Μαρία Καραμεσίνη: Εργασιακό νομοσχέδιο – Από την Θάτσερ στον Όρμπαν
Η δραστική μείωση του εργατικού κόστους, ο δεύτερος μετά τη δημοσιονομική προσαρμογή στόχος των δύο πρώτων μνημονίων, στον οποίο συνέκλιναν οι δανειστές, οι ελληνικές κυβερνήσεις και οι εκπρόσωποι του μεγάλου κεφαλαίου της χώρας, υπαγόρευσε τη δραστική περικοπή των εργασιακών δικαιωμάτων και την αποκαθήλωση των θεσμών της αγοράς εργασίας. Πρόκειται για βίαιη ταξική σύγκρουση, μεθοδικά ενορχηστρωμένη από τις κυβερνήσεις της εποχής, που εκτός από τη δραματική μείωση των μισθών, οδήγησε σε ελεύθερη πτώση το βαθμό κάλυψης των μισθωτών από συλλογικές συμβάσεις εργασίας από το 80% το 2008 στο 14% το 2017 (ακόμα χαμηλότερο σήμερα), τοποθετώντας την Ελλάδα ανάμεσα στις αναπτυγμένες χώρες και αυτές της Ε.Ε. με τα χαμηλότερα ποσοστά κάλυψης (ΗΠΑ, Βρετανία, Ρωσία, χώρες της Ανατολικής Ευρώπης) που κυμαίνονται μεταξύ 7% και 26%.
Τη στιγμή που η πρόταση Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον κατώτατο μισθό προβλέπει ρητά την αύξηση της κάλυψης των μισθωτών από συλλογικές διαπραγματεύσεις και την υποχρεωτική εκπόνηση εθνικών σχεδίων δράσης που θα παρακολουθούνται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις χώρες όπου το ποσοστό είναι κατώτερο του 70%, φαίνεται ότι η χώρα μας εμμένει θατσερικά και πορεύεται αντίστροφα, κατρακυλώντας στον πάτο της Ε.Ε., σε σφιχτό εναγκαλισμό με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και απομακρυνόμενη από τις χώρες της Δυτικής.
Παρομοίως, ανεβάζοντας με το εργασιακό νομοσχέδιο τον επιτρεπόμενο χρόνο εργασίας καθ΄ υπέρβαση του συμβατικού ωραρίου (υπερεργασία συν υπερωρίες) στις 400 ώρες ετησίως, εναρμονίζεται απόλυτα με την Ουγγαρία, την Πολωνία και τη Σλοβακία που έχουν τα υψηλότερα πλαφόν στην Ε.Ε.
Η ειρωνεία είναι ότι η σύγκλιση της Ελλάδας με τα πλέον νεοφιλελεύθερα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης προβάλλεται ως μέγιστη μεταρρύθμιση στο όνομα ενός «εξευρωπαϊσμού-εκσυγχρονισμού», που προϋποθέτει την εξατομίκευση, την κοινωνική υποταγή και πραγματώνεται μέσω του περιορισμού των ελευθεριών και του κρατικού αυταρχισμού. Το εργασιακό νομοσχέδιο βρίσκεται λοιπόν, άθελά του, στο επίκεντρο της διαμάχης σε ΗΠΑ και Ευρώπη για την επίλυση των πολλαπλών κρίσεων μετά το τέλος της πανδημίας μεταξύ των δυνάμεων του νεοφιλελεύθερου αυταρχισμού από τη μία πλευρά, εκείνων της προόδου, της δημοκρατίας και του κοινωνικού μετασχηματισμού από την άλλη.