Η υγεία μας σε διατίμηση
Δέκα ολόκληρους μήνες χρειάστηκε η επιτελική κυβέρνηση, για να αποφασίσει να ανταποκριθεί στο αίτημα της απλής λογικής, που υποδείκνυε από την έναρξη της πανδημίας την ανάγκη να αντιμετωπιστεί η αισχροκέρδεια με τα τεστ για τον κορονοϊό, τα οποία είχαν σχεδόν αποκλειστικά αναταθεί στα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα.
Τα γρήγορα τεστ μόλις στην κορύφωση του δεύτερου κύματος της πανδημίας άρχισαν να γίνονται δωρεάν και να βρίσκονται, έστω και σε περιορισμένο βαθμό, στη διάθεση ορισμένου αριθμού πολιτών των μεγάλων αστικών κέντρων.
Μέχρι τότε, αν κάποιος ήθελε να διαπιστώσει αν έχει εκτεθεί στον κίνδυνο της μόλυνσης από τον κορονοϊό, ή έστω να καθησυχάσει τη δικαιολογημένη ανησυχία του, έπρεπε να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη του και, αν έβρισκε τα 80, 100 ή 120 ευρώ που απαιτούσαν τα ιδιωτικά διαγνωστικά εργαστήρια για ένα μοριακό τεστ, να απευθυνθεί σε ένα από αυτά για να το κάνει.
Με ποιο τρόπο απαντούσε η κυβέρνηση στο κρίσιμο αυτό πρόβλημα, που δεν ήταν απλά ατομικό, αλλά η λύση του θα μπορούσε να αντιμετωπίσει και μια συλλογική υγειονομική ανάγκη περιορισμού της εξάπλωσης της πανδημίας; Με μια δήλωση πίστης στους «νόμους» της αγοράς. Ηχούν ακόμα στα αφτιά μας οι κυνικές εξηγήσεις του υπουργού Ανάπτυξης ότι, αν μπουν αγαθά τέτοιου τύπου σε διατίμηση, η αγορά θα αντιδράσει με περιορισμό της προσφοράς τους και, τελικά, χαμένοι θα βγουν οι πολίτες.
Η νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία επέβαλε στην κυβέρνηση να απαντάει μ’ αυτό τον ουδέτερο τυπικά, αλλά βαθιά κυνικό στην ουσία τρόπο. Το σύμβολο της πίστης ενός νεοφιλελεύθερου είναι αυτό: μην αγγίζετε τους «νόμους» της αγοράς, γιατί θα οδηγηθούμε όλοι στην καταστροφή!