Ο ΣΥΡΙΖΑ από την πρώτη στιγμή τάχθηκε υπέρ του καθολικού εμβολιασμού. Για αυτό άλλωστε έδωσε τη μάχη να αρθεί η πατέντα σε παγκόσμιο επίπεδο. Έκανε ταυτόχρονα προσεκτική στάθμιση, όπως και ο ΠΟΥ και όλες οι κυβερνήσεις του κόσμου στη σχέση του εμβολιασμού με τα κοινωνικά δικαιώματα. Ορθώς ταχθήκαμε υπέρ του υποχρεωτικού εμβολιασμού στο χώρο της υγείας, αρνηθήκαμε όμως να συναινέσουμε σε μέτρα που υπονομεύουν το δικαίωμα στην εργασία. Η μάχη για τον καθολικό εμβολιασμό, πρέπει να δοθεί στην κοινωνία, με εμπιστοσύνη στον ορθό λόγο και την επιστήμη, με μέτωπο στον ανορθολογισμό και τη συνωμοσιολογία. Με σεβασμό σε εύλογους φόβους πολιτών. Αλλά με επιμονή στην πειθώ. Αναλόγως της εξέλιξης των μεταλλάξεων, θα κληθούμε να λάβουμε περαιτέρω μέτρα υγειονομικής προστασίας. Σε αυτούς που αντιπαραθέτουν την ατομική ευθύνη στην κρατική υποχρέωση, ή ακόμα σε όσους στήνουν μια αντιπαράθεση ανάμεσα στον ευρωπαϊκό πολιτισμό των δικαιωμάτων και της δημοκρατίας και σε αυτόν του Κομφούκιου, η απάντηση είναι μία: Δημοκρατία, δηλαδή ατομικά δικαιώματα που υφαίνουν τη συλλογική κοινωνική ευθύνη. Ειδικά για τα σχολεία, για πολλοστή φορά εδώ και 15 μήνες, ζητούμε συνεδρίαση της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων με τη συμμετοχή των ειδικών, για να συζητηθεί πώς θα επιτευχθεί με ασφάλεια και ομαλότητα η μείζων προτεραιότητα: το άνοιγμα σχολείων και πανεπιστημίων το Σεπτέμβριο. (...)
Τα αίτια της δημοσκοπικής καταγραφής του ΣΥΡΙΖΑ στη δεύτερη θέση είναι πολλά, αντικειμενικά και υποκειμενικά. Σε ολόκληρη την Ευρώπη, με αφορμή την πανδημία, οι συντηρητικές δυνάμεις επιχειρούν να ενισχύσουν την ηγεμονία τους, εκμεταλλευόμενες το φόβο των πολιτών. Στην Ελλάδα βέβαια υπάρχουν και ειδικοί λόγοι. Ο ασφυκτικός έλεγχος των μέσων ενημέρωσης επιβραδύνει ή και καταστέλλει τις κοινωνικές αντιδράσεις. Για την κατάσταση στο χώρο των ΜΜΕ έχουμε και εμείς τις ευθύνες μας. Νομίζω όμως ότι σημαντικότερη αιτία για τη σημερινή εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ είναι η κρίση φυσιογνωμίας και η έλλειψη πολιτικού σχεδίου για τη δημοκρατική ανατροπή, ζητήματα που έστω καθυστερημένα προσπάθησε να αντιμετωπίσει η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη. Η διατύπωση του Τσίπρα ότι θα διεκδικήσουμε το Κέντρο με αριστερή πολιτική δείχνει ότι συνειδητοποιούμε την κατάσταση, χρειάζεται όμως αυτή η διακήρυξη να γίνει καθημερινή πολιτική.
Η αναγκαία διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ έγινε με τρόπο που δημιούργησε συγχύσεις. Η συνθηματολογία για στροφή προς το Κέντρο, σε μια περίοδο μάλιστα που η κρίση διαμορφώνει δύο αντίπαλα ιδεολογικά και πολιτικά στρατόπεδα, τη Δεξιά και την Αριστερά, από πολλούς πολίτες εκλήφθηκε ως ιδεολογικοπολιτική ταλάντευση του ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτό μάλιστα συνέβαλε και η εικόνα των προσχωρήσεων προσώπων που είχαν ταυτιστεί με τα μνημόνια και τον παλαιοκομματισμό. Δεν αξιοποιήσαμε όσο έπρεπε το 32% των εκλογών, που δεν ήταν ομοιογενές και ήταν αναγκαίο να οργανωθεί προγραμματικά-ιδεολογικά στο έδαφος της Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ένα πολιτικό κόμμα είναι υποχρεωμένο να δημιουργεί συνθήκες ηγεμονίας, αρχής γενομένης από τους εκλογείς του. Εννιά χρόνια μετά την εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ, είναι λάθος να αντιμετωπίζουμε πολλούς ψηφοφόρους μας ως πρώην ΠΑΣΟΚ, δηλαδή, να τους προσδιορίζουμε με βάση την καταγωγή τους κι όχι με βάση τη σημερινή τους ταυτότητα. Αυτό μάλιστα δεν εκφράζει πολλούς από αυτούς τους ανθρώπους γιατί έχουν οριστικά κόψει τους δεσμούς τους με αυτόν τον πολιτικό χώρο.
Η κρίση φυσιογνωμίας συναρτώμενη και με αντιφατικά μηνύματα ως προς την ποιότητα της αντιπολίτευσης έχει δημιουργήσει ερωτήματα σε ένα μέρος της εκλογικής μας επιρροής από τα Αριστερά. Ειδικότερα στο χώρο της νεολαίας όπου διατηρούμε το προβάδισμα, υπάρχουν περιθώρια με την ενεργητική παρέμβασή μας να το αυξήσουμε. Η επιστροφή του ΣΥΡΙΖΑ στα κινήματα, η ανάδειξη των εναλλακτικών του πολιτικών και ένα σχέδιο πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών, μπορούν να δημιουργήσουν μια δυναμική ανόδου και προοδευτικής διακυβέρνησης. Καθώς η κυβερνητική πολιτική προκαλεί αντιδεξιά αντανακλαστικά μπορούμε σταδιακά να αποδυναμώσουμε το αντιΣΥΡΙΖΑ ρεύμα. Κάτι τέτοιο όμως απαιτεί επιτέλους αυτοκριτική για πλευρές της διακυβέρνησής μας και σταθερή απομάκρυνση από τους μνημονιακούς καταναγκασμούς. Το Ελληνικό, η Fraport, τα Rafal είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις που ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίστηκε ως συνέχεια της μνημονιακής διακυβέρνησης. Δεν θα κερδίσουμε σε αξιοπιστία αν υποστηρίζουμε τις «ουρές» του μνημονίου. Όταν μάλιστα διεθνώς, όπως ως ένα βαθμό δείχνει το παράδειγμα Μπάιντεν η πανδημία πιέζει για επανατοποθετήσεις μακριά από το νεοφιλελευθερισμό. Δεν θα κερδίσουμε τη ΝΔ αν τελικώς το κατεστημένο μάς σπρώξει στη θεωρία των «συγκοινωνούντων δοχείων» και της δικομματικής εναλλαγής. Χρειαζόμαστε μια αντιπολίτευση με πρόγραμμα και ιδεολογικό μήνυμα, με ισχυρό το οικολογικό στοιχείο που στην εποχή μας παραπέμπει σε έναν δημοκρατικό αντικαπιταλισμό. Χωρίς να είμαστε ανεκτικοί στις εξορύξεις, τις θηριώδεις ανεμογεννήτριες στα νησιά και σε περιοχές βιοποικιλότητας. Χωρίς να παλινδρομούμε σε αναχρονισμούς ότι η επιχειρηματικότητα και η εργασία υπερέχουν της προστασίας του περιβάλλοντος. Μια νέα πορεία χρειάζεται ένα αξιόμαχο κόμμα που θα λειτουργεί συλλογικά και δημοκρατικά, ικανό να κάνει πολιτική όχι με διακηρύξεις αλλά παρεμβαίνοντας στις κοινωνικές αντιθέσεις υπέρ των λαϊκών τάξεων. Και όσο το δυνατό ταχύτερα Συνέδριο.