Macro

Τρεις προκλήσεις για το 2019

Επιτέλους, για τον κ. Μητσοτάκη, μπαίνουμε σε προεκλογικό χρόνο. Όχι μόνο γιατί, έτσι κι αλλιώς, το 2019 τελειώνει η κυβερνητική τετραετία, αλλά και γιατί τον Μάιο θα στηθούν τέσσερις κάλπες, μία ευρωπαϊκή και τρεις αυτοδιοικητικές. Δυστυχώς, δεν μπορεί να πανηγυρίσει γι΄ αυτό το γεγονός, καθώς με κανένα τρόπο δεν επιβεβαιώνει τη στρατηγική του της «αριστερής παρένθεσης». Επιβεβαιώνει, απλώς, το πλήρωμα του χρόνου.
Το ότι δεν επιβεβαιώνεται η πρόβλεψη (διάβαζε: επιθυμία) του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν σημαίνει κατά οποιοδήποτε τρόπο ότι τα πράγματα είναι ρόδινα για την κυβέρνηση. Για να μην μακρηγορούμε, για να δει φως στην άκρη του τούνελ, χρειάζεται να αντιμετωπίσει μέσα στο 2019 τρεις προκλήσεις. Και να τις αντιμετωπίσει κάνοντας τις σωστές επιλογές.

Επικύρωση της αποφασιστικότητας

Η πρώτη, χρονολογικά, ακούει στο όνομα Συμφωνία των Πρεσπών. Η επικύρωσή της από την ελληνική Βουλή δεν φαίνεται πια να αποτελεί πρόβλημα. Ωστόσο, η λύση αυτού του προβλήματος φαίνεται ότι γεννάει μια σειρά παράγωγων προβλημάτων, που ενδέχεται να προκαλέσουν ύστερες σκέψεις. Αυτή ακριβώς είναι η πρόκληση: να προχωρήσει η κυβέρνηση με βάση το σχεδιασμό της και τις επιλογές, τις οποίες έχουν επιβάλει πολύ σημαντικότερα πράγματα από τους μικροκομματικούς υπολογισμούς.
Δεν είναι απλό ζήτημα. Μπορεί η δηλωμένη απόφαση των ΑΝΕΛ να φύγουν από την κυβέρνηση σ΄ αυτή την περίπτωση, να εξελιχθεί τυπικά ομαλά και να μην απειλήσει τη δεδηλωμένη της κυβέρνησης. Ωστόσο, είναι φανερό ότι θα προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στον εταίρο του ΣΥΡΙΖΑ, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και στις εκλογές. Υπάρχουν, ακόμα, και αυτοί που προεξοφλούν ότι η κύρωση της συμφωνίας είναι το ισχυρότερο χαρτί της ΝΔ, που θα της εξασφαλίσει την πρωτιά. Κάποιος αμετροεπής, μάλιστα, τηλεοπτικός αναλυτής, ισχυριζόταν ότι αυτό θα δώσει 70% στον Μητσοτάκη! Όση τύχη είχαν οι μετά Χριστόν προφήτες, άλλη τόση έχουν και οι προ των εκλογών… Ένα είναι βέβαιο: ότι η σταθερή πορεία και η αμετάκλητη στάση σ΄ αυτό το κρίσιμο ζήτημα δεν θα κάνει καλό μόνο στον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί θα αποδείξει ότι δεν είναι μια πολιτική δύναμη περαστική, αλλά δύναμη της αριστεράς, που θέλει ν΄ αφήσει το ίχνος της. Και το κάνει πραγματοποιώντας μια ορθή, παγκοίνως αναγνωρισμένη ως ορθή, θέση, που μόνο η αριστερά, όπως φαίνεται, μπορούσε να αναλάβει την ευθύνη να υλοποιήσει, γιατί έχει αρχές που δεν της επιτρέπουν τυχοδιωκτικές λοξοδρομήσεις. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μάλιστα, και εξ αντανακλάσεως, θα μπορούσε να βοηθήσει και τους ΑΝΕΛ να απευθυνθούν, με αποτέλεσμα, σ΄ ένα συντηρητικό μεν, αλλά όχι με εθνικιστικές παρωπίδες, κοινό.

Δεν υπάρχει χαλαρή ψήφος

Η δεύτερη πρόκληση είναι οι προγραμματισμένες εκλογές του Μαΐου και οι σκέψεις που προκαλούν για συνδυασμό τους με τις βουλευτικές. Η κυβέρνηση χρειάζεται όλο το χρόνο που διαθέτει συνταγματικά, και καμία σύντμησή του δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει αντισταθμιστικά οφέλη. Τουλάχιστον, μεγαλύτερα από αυτά που μπορεί να φέρει η σωστή αξιοποίησή του.
Οι περισσότερες αναμετρήσεις που αφορούσαν την ευρωβουλή έχουν φέρει στο παρελθόν αποτελέσματα ανάλογα με τα αποτελέσματα των εθνικών βουλευτικών. Αν η κυβέρνηση πείθει ότι μπορεί και αξίζει να έχει μια ακόμα τετραετία, αυτό θα καταγραφεί και στην κάλπη για τις ευρωεκλογές. Η άποψη ότι η ψήφος για την ευρωβουλή είναι χαλαρή, ίσως να ισχύει για την προτίμηση -συμβολική ενίσχυση- πολύ μικρών κομμάτων. Δεν παύει, όμως, αυτή η ψήφος να είναι εξαιρετικά πολιτικοποιημένη, ιδίως στις συνθήκες που επικρατούν σήμερα και στα διακυβεύματα που κρίνονται στην ΕΕ. (Οι αυτοδιοικητικές εκλογές είναι άλλου παπά ευαγγέλιο, και οπωσδήποτε συναρτάται με την ψήφο για την κεντρική πολιτική σκηνή πολύ λιγότερο. Γιατί τα κριτήρια επιλογής εκεί είναι πολύ διαφορετικά).
Σε κάθε περίπτωση, από τον αστήρικτο ισχυρισμό ότι το εκλογικό σώμα θα συμπεριφερθεί χωρίς λογική όταν βρεθεί μπροστά σε διπλή, για τις βουλευτικές και για την ευρωβουλή, κάλπη, είναι κατά πολύ ορθολογικότερη η επιλογή της δυνατότητας να αξιοποιήσεις τέσσερις ολόκληρους μήνες, για να αναστρέψεις το υποτιθέμενο κακό κλίμα.

Ο χρήσιμος χρόνος

Κι έτσι φτάνουμε στην τρίτη και ίσως σημαντικότερη πρόκληση: αν έχει, τελικά, όλο το χρόνο δικό της η κυβέρνηση, θα τον αξιοποιήσει σωστά;
Αν πιστέψουμε τις δημοσκοπήσεις, ακόμη και τις ευνοϊκές για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον πρωθυπουργό, που δείχνουν κάλυψη της ψαλίδας, σταθερή μεν αλλά βασανιστική, θα πρέπει να βγάλουμε το συμπέρασμα πως το βασικό επιχείρημα, ότι βγαίνοντας από το πρόγραμμα μπορούμε τώρα να καλύψουμε σταδιακά τα τραυματικά κενά που άφησαν μνημόνια οχτώ ετών, δεν πείθει με την ταχύτητα που θα ήθελε η κυβέρνηση.
Λίγο επειδή τα μέτρα, που σωστά αμέσως ψήφισε η κυβέρνηση μετά τον Αύγουστο, δεν έγιναν έντονα αισθητά όχι μόνο στην τσέπη, αλλά και στη συνείδηση των πολλών, λίγο επειδή δεν είναι, πράγματι, αρκετά για να αλλάξουν άρδην το κλίμα, το πολυτιμότερο αγαθό για την κυβερνητική πλειοψηφία αναδεικνύεται πως είναι ο χρόνος. Ακριβέστερα, όχι ο χρόνος ως απόλυτη παράμετρος, αλλά η σωστή αξιοποίησή του.
Είναι σωστή αξιοποίηση του χρόνου αυτού το να γίνει, νομοθετική αλλά όχι μόνο, πράξη, το γρηγορότερο, ό,τι ειπώθηκε στη ΔΕΘ και ό,τι ακόμα μπορεί να προστεθεί στην ίδια κατεύθυνση. Είναι σωστή αξιοποίηση αυτού του χρόνου η υλοποίηση σχεδιασμών που έχουν αρχίσει να εφαρμόζονται, αλλά χρειάζονται περισσότερο επίμονη προσπάθεια, ίσως και διορθωτικές κινήσεις, στους κοινωνικούς τομείς της υγείας, της ασφάλισης, της εκπαίδευσης.

Αυτογνωσία που πείθει

Όμως, όλα αυτά, και άλλα που δεν μας παίρνει ο χώρος να αναφέρουμε, έχει σημασία να μην τονίζονται σαν μεγάλες κατακτήσεις, που είναι αυτονόητο ότι θα πιστωθούν στην κυβέρνηση. Γιατί η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για τα στοιχειώδη. Ότι πρόκειται για μικρό μέρος απ’ όσα έχουν αφαιρεθεί επί οκτώ χρόνια. Ότι πρόκειται για ρυθμίσεις που και πάλι θ΄ αφήσουν πολλούς μη έχοντες αδικημένους.
Γιατί, τελικά, η αλήθεια είναι ότι ακόμη και όσα τον Σεπτέμβριο του 2015 υποσχέθηκαν ΣΥΡΙΖΑ και –δυνάμει– κυβέρνηση, δεν πραγματοποιήθηκαν στο σύνολό τους. Οι βασικοί στόχοι μπορεί να επιτεύχθηκαν, αλλά η ζωή των ανθρώπων που έχουν πληγεί δεν άλλαξε τόσο που να επιτρέπεται η ικανοποίηση από την απόδοσή τους –σε διάφορους τομείς, και όχι μόνο στην οικονομία και τα δημοσιονομικά, που έχουν τη σημασία τους.
Όποιος θέλει να ανοίξει επιφυλακτικά ακόμα μάτια, αφτιά, καρδιές και πόρτες, χρειάζεται να προτάσσει την έντιμη αυτοκριτική στάση και θέση. Να ξεκινάει από αυτά που δεν μπόρεσε να πράξει, για να μπορέσει να πείσει ότι η αυτογνωσία του είναι υπόσχεση με αντίκρισμα για ένα πιο βατό αύριο. Μ΄ αυτό τον τρόπο, μπορεί να επαναληφθεί στις σημερινές ευνοϊκότερες συνθήκες η ερμηνεύσιμη προτίμηση του φθινόπωρου του 2015, που είχε ως κεντρικό πυρήνα την κατάφαση: παρ΄ όλα αυτά, εσάς εμπιστευόμαστε ότι έντιμα θα κάνετε ό,τι μπορείτε για ν΄ αλλάξουμε ζωή.

Χαράλαμπος Γεωργούλας

Πηγή: Η Εποχή