις όποιες προσδοκίες πολιτών και επιχειρήσεων για μια επάνοδο της κοινωνικής ζωής στην κανονικότητα και της οικονομίας σε μια αργή αλλά σταθερή πορεία ανάκαμψης. Τα πρόσφατα μέτρα που ανακοίνωσε ο κ. Μητσοτάκης στη Θεσσαλονίκη για την ανεργία έρχονται να απαντήσουν στον κίνδυνο που δημιούργησαν οι μέχρι τώρα ολιγωρίες και επιλογές της ίδιας της κυβέρνησης από την αρχή της κρίσης. Είναι όμως ακατάλληλα για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά το πρόβλημα, γιατί συνεχίζουν να στηρίζονται σε λανθασμένη ερμηνεία του προβλήματος της ανεργίας, ως απόρροια υψηλού εργατικού κόστους, και των αναγκών των επιχειρήσεων στη σημερινή συγκυρία της ύφεσης.

Το κόστος της πανδημίας – σύντομος απολογισμός

Ο «φόρος αίματος» που πλήρωσαν κατά τη διάρκεια του lockdown και της επανεκκίνησης της Οικονομίας τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι άνεργοι ή άεργοι, που ήλπιζαν ότι θα βρουν δουλειά την περασμένη άνοιξη και αυτό το καλοκαίρι, είναι ήδη βαρύς: 650 χιλιάδες λιγότερες προσλήψεις το τετράμηνο Μαρτίου – Ιουνίου σε σχέση με πέρσι το ίδιο διάστημα, 140 χιλιάδες λιγότερες θέσεις εργασίας το δεύτερο τρίμηνο του 2020 έναντι του ίδιου τριμήνου του 2019, 100 χιλιάδες περισσότεροι άνεργοι τον Ιούνιο σε σχέση με το ξεκίνημα του lockdown, και 126 χιλιάδες περισσότεροι αποθαρρυμένοι άνεργοι, που καταγράφονται στατιστικά ως άεργοι, τον Μάιο σε σχέση με τον Φεβρουάριο. Το άνοιγμα του Τουρισμού τον Ιούνιο περιόρισε αισθητά το φαινόμενο, με τις ευκαιρίες εργασίας που δημιούργησε.

Όπως και σε όλες τις χώρες της Ε.Ε., έτσι και η ελληνική κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της πανδημίας επιδίωξε τη συγκράτηση της ανεργίας με μέτρα διατήρησης της απασχόλησης (αναστολή συμβάσεων εργασίας, τηλεργασία, εκ περιτροπής εργασία, εργασία μειωμένου χρόνου) και, πρόσφατα, με τη μαζική ένταξη των ανέργων εποχικών του Τουρισμού με δικαίωμα επαναπρόσληψης στο καθεστώς των εργαζομένων με δικαίωμα αποζημίωσης ειδικού σκοπού και ασφάλισης. Παρόλα αυτά, η Ελλάδα είχε την τρίτη μεγαλύτερη αύξηση του ποσοστού ανεργίας το πρώτο εξάμηνο του 2020 στην Ε.Ε. (2,3 ποσοστιαίες μονάδες) και ανήκει στην ομάδα των χωρών της Ε.Ε. με τη μεγαλύτερη μείωση της απασχόλησης το δεύτερο τρίμηνο του 2020 (-3,5%). Τα μεγέθη της αύξησης και της μείωσης θα ήταν πολύ μεγαλύτερα, αν οι αποθαρρυμένοι άνεργοι συγκαταλέγονταν στους ανέργους.

Ως γνωστόν, τα παραπάνω μέτρα, πλην της τηλεργασίας, αντάλλαξαν και ανταλλάσσουν εκβιαστικά -υπό την απειλή της απόλυσης- την προσωρινή διατήρηση της απασχόλησης με την υποχρεωτική αποδοχή εκ μέρους των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα της μείωσης των μισθών τους, παράλληλα με τη μείωση του χρόνου εργασίας. Υιοθετώντας τα, η ελληνική κυβέρνηση συνειδητά επέλεξε να παρέχει στους μισθωτούς ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα εισοδηματικής στήριξης στην Ευρώπη. Ως αποτέλεσμα, η μέση μείωση της συνολικής αμοιβής της εργασίας στην οικονομία, που λαμβάνει υπόψη και τη μείωση της απασχόλησης, ανήλθε σε 7,3% σε ετήσια βάση το δεύτερο τρίμηνο του 2020.

Εξίσου σημαντική με τη μείωση των απολαβών, δώρων, κ.λπ., ήταν η επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων από τα κυβερνητικά μέτρα, μέσω της απελευθέρωσης της δυνατότητας των εργοδοτών να επιβάλουν μονομερώς και χωρίς διαβούλευση ή διοικητικό έλεγχο τις όποιες βλαπτικές μεταβολές εις βάρος των εργαζομένων, καθώς και η έμμεση διευκόλυνσή τους να παραβιάζουν εργασιακά δικαιώματα στην πράξη (π.χ. μη εκ των προτέρων δήλωση υπερωριών). Ως αποτέλεσμα και των ανεπαρκών ελέγχων, οι παραβιάσεις της νομοθεσίας και των εργασιακών δικαιωμάτων είναι πανταχού παρούσες και εκτεταμένες: παράνομη απασχόληση εργαζομένων, ενώ η σύμβαση είναι σε αναστολή, μονομερείς μειώσεις μισθών, υπερβάσεις ωραρίων και ορίων υπερωριακής απασχόλησης, κ.λπ.

Τα νέα κυβερνητικά μέτρα, το ανολοκλήρωτο δεύτερο Μνημόνιο, και η ανεργία

Υποτιμώντας τις επιπτώσεις των μέτρων στην εσωτερική ζήτηση, της οποίας η διατήρηση αποτελούσε το ένα από τους δύο κύριους πυλώνες της εναλλακτικής πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και τη σημασία ενός προγράμματος μαζικού εσωτερικού τουρισμού, που θα αντιστάθμιζε σε κάποιο βαθμό την προβλεπόμενη μεγάλη μείωση της τουριστικής κίνησης από το εξωτερικό, η κυβέρνηση «θερίζει σήμερα αυτά που έσπειρε». Μετά τα δραματική μείωση των τουριστικών εισπράξεων και λόγω της συνεχιζόμενης υποχώρησης της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων -τάσεις που θα επιδεινώσει η αβεβαιότητα που δημιουργεί σε καταναλωτές και επενδυτές το δεύτερο κύμα πανδημίας- ο κίνδυνος εκτίναξης της ανεργίας είναι πλέον ορατός και οδήγησε στην εξαγγελία των αντίστοιχων μέτρων από τον πρωθυπουργό στη Θεσσαλονίκη: μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες, πρόγραμμα επιδότησης ασφαλιστικών εισφορών για τη δημιουργία 100 χιλιάδων θέσεων εργασίας, «μεταρρύθμιση» της αγοράς εργασίας με άξονες την περαιτέρω ευελιξία της εργασίας, ώστε να συμβάλλει στη δημιουργία θέσεων εργασίας, και την αλλαγή του απαρχαιωμένου συνδικαλιστικού νόμου 1264/1982. Ο κ. Βρούτσης παρουσίασε πιο λεπτομερειακά τις παραπάνω εξαγγελίες και κατέθεσε την περασμένη Τετάρτη στη Βουλή τροπολογία για το νέο πρόγραμμα απασχόλησης.

Όλες οι θεσμικού χαρακτήρα εξαγγελίες διαπνέονται από την ίδια νεοφιλελεύθερη λογική που αποτυπώθηκε και στα δύο πρώτα Μνημόνια όσον αφορά τις «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας», που η έκθεση Πισσαρίδη αναφέρει ρητά ότι ήταν αργές και η πρόοδός τους έμεινε ημιτελής. Εξ ου και η προσπάθεια της κυβέρνησης, από την επαύριον των εκλογών του Ιουλίου του 2019, να ολοκληρώσει επί τέλους τις θεσμικές «εκκρεμότητες» του δευτέρου Μνημονίου ως προς τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, τις οποίες διαπραγματεύτηκαν και ανέτρεψαν οι κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ. Ο αναπτυξιακός νόμος του περασμένου Σεπτεμβρίου έθεσε τα εμπόδια όχι μόνο για να μην ανακάμψουν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, αλλά και για να αποδυναμωθούν και οι υπάρχουσες. Το νέο Labor Reform του κ. Βρούτση, που θα περιλαμβάνεται στο σχετικό σχέδιο νόμου που θα κατατεθεί τον Οκτώβριο στη Βουλή, θα περιλαμβάνει καταρχήν τις δύο βασικές προτάσεις της Επιτροπής Πισσαρίδη: τον εξορθολογισμό στη χρήση και τη μείωση του κόστους των υπερωριών, καθώς και τη διευκόλυνση των επιχειρήσεων να απολύουν. Επίσης, εικάζουμε ότι θα περιλαμβάνει τις αλλαγές στη λειτουργία των συνδικάτων που μετ’ επιτάσεως ζητούσε το ΔΝΤ από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και δεν μπόρεσε να επιτύχει (απαρτίες συνελεύσεων, απόφαση απεργίας, άδειες συνδικαλιστών, κ.λπ.). Θυμίζουμε ότι τα δύο πρώτα Μνημόνια, κυρίως όμως το δεύτερο, ήθελαν να κλείσουν οριστικά το «κεφάλαιο» ελληνικά συνδικάτα, απογυμνώνοντάς τα από όλα τα θεσμικά υποστυλώματα της δύναμής τους με σκοπό την πλήρη περιθωριοποίησή τους και την πλήρη εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων ή, το πολύ-πολύ, την επιβολή διαπραγματεύσεων σε επίπεδο επιχείρησης. Κανένα από αυτά τα μέτρα την περίοδο 2010-2014 δεν αντιμετώπιζε την ανεργία που προκαλούσε η ελεύθερη πτώση της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης μέσα από το καθοδικό σπιράλ λιτότητας-ύφεσης – λιτότητας. Ούτε σήμερα μπορεί να το κάνει, γιατί ούτε το εργατικό κόστος στην Ελλάδα είναι πλέον υψηλό ούτε αποτελεί αιτία της ανεργίας.

Όσον αφορά το πρόγραμμα των 100 χιλιάδων πρόσθετων θέσεων εργασίας με 40% επιδότηση του εργατικού κόστους, η ανταπόκριση σε αυτό προσκρούει στη γενική απροθυμία δέσμευσης των επιχειρήσεων για διατήρηση του προσωπικού τους σε μια συγκυρία πτώσης της ζήτησης και μεγάλης αβεβαιότητας. Είναι γνωστή η μικρή ανταπόκριση στο πρόγραμμα “Συνεργασία” για τον ίδιο λόγο, παρόλο που το κράτος επιδοτεί το 54% του εργατικού κόστους, για να διατηρήσουν οι επιχειρήσεις το προσωπικό τους, καταβάλλοντας το μισό μισθό για μερικούς μήνες. Επίσης, το νέο πρόγραμμα δεν παρέχει εχέγγυα μη απόλυσης προσωπικού από την επιχείρηση που σκοπό έχει την υποκατάστασή του από επιδοτούμενες προσλήψεις, ούτε δέσμευση για διατήρηση των θέσεων εργασίας για ένα διάστημα μετά το πέρας του με το να επιδοτεί fast track εντελώς προσωρινές θέσεις εργασίας εξάμηνης διάρκειας. Πέραν της παραπάνω κριτικής, ο δημόσιος διάλογος για την ανεργία πρέπει σύντομα να ανοίξει.

 

Η Μαρία Καραμεσίνη είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, πρώην διοικήτρια ΟΑΕΔ

Πηγή: Η Αυγή