Η πολιτική νομιμοποίηση μιας νέας πλειοψηφίας
Οσοι προέβλεπαν, πριν από έναν χρόνο, ότι οι εξελίξεις στο μακεδονικό θα επέφεραν σημαντικές αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό, αποδεικνύεται πως είχαν δίκιο. Η υπογραφή της συμφωνίας των Πρεσπών βρήκε τη ΝΔ με θεαματικά τροποποιημένη τη θέση της σ΄ αυτό το σκηνικό. Η αρχική προσπάθεια της νέας ηγεσίας της να την εμφανίσει σαν ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κεντροδεξιό μεταρρυθμιστικό κόμμα, έμεινε μετέωρη, καθώς οι διαδοχικές αλλαγές γραμμής τής ηγεσίας της σ΄ αυτό το κρίσιμο ζήτημα εξωτερικής πολιτικής και η τελική άρνηση με τον πιο απόλυτο τρόπο της γραμμής που αυτή η ίδια παράταξη είχε επεξεργαστεί το 2008, τη μετατόπισε με σαφήνεια δεξιότερα, δίνοντας στο προφίλ της τα χαρακτηριστικά ακραία εθνικιστικού κόμματος της δεξιάς. (...)
Το ερώτημα που ουσιαστικά θέτει μια τέτοια πρωτοβουλία στις πολιτικές δυνάμεις που ενδιαφέρονται για μια νέα σύνθεση της κυβερνητικής πλειοψηφίας, είναι απλό: τους ενδιαφέρει η ρητορική των πρόωρων εκλογών και ό,τι προκύψει, ή η συμμετοχή στην υλοποίηση μιας πολιτικής, ως το τέλος της τετραετίας, το περιεχόμενο της οποίας κατά κανόνα υπερψηφίζεται και από αυτές τις ίδιες στη Βουλή;
Το ερώτημα αυτό δεν έχει ακαδημαϊκό χαρακτήρα ούτε προβοκατόρικη πρόθεση. Είναι το πιο λογικό και αναγκαίο ερώτημα την ώρα τής επιλογής. Αφαιρεί κάθε πρόσχημα από τους δεξιοτέχνες τής αριθμητικής, που έχουν αναγάγει σε κορωνίδα της πολιτικής τους τις άσφαιρες προτάσεις δυσπιστίας, τις οποίες και οι ίδιοι ακόμα διστάζουν τώρα να καταθέσουν.
Όποιος αρνηθεί μια τεκμηριωμένη απάντηση σ΄ ένα τέτοιο ερώτημα, δεν νομιμοποιείται κατά οποιονδήποτε τρόπο να εγκαλεί μια κυβερνητική πλειοψηφία, που θα διαμορφωνόταν χωρίς αυτά τα προαπαιτούμενα, στο πλαίσιο πάντως της εφαρμογής των συνταγματικών διατάξεων. Γιατί η δικιά του άρνηση θα έχει οδηγήσει σ΄ αυτό το αποτέλεσμα.