Από το ξεκίνημα της υγειονομικής κρίσης, κατέστη απολύτως σαφές ότι ο ρόλος του κράτους είναι αποφασιστικός για τη μείωση των συνεπειών της και για την αντιμετώπισή της. Δυστυχώς, οι νεοφιλελεύθερες εμμονές της ΝΔ, οι επιλογές της για εξυπηρέτηση συγκεκριμένων στόχων και συμφερόντων, δεν επέτρεψαν στο κρατικό μηχανισμό να είναι αποτελεσματικός στη διαχείριση της κατάστασης. Η έμφαση δόθηκε στην καταστολή, με αποκορύφωμα τα γεγονότα της Νέας Σμύρνης. Η ουσιαστική ενίσχυση του ΕΣΥ, που –πάρα τα όσα λέγονται για την αποτελεσματικότητα του ιδιωτικού τομέα– σήκωσε σχεδόν αποκλειστικά το βάρος της πανδημίας, δεν ήρθε ποτέ. Μείναμε στο χειροκρότημα και στις προσλήψεις ορισμένου χρόνου, ενώ, μεσούσης της κρίσης, ανακοινώθηκαν συγχωνεύσεις και κλείσιμο περιφερειακών νοσοκομείων. Όχι ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας! Στην παιδεία, αύξησαν μέσα στην πανδημία τον αριθμό των παιδιών στις αίθουσες, ούτε μερίμνησαν για τον έλεγχο των κρουσμάτων, ούτε καν τα πιο απλά, όπως μια θερμομέτρηση κατά την είσοδο στις τάξεις. Τα σχολεία έμειναν κλειστά σχεδόν ολόκληρη την περσινή χρονιά, ενώ τα πανεπιστήμια δεν άνοιξαν καθόλου. Και φέτος που άνοιξαν είχαν κοπεί οι μισές θέσεις. Στην πολιτική προστασία, είδαμε τα αποτελέσματα του επιτελικού κράτους στις μεγάλες πυρκαγιές του καλοκαιριού. Οι έως τώρα επιλογές τους έφεραν μια από τις μεγαλύτερες οικολογικές καταστροφές που έχει βιώσει η χώρα. Για όλα αυτά δεν ακούσαμε κουβέντα από τον πρωθυπουργό. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κάνει εποικοδομητική κριτική παρουσιάζοντας ταυτόχρονα ρεαλιστικές προτάσεις και ένα συνολικό εναλλακτικό σχέδιο. Στην ατζέντα του η ενίσχυση της δημόσιας παιδείας και υγείας, αλλά και της πολιτικής προστασίας, ήταν πάντοτε ψηλά. Η δημοσιονομική χαλάρωση που επέφερε η κρίση θα ήταν ευκαιρία να ενισχυθούν ακόμα παραπάνω, ενώ η ΝΔ την είδε ως ευκαιρία να ενισχύσει, για μια ακόμα φορά, τους ισχυρούς. Αν η κριτική είναι ότι οι θέσεις αυτές δεν ακούγονται όσο θα έπρεπε θα συμφωνήσουμε. Αλλά δεν βρισκόμαστε ακριβώς και σε ένα αντικειμενικό μιντιακό περιβάλλον. (...)
Αυτό αποτελεί μία από τις βασικές υποθέσεις του νεοφιλελευθερισμού. Είναι το γνωστό «trickle -down economics», όπου η μεγέθυνση της πίτας αυτόματα θα φέρει υποτίθεται οφέλη σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, και άρα είναι η μόνη ασφαλής και διατηρήσιμη μέθοδος για να μειωθεί η φτώχεια. Μάλιστα η κυβέρνηση –και ευρύτερα η δεξιά παγκοσμίως– δεν λέει μόνο ότι με την ανάπτυξη θα μειωθούν φτώχεια και ανισότητες, αλλά πάει ένα βήμα παραπέρα και λέει ότι για να τονωθεί η ανάπτυξη, ο μόνος δρόμος είναι η μείωση της φορολογίας στις επιχειρήσεις (και το κεφάλαιο γενικότερα – βλέπε μείωση φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου της ΝΔ) ως μονόδρομος για την ενίσχυση των επενδύσεων. Η προσέγγιση αυτή όχι απλώς δεν υποστηρίζεται από τα πραγματικά δεδομένα, αλλά έχει αρχίσει να αμφισβητείται ανοιχτά από τις περισσότερες κυβερνήσεις των ανεπτυγμένων κρατών. Αν κοιτάξει κανείς τα δεδομένα των τελευταίων 50 ετών θα δει ότι ενώ είχαμε ανάπτυξη και αυτή συνοδεύτηκε από αύξηση των αποδόσεων για το κεφάλαιο, δεν συνέβη το ίδιο για την εργασία. Το αντίθετο μάλιστα, οι πραγματικοί μισθοί παραμένουν σχετικά στάσιμοι και το μερίδιο της εργασίας μειώνεται. Για αυτό βλέπουμε αύξηση ανισοτήτων και φτώχειας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να επιδιώκουμε την ανάπτυξη, αλλά ότι στη συζήτηση πρέπει να μπαίνουν και ζητήματα του πώς και του για ποιους. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι ακόμη και ο αμερικανός πρόεδρος Μπάιντεν, πριν από μερικούς μήνες, μίλησε ανοιχτά για αποτυχία των «trickle - down economics» και ανέδειξε ως μοχλό ανάπτυξης την ενίσχυση της εργασίας και γενικότερα των εισοδηματικά χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων.