«Ο πατέρας μου έλεγε ωραίες ιστορίες, μ’ ένα τρόπο έκανε όλες τις ιστορίες ωραίες, μάλλον γιατί ήθελε στο τέλος να μένει πάντα ένα θετικό μήνυμα. Έλεγε ιστορίες από την αντίσταση στα βουνά και στα χωριά, ιστορίες από την Ικαρία, ιστορίες από εσωτερική του μετανάστευση και την παρανομία στη μεγάλη πόλη. Ιστορίες από τη Μακρόνησο δεν έλεγε. Ίσως γιατί συμπύκνωνε την ήττα! Όταν κάποια στιγμή την επισκέφθηκα, για ώρες είχα έναν κόμπο το λαιμό. Την επόμενη φορά που τον είδα, μου βγήκε μία μόνο ερώτηση: “Πώς το άντεξες!” Τότε, ήρεμα, μου είπε: “Κοίτα, είχα μάθει μια τεχνική να σπάω με το μυστρί σωστά τα τούβλα στη μέση. Καθόμουν σε μια γωνιά και μέρες ολόκληρες έσπαγα τούβλα. Τακ, τακ, τακ…” Από τότε μιλάω ψιθυριστά, όταν μιλάω για τη Μακρόνησο.»