ΣΥΡΙΖΑ

Αριστερές μεταρρυθμίσεις με ρήξεις για να κερδίσει η κοινωνία

Μία οφειλόμενη απάντηση στη σοσιαλδημοκρατική λογική των Ν. Μπίστη & Α. Λιάκου από τους Κώστα Καλλωνιάτη, Λεωνίδα Καρίγιαννη, Τάκη Κατσαρό, Σωτήρη Κρυωνά, Ελένη Μαριόλη, Χριστίνα Μαχαίρα, Σπύρο Νιάκα, Αγγέλικα Σαπουνά, Νίκο Σερβετά, Μάγδα Σκούντζου και Έλενα Χριστούλη

Η πρόσφατη εκλογική νίκη των Σοσιαλιστών στην Πορτογαλία ανέδειξε αυτοδύναμη την κυβέρνηση Κόστα, συρρικνώνοντας τους αριστερούς συμμάχους και υποστηρικτές (Μπλόκο, Κομμουνιστικό Κόμμα) της προηγούμενης σοσιαλιστικής κυβέρνησης μειοψηφίας, οι οποίοι είχαν αποσύρει την ψήφο εμπιστοσύνης τους, εξαιτίας της ακολουθούμενης πολιτικής δημοσιονομικής σταθεροποίησης, σε βάρος της απαίτησής τους για ενίσχυση του κοινωνικού κράτους.
Ο πορτογαλικός λαός, μπροστά στον κίνδυνο της επανόδου της Δεξιάς και των αδυσώπητων πολιτικών λιτότητας, ψήφισε ταξικά, με επιδίωξη την ενότητα των γραμμών του, επιλέγοντας το μεγαλύτερο κόμμα της Αριστεράς, το σοσιαλιστικό, που του εξασφάλιζε την διατήρηση της φιλολαϊκής κυβερνητικής εξουσίας. Μολονότι το πρόγραμμα των δύο άλλων αριστερών κομμάτων ήταν πιο ριζοσπαστικό και πιο κοντά στα πραγματικά συμφέροντα της πορτογαλικής κοινωνίας, η επιλογή τους να διασπάσουν την, έστω άτυπη, ενότητα της Αριστεράς ρίχνοντας την κυβέρνηση μειοψηφίας, αποδείχθηκε ολέθρια για τα κόμματα αυτά.
Τα παραπάνω γεγονότα ερμηνεύτηκαν, ήδη από την αμέσως επόμενη ημέρα, από την ομάδα Γέφυρα (Ν. Μπίστης, Α. Λιάκος)* εντός του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ως απόδειξη στρατηγικής ήττας της αριστερής ριζοσπαστικής πολιτικής, η οποία επιβεβαιώνει τις επιταγές της μετριοπαθούς σοσιαλδημοκρατικής πτέρυγας για «σταθερότητα με αλλαγή» (Μπίστης) ή «μέτριες και ρεαλιστικές προσδοκίες με σταθερότητα και ικανότητα διακυβέρνησης» (Λιάκος). Τα ενέταξαν, μάλιστα, σε μία γενικότερη τάση ανάκαμψης των σοσιαλδημοκρατικών-κεντροαριστερών κομμάτων, σε αντίθεση με την «τροχιά παρακμής και συρρίκνωσης που βρίσκονται όσα κόμματα της Αριστεράς είτε εμμένουν σε δόγματα του παρελθόντος είτε επαγγέλλονται έναν απροσδιόριστο ριζοσπαστισμό και μία παρεξηγήσιμη αντικανονικότητα και αντισυστημικότητα». Για να καταλήξουν ότι «οι πολίτες αναζητούν αλλαγή με κυβερνητική σταθερότητα, μεταρρυθμίσεις και όχι ρήξεις» (Ν. Μπίστης, «Ποια Αριστερά κερδίζει;», 31-1-2022, tvxs.gr).
Η ερμηνευτική αυτή απόπειρα των «γεφυροποιών», με προφανή τον παραλληλισμό και την εξαγωγή συμπερασμάτων για τα ελληνικά αριστερά δρώμενα, αφήνει, ωστόσο, αναπάντητα ορισμένα βασικά ερωτήματα:
1. Αν η νίκη στις εκλογές είναι για την Αριστερά ένα από τα μέσα για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό ή έστω για την ευημερία των πληβείων της κοινωνίας και όχι για μία καλύτερη συστημική διαχείριση της πολύπλευρης κρίσης, τότε πού, πότε και σε ποιο βαθμό τα σύγχρονα σοσιαλδημοκρατικά – εκσυγχρονιστικά κόμματα πέτυχαν το στόχο αυτό με τις πολιτικές τους;
2. Δεδομένου ότι η κυβέρνηση Κόστα αντιμετωπίζει με όρους αγοράς ένα ογκώδες δημόσιο χρέος (134% του ΑΕΠ), ένα μεγάλο δημόσιο έλλειμμα (-6% του ΑΕΠ), έναν κλιμακούμενοπληθωρισμό με στάσιμους μισθούς την τελευταία διετία, μία παραγωγικότητα 25% χαμηλότερη του μέσου όρου της Ε.Ε. – 27 και στάσιμες επενδύσεις σε Παιδεία,Έρευνα και Ανάπτυξη, ενώ προτάσσει έναν Προϋπολογισμό πρωτογενούς πλεονάσματος, εύλογα διερωτάται κάποιος πώς συνάγεται ότι «κατόρθωσε να γυρίσει την σελίδα της λιτότητας» (Μπίστης);
3. Ενώ ορθά εκτιμάται ότι «η σοσιαλδημοκρατική ανάκαμψη μπορεί να αποδειχθεί εύθραυστη και αναστρέψιμη, αν δεν κόψει τον ομφάλιο λώρο με νεοφιλελεύθερες πρακτικές που δημιουργούν κενό γόνιμο για τις δυνάμεις της Ακροδεξιάς», γιατί παραβλέπεται ότι ο κίνδυνος αυτός ήδη έχει αρχίσει να εμφανίζεται στην Πορτογαλία, όπου το ακροδεξιό κόμμα Chega («Αρκετά») αύξησε το ποσοστό του από 1,3% σε 7,2%;
4. Αν η κοινωνική αλλαγή είναι υπόθεση της ίδιας της κοινωνίας και η Αριστερά μπορεί να επιτύχει τον μετασχηματισμό της κοινωνίας μόνον στο βαθμό που ενεργοποιεί και κάνει συμμέτοχη την κοινωνία, δεν θα πρέπει να μας προβληματίζει το διαχρονικά μειούμενο ποσοστό συμμετοχής στις εθνικές εκλογές σε μία σειρά χώρες, όπως π.χ. στη Γαλλία (από 60,4% το 2007 σε 42,6% το 2017), στην Πορτογαλία (από 65% το 2005 σε 57,9% το 2022), στην Ισπανία (από 73,9% το 2008 σε 70,3% το 2019 και στην Ελλάδα (από 70,9% το 2000 σε 57,9% το 2019); Ποια είναι η ευθύνη της σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης για την αποστασιοποίηση αυτή και για το φαινόμενο της συρρίκνωσης των μεγεθών των ενεργών μελών των προοδευτικών και αριστερών κομμάτων;
5. Η έκκληση «να ολοκληρώσει ο ΣΥΡΙΖΑ την στροφή που έκανε το καλοκαίρι του 2015 με την εγκατάλειψη των αυταπατών του, προχωρώντας τώρα στη διεύρυνση και τον μετασχηματισμό του σε κόμμα της σύγχρονης δημοκρατικής Αριστεράς» (Μπίστης), δεν διαστρεβλώνει το ιστορικό γεγονός ότι ο συμβιβασμός τότε του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε προϊόν ωμού εκβιασμού, με τον οποίο φαίνεται απόλυτα εναρμονισμένη η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία αποκηρύσσοντας κάθε δυνατότητα νέων ριζικών αλλαγών στην ελληνική κοινωνία;
6. Πόσο πραγματιστική είναι η επίκληση στην κανονικότητα, την ομαλότητα και την «αλλαγή με κυβερνητική σταθερότητα», με σύνθημα το «μεταρρυθμίσεις και όχι ρήξεις» (Μπίστης), όταν παντού γύρω μας επικρατεί το κοινωνικό χάος εξαιτίας της αναρχίας της αγοράς και της αδυναμίας του καπιταλιστικού συστήματος να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά και έγκαιρα την υγειονομική, την κλιματική, την οικονομική και την γεωπολιτική κρίση που μυρίζει μπαρούτι; Όταν οι πανδημίες πληθαίνουν, οι ανισότητες διογκώνονται, οι φυσικές καταστροφές πολλαπλασιάζονται και οι αυξανόμενες πολεμικές δαπάνες προοιωνίζονται μία νέα παγκόσμια σύρραξη, ποιος άραγε προκαλεί τις ρήξεις; Η ριζοσπαστική Αριστερά ή το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, το οποίο κωφεύει στις προειδοποιήσεις των επιστημόνων για τον κίνδυνο αφανισμού της ανθρωπότητας τον 21ο αιώνα;
Η αποσόβηση της επελαύνουσας καταστροφής θα έλθει με ομαλότητα και σταθερότητα όπως επαγγέλλεται η «σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία» ή με αριστερές μεταρρυθμίσεις που να προκαλούν ρήξεις στην παραλυσία και τα αδιέξοδα της ολιγαρχίας;
Έχει δίκιο ο Α. Λιάκος όταν ισχυρίζεται ότι «ο ρόλος της ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν είναι η διακυβέρνηση», δηλαδή μία απλή διαχείριση της κατάστασης, αλλά έχει άδικο να την περιορίζει στην «ανανέωση της πολιτικής, την ευαισθητοποίηση στα αναδυόμενα προβλήματα και στο διαφορετικό τρόπο αντίληψης των πραγμάτων» («Τι νέα από την Πορτογαλία;», 1-2-2022, «Εφ.Συν»).
Η ριζοσπαστική Αριστερά δεν θεωρητικολογεί, ευδοκιμεί στην πράξη των κινημάτων, αυτών ακριβώς που ανέδειξαν τον ΣΥΡΙΖΑ το 2015, και στα οποία σήμερα πρέπει πάλι να απευθυνθεί. Όχι για να κερδίσει τις προσεχείς εκλογές και να σχηματίσει με το ΚΙΝΑΛ μία κυβέρνηση σταθερότητας και μέτριων ρεαλιστικών προσδοκιών (Λιάκος), αλλά για να απαντήσει στις μεγάλες προκλήσεις και αναταράξεις που κυοφορούνται, προωθώντας συντεταγμένα και με σχέδιο τις βαθιές κοινωνικές αλλαγές που θα αλλάξουν τα δεδομένα και τους ταξικούς συσχετισμούς δύναμης.
Ρεαλισμός δεν είναι να απαντάς στις τεράστιες προκλήσεις και ρήξεις με μέτριες προσδοκίες. Αυτή είναι η πολιτική της Δεξιάς.
Η κρισιμότητα της «ανθρώπινης κατάστασης»**, στην Ελλάδα και διεθνώς, και η επερχόμενη νέα οικονομική κρίση δεν επιτρέπουν ούτε σταθερότητα ούτε μέτριες προσδοκίες, αλλά επιβάλλουν ριζικές αλλαγές σε όλους τους τομείς. Αυτή είναι και πρέπει να είναι η πολιτική της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
* Με τη φωτεινή εξαίρεση του Σ. Βαλντέν, ο οποίος όχι μόνον διαφοροποιήθηκε αλλά και επέκρινε, σ’ ένα αξιοσημείωτο άρθρο, τους δύο συντρόφους του («Τα νέα από την Πορτογαλία και τη δική μας Αριστερά», 3-2-22 tvxs.gr)
** Αναφορά στο περίφημο μυθιστόρημα του Αντρέ Μαλρώ “La condition humaine”, εκδ. Gallimard, 1933. Στο έργο αυτό, ο τότε κομμουνιστής και μαχητής λίγο αργότερα των «Διεθνών Ταξιαρχιών» εναντίον του Φράνκο, Αντρέ Μαλρώ, περιγράφει μερικά από τα πιο συγκλονιστικά γεγονότα της κομμουνιστικής επανάστασης στην Κίνα και ιδιαίτερα την μεταστροφή του Τσανγκ Κάι Σεκ και τη σφαγή των εργατών της Σαγκάης το 1927. Το έργο έχει τιμηθεί με το βραβείο Γκονκούρ και θεωρείται πλέον κλασικό έργο της γαλλικής λογοτεχνίας και από τα πιο επιδραστικά της αριστερής στρατευμένης τέχνης. Στα ελληνικά έχει μεταφραστεί με τον τίτλο «Η ανθρώπινη μοίρα», ωστόσο η λέξη condition (κυριολεκτικά συνθήκη, προϋπόθεση) αποδίδεται εξίσου και με τον όρο «κατάσταση».

Πηγή:Εφημερίδα των Συντακτών