Από την αντιπολίτευση εξαρτάται
Για την ώρα, η αξιωματική αντιπολίτευση μετεωρίζεται ανάμεσα, αφενός, στη γοητεία και τις υποσχέσεις μιας τακτικής που επιδιώκει να συγκεντρώσει κάτω από την ίδια ομπρέλα κάθε ομάδα, κατηγορία, στρώμα, κάθε διεκδίκηση και αίτημα, λιγότερο ή περισσότερο δικαιολογημένο, με στόχο την προσέλκυση της πλειονότητας του πληθυσμού στην κάλπη του ΣΥΡΙΖΑ, αφετέρου, στην καταστατική της δέσμευση να εκπροσωπεί, με ένα ριζοσπαστικό και ρεαλιστικό ταυτόχρονα πρόγραμμα, τις δυνάμεις εκείνες της κοινωνίας, που μπορούν και έχουν συμφέρον να δώσουν την κρίσιμη ώθηση στην αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε «ανατροπή του υπάρχοντος».
Η πρώτη ορμή είναι αυτή που την οδηγεί και σε τροπολογίες που επιχειρούν να ανοίξουν πελατειακούς λογαριασμούς με αδιαβάθμητα, αδιαφοροποίητα και συχνά αδικαιολόγητα έκτακτα επιδόματα σε κατηγορίες εργαζομένων, όπως η επονομαζόμενη «τροπολογία Σπίρτζη», που αδικεί ακόμα κι αυτούς που δικαιούνται παρόμοιο επίδομα, έστω κι αν δεν ανήκουν στο νοσηλευτικό προσωπικό. Είναι βασισμένη στην ιδέα πως η εκλογική νίκη μπορεί να είναι ποσοτικό αποτέλεσμα μιας άμεσης και γρήγορης συσσώρευσης εκλογικού δυναμικού από κάθε κατεύθυνση. Ιδέα διαδεδομένη ιδιαίτερα σε εποχές μεγάλης πόλωσης, κυρίαρχη σε κόμματα εκ πεποιθήσεως πολυσυλλεκτικά, με απουσία στρατηγικής συμμαχιών, καθώς τις αντιμετωπίζουν σαν ευκαιριακού χαρακτήρα κινήσεις.
Το βέβαιο είναι πως ούτε η συγκυρία, ούτε τα κοινωνιολογικά και ταξικά χαρακτηριστικά της ελληνικής πραγματικότητας σήμερα ευνοούν μια τέτοια εκδοχή του πολιτικού σχεδιασμού ενός κόμματος της αριστεράς. Δεν αμφισβητείται, δηλαδή, μόνο σαν επιλογή αρχής, αλλά και σαν συγκυριακό ενδεχόμενο.
Εδώ είναι που αρχίζει μια συζήτηση γύρω από ένα συνθηματοποιημένο κίνδυνο: της «διολίσθησης προς το κέντρο». Η οποία διεξάγεται με ένα μη συστηματικό τρόπο και γι’ αυτό ενέχει το ενδεχόμενο να πετάξει μαζί με τα απόνερα και το παιδί. Γιατί αν η «διολίσθηση» αυτή αποσκοπεί να υποκαταστήσει στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων-πολιτών φθίνοντα κόμματα του κέντρου με απομίμηση του πολιτικού προσώπου τους, τότε πραγματικά είναι απευκταία. Αν, όμως, η απαξίωση της «διολίσθησης» εμπεριέχει και τις πρωτοβουλίες προσέγγισης και συνεργασίας και με δυνάμεις του δημοκρατικού κέντρου και των κοινωνικών στρωμάτων στα οποία αναφέρονται, που έρχονται σήμερα αντικειμενικά σε σύγκρουση με τη νεοφιλελεύθερη δεξιά, τότε υπάρχει πρόβλημα. Πρόβλημα σοβαρό, όχι μόνο γιατί αγνοείται η στρατηγική επιλογή ενός κόμματος της ριζοσπαστικής και ανανεωτικής αριστεράς, αλλά παραβλέπονται και τα δεδομένα μιας συγκυρίας που μας προειδοποιούν και μας προτρέπουν σε επείγουσες πρωτοβουλίες.