Macro

Η αριστερά χρειάζεται ορισμένες σταθερές

Όπως θα είδατε και από τις στήλες της «Εποχής», μια συζήτηση εν όψει του συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ, που ανακόπηκε λόγω πανδημίας, έχει αναζωογονηθεί. Η αριστερά στην οποία θέλει να ανήκει και ο ΣΥΡΙΖΑ, η αριστερά του κριτικού μαρξισμού, μας έχει συνηθίσει σε ανοιχτές συζητήσεις χωρίς απαγορευτικούς περιορισμούς και προκαταλήψεις. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο σε περιόδους ιστορικής σημασίας ανακατατάξεων, όπως η τωρινή.

 

Από τη σκοπιά της κοινωνικής αλλαγής

Όποια ερωτήματα κι αν θέτει στον εαυτό της η δική μας αριστερά –ή η πραγματικότητα σ’ αυτήν– τα θέτει από μια συγκεκριμένη σκοπιά: από τη σκοπιά εκείνων που δεν είναι ικανοποιημένοι από τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες ζωής και θέλουν να τις αλλάξουν, γνωρίζοντας πως δεν είναι έργο απλό και εύκολο, ούτε μπορεί να τεθεί στην ημερήσια διάταξη όποτε το επιθυμούμε, ώστε να διεκπεραιωθεί με μια έφοδο ή με υφαρπαγή. Ωστόσο, οι απαντήσεις που δίνονται στα τόσα ερωτήματα αυτά, οφείλουν να υπηρετούν και όχι να θέτουν εν αμφιβόλω ή σε αναστολή αυτό το στόχο. Να προεικάζουν και να προδιαθέτουν για αυτή την κοινωνική αλλαγή.

Θεμελιώδης παραδοχή σ’ αυτό το πλαίσιο, χωρίς την οποία δεν γίνεται να μιλήσουμε για αριστερά, είναι ότι η σημερινή καπιταλιστική οικονομική και κοινωνική οργάνωση, όσα χαρακτηριστικά κι αν αλλάζει, εξακολουθεί να είναι ταξική και εκμεταλλευτική, με ανεπανόρθωτο συχνά τρόπο ειδικά για το φυσικό περιβάλλον, και γι’ αυτό δεν μπορεί να ικανοποιήσει την απαίτησή μας για ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη, αειφορία, δηλαδή για δίκαιη, δημοκρατική και διαφανή διανομή του πλεονάσματος, όσους εκσυγχρονισμούς κι αν επιχειρήσει. Και πρέπει να παραδεχτούμε ότι σαν μορφή κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης έχει επιδείξει μεγάλη ικανότητα προσαρμογής. Ωστόσο, δεν χρειάζεται να είναι κάποιος δογματικός ερμηνευτής των Γραφών, για να υποθέσει πως η προσαρμοστική ικανότητα δεν εξασφαλίζει την αιωνιότητα και δεν θέτει υπό αμφισβήτηση το επιστημονικά τεκμηριωμένο συμπέρασμα ότι και αυτή θα τη διαδεχτεί μια νέα μορφή κοινωνικής οργάνωσης προσαρμοσμένη στους νέους όρους παραγωγής και κοινωνικοοικονομικών σχέσεων, που καθιστούν την παλιά ακατάλληλη.

 

Η υλική δύναμη των ιδεών

Αν δεν απαντήσουμε καταφατικά σ’ ένα τέτοιο ερώτημα που αυθόρμητα ανακύπτει, δεν βρισκόμαστε σε καλύτερη θέση από έναν δούλο της δουλοκτητικής εποχής, που θα μπορούσε να βιώνει σαν αιώνιο το σύστημα στο οποίο ζούσε. Ο σοσιαλισμός μπορεί να μην προκύπτει νομοτελειακά και αυτόματα από τον καπιταλισμό, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τα κόμματα της αριστεράς δεν έχουν την ανάγκη να οραματίζονται, και να σχεδιάζουν, τη διάδοχη κατάσταση με ορισμένα χαρακτηριστικά που θεωρούν επιθυμητά και εφικτά. Η γνώση είναι δύναμη ανατροπής συγκρίσιμη με τη δράση.

Πρώτα πρώτα, αν δεν το κάνουν διατρέχουν τον κίνδυνο να περιοριστούν στην άσκηση μιας πολιτικής, που αποβλέπει αποκλειστικά στη ρύθμιση δευτερευόντων, αν και όχι αμελητέων, ζητημάτων και με τρόπο που δεν θα είναι διακριτός από τον τρόπο των αντίπαλων πολιτικών δυνάμεων. Πράγμα θανατηφόρο για κάθε πολιτική δύναμη, και για την αριστερά. Και δεύτερο, και κυριότερο, δεν θα μπορούν να αξιοποιήσουν στην πολιτική –και ιδεολογική– διαπάλη τη δύναμη των ιδεών, που, όπως ξέρουμε, αποκτά υλική υπόσταση όταν συναντιέται με τη δύναμη των πολλών. Οι ιδέες της αριστεράς, και ιδίως οι οραματικές καταθέσεις της, αποτελούν σημαντικό στοιχείο διαμόρφωσης της παρούσας και της μέλλουσας πραγματικότητας, συμβάλλουν υλικά στη διαμόρφωσή της. Γιατί η κάθε νέα πραγματικότητα οικοδομείται όχι μόνο με τα υλικά που είναι διαθέσιμα από τον τρόπο παραγωγής που προηγήθηκε, αλλά και από άυλα διαθέσιμα που γεννήθηκαν μέσα σ’ αυτόν για να την προαναγγείλουν. Μπορεί κανείς να φανταστεί τη Γαλλική Επανάσταση και την κυριαρχία του αστισμού χωρίς το Διαφωτισμό; Όταν απορρίπτουμε την τελεολογική τακτική του ώριμου φρούτου από την πολιτική, δεν πρέπει να της επιτρέπουμε να διεισδύει σιωπηρά στη θεωρία.

 

Ο ενοποιητικός ρόλος του κόμματος

Αν δεν υπάρχει ένας πολιτικός πυκνωτής των κοινωνικών αγώνων και των κοινωνικών κινημάτων, που να προτείνει μια πολιτική ταυτότητα ενοποιητική των επί μέρους ταυτοτήτων, ώστε να μπορεί να συμμετέχει ο ενεργός πολίτης και στην κεντρική πολιτική διαδικασία, ένας συλλογικός διανοούμενος που να επεξεργάζεται προτάσεις για το σήμερα και να τις εντάσσει σε ένα όραμα για το αύριο, όχι σοσιαλισμός δεν πρόκειται να φανεί στον ορίζοντα, αλλά ούτε κάπως δικαιότερη αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου δεν πρόκειται να ξαναδούμε. Αρκεί να θυμηθούμε σε ποιες συνθήκες ευδοκίμησε το κοινωνικό κράτος μετά τον πόλεμο και πότε επιχειρήθηκε η χαριστική βολή εναντίον του από το νεοφιλελευθερισμό: όταν οι δυνάμεις της αριστεράς βρέθηκαν στη δεινότερη θέση.

Αν ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέξει να ξεχάσει την ιδρυτική σχέση του με τα κινήματα, την τροφοδότησή του από αυτά και τη στήριξή του σ’ αυτά, αν αγνοήσει ή υποτιμήσει τη ζωτική ανάγκη για διεκδίκηση της ιδεολογικής ηγεμονίας (που προϋποθέτει την καλλιέργεια ιδιαίτερων αξιών και ιδεών), στοιχεία που βρίσκονται στον πυρήνα του δημοκρατικού δρόμου, δεν είναι ότι δεν θα μπορέσει να προωθήσει το στόχο του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Ούτε μια διαχείριση μέσα στα πλαίσια των δυνατοτήτων που αφήνει η σημερινή κυριαρχία τού νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη δεν θα μπορέσει να ασκήσει από κυβερνητικές θέσεις. Οι πολιτικοί αντίπαλοί του είναι πολύ πιο πειστικοί σ’ αυτό το πεδίο. Το αντίθετο οφείλει να κάνει: ακόμα κι όταν ως κυβέρνηση αναγκάζεται ορισμένες φορές να υποχωρήσει από τις θέσεις του υποκύπτοντας στο συσχετισμό δύναμης, χρειάζεται πολύ περισσότερο τότε ως οργανισμός παραγωγής πολιτικής και ιδεολογίας να τονίζει με ειλικρίνεια την ανάγκη να μείνει ζωντανή η απαίτηση για ριζικότερες αλλαγές, χωρίς ποτέ να υποτιμάει την αξία και της παραμικρής κατάκτησης. Αν βρεθεί στην ανάγκη να παίξει άμυνα ένα κόμμα της αριστεράς, δεν πρέπει να λησμονήσει ότι ο αγώνας διαρκεί ενενήντα λεπτά και μερικές φορές έχει και παράταση, ενώ ακολουθεί και ο επαναληπτικός. Και ότι όποιος περιοριστεί αποκλειστικά στην άμυνα (και στο ιδεολογικό πεδίο), είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν πρόκειται να πετύχει τέρμα (ούτε στο πολιτικό). Όμως, μάλλον θα χρειαστεί να επανέλθουμε.

Χαράλαμπος Γεωργούλας

Πηγή: Η Εποχή