Εφημερίδα των Συντακτών

08
12

Οι άμαχοι του ελληνικού εμφυλίου

Στις προθήκες των βιβλιοπωλείων θα βρίσκεται τις επόμενες μέρες το νέο βιβλίο της Τασούλας Βερβενιώτη «Οι άμαχοι του ελληνικού εμφυλίου. Η δυναμική της μνήμης» (Εκδόσεις Κουκκίδα 2021). Το βιβλίο στηρίζεται σε μακροχρόνια έρευνα της συγγραφέως και συνδυάζει πλήθος αρχειακών τεκμηρίων και προφορικών μαρτυριών. Αφορά δε ένα θέμα που ελάχιστα έως και καθόλου έχει απασχολήσει την ελληνική ιστοριογραφία, παρά το γεγονός ότι οι άμαχοι έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στον ελληνικό εμφύλιο και ήταν πάντοτε αντικείμενο προσοχής και των δύο πλευρών της σύγκρουσης. Το βιβλίο χωρίζεται σε οκτώ μέρη και σε όλα το επίκεντρο είναι οι άμαχοι. Το πρώτο μέρος αφορά τη μνήμη. Το δεύτερο, τις ιδεολογίες που διαπερνούν την εποχή. Το τρίτο, τα βασικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας που διεξήγε τον Εμφύλιο. Το τέταρτο αναφέρεται στο ξεκίνημα του Εμφυλίου 1946-47. Το πέμπτο επικεντρώνεται στο 1948. Το έκτο στις μετακινήσεις των αμάχων, το έβδομο παρακολουθεί την πορεία της ένοπλης σύγκρουσης και το όγδοο καταγράφει την τελευταία χρονιά του Εμφυλίου.
22
11

Εμμανυέλ Μπαγιαμάκ-Ταμ: Βλέπω την απελευθέρωση να περνά από το σώμα

Από την αρχή υπήρχαν στα βιβλία μου πρόσωπα με σεξουαλική ταυτότητα κυμαινόμενη (flottante), προβληματική. Ηδη το 1996, στο πρώτο μου μυθιστόρημα «Rai-de-coeur», υπάρχει ένα αγόρι που αισθάνεται κορίτσι. Το «La Princesse de.» του 2010 διαδραματίζεται σε ένα περιβάλλον με τραβεστί και τρανσέξουαλ. Εκεί πρωτοεμφανίζεται και ο Ντανιέλ, που κάνει στην «Αρκαδία» τα πάντα, για να μοιάζει με τον Τζορτζ Μάικλ. Η διαφορά είναι ότι το 1996 δεν μιλούσαμε στη Γαλλία για «ταυτότητα τρανσέξουαλ». Σήμερα η υπόθεση της ταυτότητας φύλου έχει γίνει κεντρική, και ξέρετε γιατί; Επειδή έχει απελευθερωθεί ο λόγος, επειδή, απλούστατα, μιλάμε για όλα αυτά. Ως εκπαιδευτικός έχω στις τάξεις μου παιδιά τρανς (sic), τα οποία στην αρχή της χρονιάς μού ζητούν να τα αποκαλώ με το όνομα της επιλογής τους, που είναι σχετικό με την ταυτότητα φύλου τους. Απ’ την άλλη, στο ίδιο σχολείο, η πλειονότητα τσιρίζει μπροστά σε «τέτοια» άτομα, σαν να θέλει να δηλώσει ότι δεν τα ανέχεται. Υπάρχει μια τρανς-φοβία στη Γαλλία, η οποία μπορεί να εκδηλώνεται με πολύ βίαιο τρόπο, και έχουμε πολλές αυτοκτονίες – πρόσφατα αυτοκτόνησε ένα κορίτσι που το παρενοχλούσαν. Τα άτομα τρανς είναι περιθωριακά, ωστόσο από αυτό το περιθώριο ασκούν μια πολύ καίρια κριτική στην πατριαρχία και στην ετεροκανονικότητα. Και παρατηρώ ότι στη νεολαία, είτε πρόκειται για μη δυαδικά άτομα (non binaires, genderqueer) είτε για αμφιφυλόφιλα (bisexuels) άτομα, γίνονται μικρές επαναστάσεις. Εξυπακούεται ότι αναφέρομαι σε λευκά άτομα από προνομιούχα περιβάλλοντα… Παραπέρα, τα πράγματα παραμένουν προβληματικά.
20
11

Σερζ Οντιέ: Οικολογία και Αριστερά

Η μαρξιστική ιδεολογία και ένας ορισμένος ρεπουμπλικανισμός ακολούθησαν τις κυρίαρχες τάσεις του βιομηχανισμού. Μια θέση είναι ωστόσο σήμερα του συρμού στα αντικαπιταλιστικά περιβάλλοντα: ο Μαρξ υποτίθεται ότι ήταν ένας πολύ μεγάλος οικολόγος στοχαστής. Στην πραγματικότητα, ο συγγραφέας του «Κεφαλαίου» γνώριζε τις ζημιές που προκαλεί η βιομηχανική γεωργία και η αντίθεση ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο υλοποιούσε γι’ αυτόν τη ρήξη του μεταβολισμού που συνδέει τον άνθρωπο με τη φύση. Είχε τη διαίσθηση της «Καπιταλοκαίνου» εποχής: ο καπιταλισμός θυσιάζει τα πάντα, ακόμα και τη φύση, στην κοντόφθαλμη λογική του κέρδους και του εμπορεύματος. Το να βλέπουμε όμως στον Μαρξ έναν ιδιοφυή οικολόγο ισοδυναμεί με το να υπερτονίζουμε την πρωτοτυπία του σε αυτό το θέμα και κυρίως με το να αποκρύπτουμε τη μαρξιστική παρακαταθήκη του, που είναι ελάχιστα οικολογική. Μια από τις κύριες συμβολές του «επιστημονικού σοσιαλισμού» του Μαρξ και του Ενγκελς βασίζεται ουσιαστικά στην ιδέα ότι η έλευση του κομμουνισμού προϋποθέτει την πλήρη ανάπτυξη του καπιταλισμού και των αντιφάσεών του. Εξού και το παράδοξο εγκώμιο στην αστική τάξη ως αναγκαίο φορέα της «μεγάλης βιομηχανίας» και των «παραγωγικών δυνάμεων». (...) Με την επιτάχυνση της ανάπτυξης εμφανίζονται και οι οικολογικές και πολιτισμικές ζημιές. Το αδιέξοδο του μοντέλου γίνεται φανερό ακόμα και στις υψηλές σφαίρες. Το μαρτυρούν η επιτυχία του βιβλίου του Αμερικανού Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ «Η κοινωνία της αφθονίας» και ακόμα περισσότερο η απήχηση της «Εκθεσης Meadows» της Λέσχης της Ρώμης για «τα όρια της ανάπτυξης». Η αμφισβήτηση έρχεται και από τα κάτω: οι φοιτητικές εξεγέρσεις εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ μέχρι τον Μάη του ’68 δεν είναι ρητά οικολογικές, αλλά η αντίθεσή τους στον αυταρχισμό, η κριτική τους στο στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα και στην «καταναλωτική κοινωνία» προετοιμάζουν το έδαφος. Μια σφαιρική κριτική του παραγωγικού συστήματος και των βλαβών που προξενεί στη φύση διαδίδεται τότε στην Αριστερά, κριτική που δεν συνοψίζεται πλέον στη διεκδίκηση της αναδιανομής των καρπών της ανάπτυξης. […]
08
11

Η μακρά πορεία προς την ισότητα

Γενικά, οι θεμελιώδεις μετασχηματισμοί των βασιζόμενων στην ανισότητα καθεστώτων, που καταγράφονται στην ιστορία, προϋποθέτουν κοινωνικές συγκρούσεις και μεγάλες πολιτικές κρίσεις. Οι αγροτικές εξεγέρσεις των ετών 1788-1789 και τα γεγονότα της Γαλλικής Επανάστασης είναι εκείνα που οδήγησαν στην εξάλειψη των προνομίων της αριστοκρατίας. Οπως είναι η εξέγερση των σκλάβων στον Αγιο Δομίνικο το 1791 εκείνη που προκάλεσε την απαρχή του τέλους του ατλαντικού δουλοκτητικού συστήματος, και όχι οι χαμηλόφωνες λογομαχίες στα παρισινά σαλόνια. Στη διάρκεια του 20ού αιώνα, οι κοινωνικές και συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη νέων συσχετισμών δύναμης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας και στη μείωση των ανισοτήτων. Οι δυο παγκόσμιοι πόλεμοι μπορούν με τη σειρά τους να ιδωθούν ως η συνέπεια των κοινωνικών εντάσεων και των αντιθέσεων που συνδέονται με την απαράδεκτη ανισότητα που υπήρχε πριν από το 1914, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Στις Ηνωμένες Πολιτείες χρειάστηκε ένας αιματηρός εμφύλιος πόλεμος για να τερματιστεί, το 1865, το δουλοκτητικό σύστημα. Εναν αιώνα μετά, το 1965, μια μεγάλη αφροαμερικανική κινητοποίηση κατορθώνει να πετύχει την κατάργηση του συστήματος φυλετικών διακρίσεων. Τα παραδείγματα θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν. Στις δεκαετίες 1950 και 1960, οι πόλεμοι ανεξαρτησίας συμβάλλουν καθοριστικά στην ήττα της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας. Χρειάστηκαν δεκαετίες εξεγέρσεων και κινητοποιήσεων για να καταργηθεί, το 1994, το νοτιοαφρικανικό απαρτχάιντ κ.ο.κ. Εκτός από τις επαναστάσεις, τους πολέμους και τις εξεγέρσεις, κομβικό ρόλο παίζουν συχνά και οι οικονομικές κρίσεις, στις οποίες αποκρυσταλλώνονται οι κοινωνικές συγκρούσεις και επαναπροσδιορίζονται οι συσχετισμοί δυνάμεων. Η κρίση της δεκαετίας 1930 συμβάλλει πάρα πολύ στη βαθμιαία απώλεια νομιμοποίησης του οικονομικού φιλελευθερισμού και στην αποδοχή νέων μορφών κρατικής παρέμβασης. Πιο κοντινές σε μας, η οικονομική κρίση του 2008 και η παγκόσμια επιδημική κρίση των ετών 2020-2021 διέλυσαν και διαλύουν πολλές βεβαιότητες που μέχρι πριν από λίγο καιρό θεωρούνταν απαραβίαστες: αναφορικά, για παράδειγμα, με το αποδεκτό επίπεδο του δημόσιου χρέους ή με τον ρόλο των κεντρικών τραπεζών. Στις αρχές της δεκαετίας 2020, τα κινήματα Black Lives Matter, MeToo και Fridays For Future εντυπωσιάζουν με την ικανότητά τους για κινητοποίηση, πέρα από σύνορα και γενεές, σχετικά με ανισότητες εθνικές, φύλου, κλίματος. Αν πάρουμε υπόψη μας τις ιδιαίτερες κοινωνικές και περιβαλλοντικές αντιφάσεις του τωρινού οικονομικού συστήματος, είναι πιθανό οι εξεγέρσεις, οι συγκρούσεις και οι κρίσεις να συνεχίσουν να παίζουν και στο μέλλον κεντρικό ρόλο, σε περιστάσεις που είναι αδύνατο να προβλέψουμε με ακρίβεια. Το τέλος της ιστορίας είναι ακόμα μακρινό. Η πορεία προς την ισότητα έχει να διανύσει μακρύ δρόμο, κυρίως σε έναν κόσμο στον οποίο οι φτωχότεροι (ιδίως οι φτωχότεροι των φτωχότερων χωρών) προετοιμάζονται να υποστούν με όλο και μεγαλύτερη βιαιότητα τις κλιματικές και περιβαλλοντικές ζημιές που προκαλούνται από το μοντέλο ανάπτυξης των πλουσιότερων. Είναι σημαντικό να επιμείνουμε και σε ένα άλλο δίδαγμα που μας προσφέρει η Ιστορία: οι αγώνες και οι συσχετισμοί δυνάμεων δεν επαρκούν από μόνοι τους. Είναι μια αναγκαία προϋπόθεση για να ανατραπούν οι θεσμοί που βασίζονται στην ανισότητα και οι εξουσίες που ευθύνονται γι’ αυτήν, αλλά δεν εγγυώνται με κανέναν τρόπο ότι οι νέοι θεσμοί και οι νέες εξουσίες που θα τους αντικαταστήσουν θα είναι πάντα εξισωτικοί και υποστηρικτικοί της ελευθερίας, όπως θα μπορούσαμε να ελπίζουμε.
06
11

Το μεγάλο comeback του Κώστα Ταχτσή

Ο Ταχτσής ήταν 61 χρόνων, στο απόγειο της καταλυτικής του παρουσίας ως δημόσιας περσόνας, όταν τον Αύγουστο του 1988 βρέθηκε νεκρός στη μονοκατοικία του στον Κολωνό, γυμνός στο κρεβάτι του, με τα χαρτιά του πεταμένα εδώ κι εκεί και το σπίτι του ανάστατο. Και ενώ έχουν περάσει 33 χρόνια, η δολοφονία του, πιθανώς με στραγγαλισμό, δεν έχει εξιχνιαστεί. Η αστυνομία δεν υπήρξε πολύ δραστήρια στην αναζήτηση της αλήθειας και η Πολιτεία δεν τον τίμησε ούτε μετά τον βίαιο θάνατό του (όπως τίμησαν οι Ιταλοί τον Παζολίνι) ούτε και νωρίτερα. Κανένα κρατικό βραβείο δεν του απονεμήθηκε για το μυθιστόρημά του «Το τρίτο στεφάνι», που υπήρξε αρχετυπικό και επηρέασε πλήθος νεότερους συγγραφείς –ήταν άλλες εποχές– ούτε όμως του δόθηκε κάποια διάκριση για το σύνολο του έργου του στις καλές εποχές... Ωστόσο ό,τι έγραψε στις δεκαετίες ’50, ’60, ’70, πάντα κεντώντας τη ζωή του με την τέχνη, είχε ειδικό βάρος. Αντίστοιχα ενδεχομένως και η ανολοκλήρωτη αυτοβιογραφία του, που την επεξεργαζόταν το ’80. Γι’ αυτό και διαβάστηκε πολύ ο Ταχτσής, πάρα πολύ, και στον αγγλοσαξονικό κόσμο και στη Γαλλία, και «πέρασε» στην τηλεόραση και στο θέατρο. Τον αγάπησαν πολλές και διαφορετικές «φυλές» αναγνωστών. Αλλά πάντα υπήρχαν αγκάθια. Πάντα τον κυνηγούσαν αρνητικά κλισέ. Πάντα οι επιλογές της ζωής του ήταν δυσκολοχώνευτες. Κι εκείνος φυσικά το απολάμβανε. Μπορούσε να συγχρωτίζεται με μέλη της αστικής ελίτ με την ίδια άνεση που κυκλοφορούσε σε λούμπεν κύκλους και έβγαινε τις νύχτες «για ερωτικό κυνήγι». Ηταν μαχητικός στη δημόσια ζωή αλλά και επιθετικός, πολύ ευφυής αλλά και νάρκισσος, είχε την παλικαριά να μιλά χωρίς περιστροφές για την ομοφυλοφιλία αδιαφορώντας για το αν ήταν το κοινό του ώριμο να τον ακούσει. Ενοχλούσε ο Ταχτσής, επειδή γινόταν με χίλιους τρόπους ο καθρέφτης της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας. Μήπως λοιπόν ήρθε η ώρα για το νεότερο κοινό αλλά και για το παλαιότερο να τον γνωρίσουν σε βάθος; Συμπληρώθηκαν μόλις 50 χρόνια από το εκδοτικό γεγονός που έκρινε την πορεία του μυθιστορήματος, το «Το τρίτο στεφάνι», και οι εκδόσεις Ψυχογιός, σε συνεννόηση με την αδελφή του συγγραφέα Ελπίδα Αρτέμη και την ανιψιά του, Ελλη, προχώρησαν στη σχολιασμένη έκδοση όλων των γραπτών που δημοσίευσε όσο ζούσε.
03
11

Το μεγάλο comeback του Κώστα Ταχτσή

«Η Ελλάδα θα ξεροσταλιάζει στα πεζοδρόμια του ευρωπαϊκού μέλλοντός της, μα το “Τρίτο στεφάνι” θα έχει αποτυπώσει διά παντός την πεμπτουσία των μικροαστικών οραμάτων της». Το σημείωσε η Μάρω Δούκα για τον Κώστα Ταχτσή, ήδη στις αρχές του 1999, στην εκδήλωση για τα δέκα χρόνια από τον θάνατο του συγγραφέα, που πραγματοποιήθηκε με σημαντικές ομιλίες στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Ο Ταχτσής ήταν 61 χρόνων, στο απόγειο της καταλυτικής του παρουσίας ως δημόσιας περσόνας, όταν τον Αύγουστο του 1988 βρέθηκε νεκρός στη μονοκατοικία του στον Κολωνό, γυμνός στο κρεβάτι του, με τα χαρτιά του πεταμένα εδώ κι εκεί και το σπίτι του ανάστατο. Και ενώ έχουν περάσει 33 χρόνια, η δολοφονία του, πιθανώς με στραγγαλισμό, δεν έχει εξιχνιαστεί. Η αστυνομία δεν υπήρξε πολύ δραστήρια στην αναζήτηση της αλήθειας και η Πολιτεία δεν τον τίμησε ούτε μετά τον βίαιο θάνατό του (όπως τίμησαν οι Ιταλοί τον Παζολίνι) ούτε και νωρίτερα. Κανένα κρατικό βραβείο δεν του απονεμήθηκε για το μυθιστόρημά του «Το τρίτο στεφάνι», που υπήρξε αρχετυπικό και επηρέασε πλήθος νεότερους συγγραφείς –ήταν άλλες εποχές– ούτε όμως του δόθηκε κάποια διάκριση για το σύνολο του έργου του στις καλές εποχές... Ωστόσο ό,τι έγραψε στις δεκαετίες ’50, ’60, ’70, πάντα κεντώντας τη ζωή του με την τέχνη, είχε ειδικό βάρος. Αντίστοιχα ενδεχομένως και η ανολοκλήρωτη αυτοβιογραφία του, που την επεξεργαζόταν το ’80. Γι’ αυτό και διαβάστηκε πολύ ο Ταχτσής, πάρα πολύ, και στον αγγλοσαξονικό κόσμο και στη Γαλλία, και «πέρασε» στην τηλεόραση και στο θέατρο. Τον αγάπησαν πολλές και διαφορετικές «φυλές» αναγνωστών. Αλλά πάντα υπήρχαν αγκάθια. Πάντα τον κυνηγούσαν αρνητικά κλισέ. Πάντα οι επιλογές της ζωής του ήταν δυσκολοχώνευτες. Κι εκείνος φυσικά το απολάμβανε.
30
10

Λάμπρος Μπαλτσιώτης: «Το ελληνικό κράτος αδιαφορεί διαχρονικά για τους Ρομά»

Πράγματι, υπάρχουν ομάδες που παρουσιάζουν ιδιαίτερη παραβατικότητα, όχι όμως συλλήβδην βαριά εγκληματικότητα όπως παρουσιάζεται συνήθως. Και νομίζω ότι η ευθεία αντιστοίχιση της παραβατικότητας με την –ακραία πολλές φορές– φτώχεια είναι προβληματική. Προφανώς είναι σημαντικό, αλλά δεν είναι μόνο αυτό και δεν εξηγεί τα πάντα και όλες τις περιπτώσεις. Το ζήτημα είναι να εμπεδωθεί στις ομάδες αυτές μια αίσθηση ότι η καλυτέρευση της ζωής τους είναι δυνατή. Και οι πολιτικές της Ελλάδας έχουν αποτύχει, δείτε τι λέει η Ε.Ε. για την ποιότητα και τα αποτελέσματα των παρεμβάσεων, μηδέν. Για παράδειγμα, για να εμπεδωθεί μια νοοτροπία παρακολούθησης του σχολείου, πρέπει να οδηγεί κάπου, σε μια καλύτερη δουλειά. Αυτό ισχύει καθολικά: Κοιτάξτε πού υπάρχει η μεγαλύτερη σχολική διαρροή στη χώρα, σε πλούσιες τουριστικές περιοχές. Η απασχόληση λοιπόν θεωρείται σήμερα μείζονος σημασίας πολιτική απέναντι στις αποκλεισμένες ομάδες Ρομά. Πάει μαζί με την εκπαίδευση. Και βέβαια σε ένα άλλο μοντέλο πολιτικής, π.χ. εκπαιδευτικής, δεν μπορείς να αποκλείσεις και την “επιβολή”. Νομίζω ότι δύσκολα θα κατηγορούσαμε σήμερα το ελληνικό κράτος γιατί μέχρι και τον Μεσοπόλεμο σε μερικές περιπτώσεις έστελνε τους χωροφύλακες για να υποχρεώσει τα παιδιά να πάνε στο σχολείο, ειδικά τα κορίτσια, ενάντια στη θέληση των γονιών τους.
20
10

Μαρία Γκασούκα: Ολα γύρω μας κραυγάζουν για την αναγκαιότητα του φεμινισμού

Εχουμε μακρά παράδοση γυναικείων αγώνων, που ξεκινούν με τα πρώτα γυναικεία περιοδικά στα μέσα του 19ου αιώνα, την Καλλιρρόη Παρρέν και την «Εφημερίδα των Κυριών», για να φτάσουν στον Σύνδεσμο για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, αλλά και τις κομμουνίστριες και τις σοσιαλίστριες του Μεσοπολέμου. Το φεμινιστικό κίνημα ξεκινά ουσιαστικά από τον Μεσοπόλεμο, χωρίς βέβαια να μονοπωλεί τους αγώνες για τη χειραφέτηση των γυναικών –ήταν κι άλλες γυναίκες που πάλευαν, ακόμα κι αν απέρριπταν τον φεμινισμό–, και στη συνέχεια έχουμε τις γυναίκες της Εθνικής Αντίστασης, οι οποίες σπάνε το έμφυλο όριο. Εχει, μάλιστα, ενδιαφέρον το γεγονός πως στην Ελλάδα επαναλαμβάνεται αυτό που συνέβη στη Ρωσία. Εκεί υπήρχε προεπαναστατικά ένα αξιόλογο φεμινιστικό κίνημα, το Ζγενοντέλ, το οποίο, όταν ήρθε η ώρα της μεγάλης ρήξης, βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα: Θα διατηρήσει τον αυστηρά φεμινιστικό του χαρακτήρα ή θα εμπλακεί στον ταξικό αγώνα επηρεάζοντάς τον; Τα μέλη του εντάχθηκαν στο μπολσεβίκικο κόμμα. Τον ίδιο προβληματισμό αντιμετώπισε κι ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας όταν εμφανίζεται η χιτλερική λαίλαπα. Πολλά στελέχη του εντάχθηκαν αρχικά στο Παλλαϊκό Μέτωπο κι ακολούθως στο ΕΑΜ. Κατά τη διάρκεια της Αντίστασης –και παρά τις όποιες πατριαρχικές αντιδράσεις στο πλαίσιό της– οι γυναίκες θα ανατρέψουν παραδοσιακούς ρόλους και έμφυλα στερεότυπα και προκαταλήψεις. Αποκτούν φωνή, δημιουργείται η Σχολή Αξιωματικών του ΕΛΑΣ, γίνονται βουλεύτριες, πρόεδροι λαϊκών δικαστηρίων. Εχουν δε και μια άλλη ιδιότητα, μοναδική, που συναντάμε σε πολλές μονογραφίες. Υπήρξαν, ιδιαίτερα οι δασκάλες στην ύπαιθρο, πολιτικές και πολιτισμικές διαμεσολαβήτριες, καθώς εκλαΐκευαν τον λόγο και τα οράματα του ΚΚΕ και του ΕΛΑΣ στους/στις κατοίκους των χωριών και των μικρών κυρίως πόλεων. Πολλές βασανίζονται άγρια και δολοφονούνται. Μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, άρχισε ο απίστευτος διωγμός τους, άλλες μπαίνουν φυλακή κι άλλες φεύγουν από τη χώρα. Αυτή την ιστορία ήρθαν να συμπληρώσουν οι αγώνες των γυναικών κατά της δικτατορίας και τα τόσο σημαντικά φεμινιστικά κινήματα της Μεταπολίτευσης που, παρά την όποια προσπάθεια απαξίωσής τους, η αλήθεια είναι πως επιδρούν καθοριστικά στην υπόθεση της γυναικείας χειραφέτησης και της έμφυλης ισότητας στη χώρα μας κι εμπνέουν τα σημερινά αντίστοιχα κινήματα.