"Συζητάμε για παράνομες πράξεις. Κανονικά θα έπρεπε να έχει ήδη επιληφθεί η αρμόδια Εισαγγελία αυτών των ενεργειών. Είναι απλό. Η Εισαγγελία επιλαμβάνεται αυτεπαγγέλτως εγκληματικών πράξεων. Το γεγονός ότι αυτό δεν έχει γίνει ακόμα, όσο μιλάμε, είναι από μόνο του πρόβλημα. Όλοι είδαμε on camera ότι στο ΕΠΑΛ της Σταυρούπολής τελούνται εγκληματικές πράξεις. Ο αρμόδιος εισαγγελέας κοιμόταν; Θα έπρεπε ήδη να κινήσει ποινική δίωξη. Από την άλλη, η πολιτική ηγεσία της χώρας, από την πλευρά της, αντί να μασάει τα λόγια της και να μας λέει πως «καταδικάζουμε τις καταλήψεις απ΄όπου κι αν γίνονται» κατά το προσφιλές «καταδικάζουμε τη βία απ' όπου κι αν προέρχεται» θα έπρεπε να πει τα πράγματα με το όνομά τους. Όταν δεν κάνει λόγο για φασιστική ή ναζιστική βία και μιλάει γενικά για «καταλήψεις» η αρμόδια υπουργός ή υφυπουργός, απλώς ξεπλένει με τον αποτελεσματικότερο τρόπο τους νεοναζί. Σκεφτείτε το: «έλα μωρέ, μια κατάληψη κάνουν τα παιδιά!». Στο ΕΠΑΛ Σταυρούπολης δεν έχουμε καταληψίες. Έχουμε νεοναζί νεολαίους. Τελεία και παύλα σε αυτό.
Πέρα, λοιπόν, από το δικονομικό, υπάρχει κι ένα επίδικο πολιτικό: έχουμε μία κυβέρνηση που αρνείται να δει – ή κάνει ότι δεν βλέπει - πως υπάρχει ένα ζήτημα ακροδεξιάς ναζιστικής βίας στην Ελλάδα. Η νεοσυντηρητική κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θεωρεί πως η βία έχει μόνο αριστερό πολιτικό πρόσημο – το έχει πει εξάλλου και ο πρωθυπουργός αυτό – και τούτο από μόνο του είναι επικίνδυνα μυωπικό για τη δημοκρατία μας. Όταν αρνείσαι να δεις και να αντιμετωπίσεις το προφανές, τότε αυτό γίνεται προφανέστερο. Τι άλλο έγινε μέχρι το 2013 όταν η ασύδοτη Χρυσή Αυγή που νόμιζε ότι για πάντα θα μείνει ατιμώρητη ανέβαζε διαρκώς την στρατηγική της έντασης; Έπρεπε να σκοτώσουν τον Παύλο Φύσσα, προκειμένου να δείξει το κράτος ότι υπάρχει. Γι’ αυτό σας λέω, πως η άκρα δεξιά βία δεν κινείται εναντίον του κράτους. Κινείται μαζί με το κράτος και εναντίον του. Κινείται πάντα με την ανοχή του κράτους. Όταν το κράτος δείξει τα δόντια του, λουφάζει".
Στο διάστημα που μεσολάβησε από την περσινή 7η Οκτωβρίου, αποδείχτηκε πως η καταδίκη της Χρυσής Αυγής ήταν μεν μία σημαντική νίκη της Δημοκρατίας, που όμως δεν σήμανε και το τέλος της. Είδαμε άλλωστε το έντονο ακροδεξιό στοιχείο και σε αρκετές ακόμη περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα στις διαμαρτυρίες των αντιεμβολιαστών. Πιστεύετε, ωστόσο, πως με αυτά τα περιστατικά, όπως αυτό της Σταυρούπολης, πλέον ελλοχεύει ο κίνδυνος επαναφοράς ακόμη και των ταγμάτων εφόδου στους δρόμους;
“Δεν επιστρέφουν τα τάγματα εφόδου στους δρόμους. Δεν πρέπει να κινδυνολογούμε, ούτε να θεωρούμε ότι αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε ενόψει της αναβίωσης της Χρυσής Αυγής. Η Χρυσή Αυγή ως μηχανισμός δεν υπάρχει. Φυσικά, οι ομάδες οι οποίες έχουν αυτού του είδους τα χαρακτηριστικά, δεν θα σταματήσουν αυτομάτως επειδή η Χρυσή Αυγή τελείωσε. Η συγκυρία της πανδημίας και όλη η συζήτηση περί εμβολίων λειτούργησε διεθνώς ως αναβιωτική συνθήκη για την Άκρα Δεξιά: από τη Βραζιλία και τις ΗΠΑ, ως τη Ρωσία και την Ελλάδα. Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής ήταν μεγάλη νίκη, όχι όμως οριστική. Δεν πάμε για ύπνο μετά την περσινή καταδίκη. Σας είπα: Κρατάμε τα μάτια μας ανοιχτά, χωρίς να εφησυχάζουμε, ούτε όμως να πανικοβαλλόμαστε. Θέλω, ωστόσο, εδώ να επισημάνω έναν μείζονα κίνδυνο που παρατηρώ στην Αριστερά. Μία ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση πως οι αντίπαλοι είναι όλοι φασίστες. Αυτός ο παν-φασισμός είναι πολιτικά ολέθριος για τη δημοκρατία και συνταγή ήττας για την ίδια την αριστερά. Δεν είναι όλοι οι δεξιοί φασίστες και γι’ αυτό πρέπει να είμαστε μετρημένοι όταν μιλάμε για «Άκρα Δεξιά». Πχ. Ακούω συχνά σε αριστερά καφενεία να λέγεται ότι έχουμε νια ακροδεξιά κυβέρνηση. Αυτό είναι λάθος: έχουμε μια δεξιά κυβέρνηση με κάποιους ακροδεξιούς υπουργούς. Δεν είναι το ίδιο αυτό. Δεν μπορούμε να χαρίζουμε όλη τη συντηρητική παράταξη της χώρας στην Άκρα Δεξιά. Αυτό είναι ανόητο και άδικο σε τελευταία ανάλυση".