Macro

Μαρία Καραμεσίνη: Απορρύθμιση του χρόνου εργασίας: ποιος εξευρωπαϊσμός;

Με την επικείμενη ψήφιση του νομοσχεδίου για τα εργασιακά από τη Βουλή, η κυβέρνηση ολοκληρώνει τις θεσμικές αλλαγές που προέβλεπε στο ακραία νεοφιλελεύθερο σχέδιο των Μνημονίων που επέφερε βαθμιαία την αποκαθήλωση του πλέγματος προστασίας της εργασίας που διαμορφώθηκε από τους αγώνες της Μεταπολίτευσης, τη διάλυση των συνδικάτων και την εμπέδωση ενός νέου μοντέλου εξατομικευμένων εργασιακών σχέσεων.

Εκσυγχρονισμός και εξευρωπαϊσμός είναι οι λέξεις – κλειδιά που χρησιμοποιούν ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Εργασίας για να συνοψίσουν το πνεύμα της αντιμεταρρύθμισης. Τι σημαίνει όμως εξευρωπαϊσμός όταν στην Ευρώπη υπάρχουν διαφορετικά μοντέλα ρύθμισης και ευελιξίας του χρόνου εργασίας; Ποιος εξευρωπαϊσμός δικαιολογεί την ταυτόχρονη αύξηση του πλαφόν των υπερωριών και τη θέσπιση του ελαστικού ωραρίου με ατομική σύμβαση που ζητούν επί χρόνια ο ΣΕΒ και οι τουριστικές επιχειρήσεις αντίστοιχα;

Κάθε συζήτηση για την ευελιξία του χρόνου εργασίας στην Ελλάδα οφείλει να ξεκινάει από το γεγονός ότι είναι η χώρα της Ε.Ε. που, από τη δεκαετία του 1980, παρέχει τη μεγαλύτερη ελευθερία στις επιχειρήσεις για την επιβολή ενός μεγάλου όγκου υπερωριών στους εργαζόμενους μέσα από τον μοναδικό σε πανευρωπαϊκό επίπεδο θεσμό της υπερεργασίας. Οι εργαζόμενοι είναι υποχρεωμένοι να παρέχουν μία ώρα υπερεργασίας την ημέρα και 5 ή 6 ώρες την εβδομάδα, που αντιστοιχεί σε περίπου 250 ώρες ετησίως, στις οποίες προστίθεται το πλαφόν των νόμιμων υπερωριών (96 ώρες στη βιομηχανία και 120 στις υπηρεσίες) που τυπικά χρειάζονται τη συγκατάθεση του εργαζόμενου. Με το νομοσχέδιο Χατζηδάκη και την ενοποίηση του πλαφόν στις 150 ώρες, ο συνολικά επιτρεπόμενος χρόνος εργασίας καθ’ υπέρβαση του κανονικού ωραρίου θα ανέβει στις 400 ώρες ετησίως. Στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. το πλαφόν των υπερωριών κυμαίνεται από 80 μέχρι 250 ώρες τον χρόνο, με εξαίρεση την Ουγγαρία, την Πολωνία και τη Σλοβακία, που μόλις πριν λίγα χρόνια το ανέβασαν από τις 250 ώρες στις 400.

Η κυβέρνηση λοιπόν ακολουθεί κατά πόδας τους ανατολικοευρωπαίους εταίρους ως προς το πλαφόν των υπερωριών, ενώ μεταφράζει τη ρητή υπόδειξη της έκθεσης Πισσαρίδη για ευθυγράμμιση του κόστους των υπερωριών με τις άλλες χώρες της Ε.Ε. ως πλήρη απάλειψη του κόστους των υπερωριών μέσω της ευέλικτης διευθέτησης του χρόνου εργασίας με ατομική συμφωνία εργαζόμενου – εργοδότη και την ανταλλαγή της αποζημίωσης με ρεπό.

Κι εδώ όμως η ευρωπαϊκή εμπειρία διαστρεβλώνεται από την κυβέρνηση κατά βούληση. Κατ’ αρχάς ο Κ. Χατζηδάκης παραπλανά μιλώντας για το 57% των εργαζομένων που κατά μέσο όρο στην Ε.Ε. έχουν τη δυνατότητα να επιλέγουν τον χρόνο έναρξης και αποχώρησης από την εργασία (flexitime), αντίθετα με την Ελλάδα, που το ποσοστό είναι μικρό. Αυτό το μέτρο, που ισχύει στη χώρα μας στο Δημόσιο και θα μπορούσε κάλλιστα να εφαρμοστεί στον ιδιωτικό τομέα, δεν ρυθμίζεται από το νομοσχέδιο.

Δεύτερον, πολλές χώρες της πρώην Ε.Ε. των δεκαπέντε κρατών – μελών εφάρμοσαν ήδη από τη δεκαετία του 1990 μοντέλα ευέλικτης διευθέτησης του χρόνου εργασίας σε επίπεδο επιχείρησης, ενώ τις δύο τελευταίες δεκαετίες έχουν αναπτύξει «ατομικούς λογαριασμούς χρόνου εργασίας», «τράπεζες χρόνου εργασίας» και άλλα σχήματα που παρέχουν τη δυνατότητα στον εργαζόμενο να κάνει επιλογές ως προς τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας του. Ωστόσο, όλα αυτά τα σχήματα, των οποίων οι κανόνες είναι περίπλοκοι και η ισορροπία συμφερόντων εργοδοτών και εργαζομένων είναι δύσκολο να επιτευχθεί και η υλοποίησή τους απαιτεί σύστημα διαρκούς εποπτείας και ελέγχου, ιδίως σε μεγάλους εργασιακούς χώρους, έχουν εφαρμοστεί μέσω ενός συνδυασμού κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, συμφωνιών σε επίπεδο επιχείρησης μεταξύ σωματείου / συμβουλίου εργαζομένων και διεύθυνσης και διαδικασιών βάσης που αποτύπωσαν τις ανάγκες και τις προτιμήσεις των εργαζομένων.

Αντιθέτως, στις περισσότερες χώρες της ανατολικής Ευρώπης και της Βαλτικής, όπου ο βαθμός συμμετοχής των εργαζομένων σε συνδικάτα και η κάλυψή τους από συλλογικές συμβάσεις εργασίας είναι σχεδόν ανύπαρκτα, τα σχήματα αυτά εισήχθησαν με νόμο και μέσω ατομικής σύμβασης. Το ίδιο επιχειρεί και το νομοσχέδιο Χατζηδάκη στην Ελλάδα.  Όμως η εφαρμογή της ατομικής διευθέτησης του χρόνου εργασίας σ’ αυτές τις χώρες έχει οδηγήσει σε απορρύθμιση των ωραρίων και του χρόνου εργασίας και στην επιβολή των αναγκών ευελιξίας των επιχειρήσεων στη ρύθμιση του χρόνου εργασίας των μισθωτών.

Εν κατακλείδι, η ευρωπαϊκή εμπειρία των ευέλικτων σχημάτων διευθέτησης του χρόνου εργασίας, που δίνουν στους εργαζόμενους δικαίωμα διευθέτησης του χρόνου εργασίας εντός κάποιων ορίων, έχει δείξει ότι αυτό είναι αδύνατο να ασκηθεί στην πράξη παρά μόνο όταν οι εργαζόμενοι διαθέτουν συλλογική εκπροσώπηση και σαφές πλαίσιο κανόνων που περιορίζει το διευθυντικό δικαίωμα. Δεν μπορεί δηλαδή να ασκηθεί σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου μόνο το 15% των μισθωτών (και ακόμα μικρότερο ποσοστό στον ιδιωτικό τομέα) καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, τα συνδικάτα είναι ανύπαρκτα στους χώρους εργασίας και ήδη ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των εργαζομένων που εργάζονται υπερωριακά δεν αμείβονται για τις υπερωρίες τους.

Αυτό το γνωρίζει η κυβέρνηση της Ν.Δ., που τάχα επικαλείται τον εξευρωπαϊσμό, ενώ συνειδητά προωθεί την απορρύθμιση του χρόνου εργασίας με την ανακύκλωση του καθεστώτος των απλήρωτων υπερωριών στο σύστημα ατομικής διευθέτησης του χρόνου εργασίας, καθώς και την εδραίωση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου λειτουργίας της αγοράς εργασίας χωρίς συνδικάτα και συλλογικές διαπραγματεύσεις που έχουν ήδη εγκαταστήσει στην ανατολική Ευρώπη οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις μετά την πτώση του Τείχους.

Η Μαρία Καραμεσίνη είναι καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου, πρώην πρόεδρος και διοικήτρια ΟΑΕΔ

Πηγή: Η Αυγή