Micro

Καλύτερα τσογλάνι παρά Ελύτης (ή/ και μπάτσος)

Με αφορμή μια επίσκεψη στη Μακρόνησο που διοργανώθηκε από τις εφημερίδες «Αυγή» και «Εποχή» και το περιοδικό «Σπούτνικ», εκδηλώθηκε ακόμη μια φορά μια καμπάνια ηθικής αγανάκτησης και ονειδισμού εκ μέρους όσων πιστεύουν ότι η Μακρόνησος τους ανήκει και ότι μόνο αυτοί επιτρέπεται να την επισκέπτονται –άντε και όσοι τυγχάνουν της εγκρίσεώς τους ως έχοντες τα ενδεδειγμένα κοινωνικά φρονήματα. Μεταξύ αυτών και ο αρθρογράφος Νίκος Μπογιόπουλος, ο οποίος, σε ανάρτησή του στον ιστοχώρο «Ημεροδρόμος», με ύφος ανθρώπου που δεν τρέφει την παραμικρή αμφιβολία για το δίκιο του από ουσιαστική και ηθική άποψη, κατακεραυνώνει την «ξετσιπωσιά των ξετσίπωτων», την «πολιτική αλητεία» και τον … «πολιτικό τσογλανισμό» των επισκεπτών, με σκοπό να «υπερασπιστεί τη Μακρόνησο και τον ύψιστο συμβολισμό της» διότι «Το χώμα της Μακρονήσου ήταν, είναι και θα είναι ανέγγιχτο». Αλλά ούτε καν γι’ αυτό θεωρεί ότι αξίζει να «χαραμίσει πολλές κουβέντες».

Αφού λοιπόν έτσι θεωρεί, πολύ φυσικά το ούτως ή άλλως εξαιρετικά σύντομο κείμενό του δεν περιέχει τίποτε άλλο από παραπομπές στον «κοινό τόπο», σε αυτά που «όλοι ξέρουμε». Υλικό λοιπόν του κειμένου είναι το αυτονόητο, που ως γνωστόν είναι ο καλύτερος αγωγός της κυρίαρχης ιδεολογίας –καθώς έλεγε και ένας παλιός μαρξιστής δάσκαλος.

Και τι πιο φυσικό για έναν τέτοιο λόγο από το να επισφραγίζεται με μια πανηγυρική παραπομπή σε έναν εθνικό ποιητή. Έτσι δεν μας έλεγαν πάντα στο σχολείο να κάνουμε στις εκθέσεις μας, και έτσι δεν έκαναν πάντα οι γυμνασιάρχες στους λόγους τους την 28ηΟκτωβρίου;

Πράγματι λοιπόν, με μία θεατρική χειρονομία στο τέλος, ο άτεγκτος κομμουνιστής αποχωρεί από τον άμβωνα όπου ρητορεύει και με μια τιμητική υπόκλιση παραχωρεί το μικρόφωνο στον ποιητή τού Αιγαίου και πολιτικό νονό τού Αντώνη Σαμαρά –όπως άλλωστε προαναγγελλόταν ήδη από τον τίτλο.

Το σημείωμα τελειώνει με τα παρακάτω λόγια.

 

Ο λόγος στον Ελύτη:

«Ήρθαν ντυμένοι  «φίλοι» 

αμέτρητες φορές οι εχθροί μου

το παμπάλαιο χώμα πατώντας.

        Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους».

 

(οι υπογραμμίσεις με πλάγια και έντονα στοιχεία είναι όλες στο πρωτότυπο).

 

Η ιερή αυτή αγανάκτηση έχει ως διακηρυγμένο στόχο την υπεράσπιση του κομμουνισμού. Αν διαβάσουμε όμως την λεκτική πραγμάτωση του στόχου αυτού, θα διαπιστώσουμε ότι πρόκειται για έναν λόγο απ’ άκρη σ’ άκρη συντηρητικό. Έναν λόγο νοικοκυραίου, που ενεργοποιεί εικόνες ιδιοκτησίας και αστυνόμευσης και εμπνέεται από τελείως κλασικά και προβλέψιμα αποθέματα ιδεών του ρομαντικού εθνικισμού τού 19ουαιώνα: λαός, αίμα, τιμή, αντριλίκι, χώμα, και μάλιστα «παμπάλαιο», και καθοδηγητής-υπερασπιστής όλων αυτών ο φωτισμένος διανοούμενος/ ποιητής/ προφήτης που μιλάει για τους «εχθρούς του» σε πρώτο ενικό πρόσωπο, με σαφείς θεολογικούς τόνους («βεβήλωση»). Στο τέλος πάντως προστίθεται και κάποιο εκσυγχρονιστικό άρωμα από τις αρχές του 21ουαιώνα, εφόσον δεν παραλείπεται και η κατηγορία περί «λαϊκισμού».

 

Είναι πραγματικά απορίας άξιο τι μπορεί να οδηγεί όσους θέλουν σήμερα να υπερασπιστούν το όνομα του κομμουνισμού να καταφεύγουν στο αισθητικό και ιδεολογικό οπλοστάσιο της γενιάς του 30. Μιας γενιάς που τα μέλη της, όσο το κολαστήριο της Μακρονήσου ήταν ακόμη ανοιχτό και λειτουργούσε «κανονικά», δεν βρήκαν δυο λόγια συμπαράστασης ή διαμαρτυρίας να ψελλίσουν· μερικά από τα πιο επιφανή μάλιστα με μεγάλο ενθουσιασμό και ενεργητικότητα εξύμνησαν τη λειτουργία αυτή και ζήτησαν «να γίνει όλη η Ελλάδα Μακρόνησος»!! Ο ίδιος ο Ελύτης, όταν η Μακρόνησος ήταν γεμάτη με «εθνοπροδότες», έπλεκε εγκώμια στο γαλανό του Αιγαίου, στα νησιά του με τα «πιο λευκά» –καθότι πρόσφατα μπογιατισμένα από τον Μεταξά- σπίτια και στα πλαστουργήματα πολιτισμού που τρεις χιλιάδες χρόνια δημιουργεί εκεί ο ελληνισμός. Δεν ξέρω τι νομίζει ο Μπογιόπουλος ότι βρίσκει σε αυτά τα μουχλιασμένα σύμβολα, και όταν τον βρίσκει το κακό (αδελφοί) αρχίζει να μνημονεύει Οδυσσέα Ελύτη. Μνημονεύοντάς τον, όμως, προσυπογράφει και φυσικοποιεί αυτό το μπογιάτισμα, την λεύκανση των τοίχων του Αιγαίου –και του ελληνικού κράτους, και του εδάφους που αυτό τώρα καταλαμβάνει- από τις κηλίδες που έχει αφήσει πάνω του το πέρασμα εκατομμυρίων φτερνών.

Ας πούμε, στην ίδια τη Μακρόνησο, για την οποία με τόση ευκολία ο αρθρογράφος εκλαμβάνει ως δεδομένη και μονοσήμαντη την «αλήθεια», υπάρχουν πολλαπλά στρώματα ιστορικής μνήμης, αλλά και πολλαπλά στρώματα χώματος, με τη συγκεκριμένη και κυριολεκτική σημασία του όρου. Κάποια απ’ αυτά, κάπως παλιότερα αλλά ήδη μέσα στον 20ό αιώνα, φιλοξενούν τις φτέρνες, αλλά και τις κνήμες, τις λεκάνες, τους θώρακες, τα κρανία των νεκρών Οθωμανών φαντάρων από τη φρουρά της Θεσσαλονίκης που παραδόθηκαν στον νικητή ελληνικό στρατό το 1912, αλλά αυτός, κατά κυνική και απροκάλυπτη παραβίαση του σχετικού συμφωνητικού, τους εκτόπισε στη Μακρόνησο και τους άφησε στην τύχη τους, με αποτέλεσμα πολλοί να πεθάνουν από την πείνα και τις κακουχίες. Ένα κάπως πιο πρόσφατο στρώμα δέχθηκε τις φτέρνες αρκετών χιλιάδων Ποντίων προσφύγων τη δεκαετία του 20, οι οποίοι επίσης έτυχαν της –καταναγκαστικής- φιλοξενίας του ίδιου νησιού σε λευκά ομολογουμένως αντίσκηνα στου γλαυκού το γειτόνεμα, και περίπου καμία άλλη πολυτέλεια[1].

Αυτοί άραγε τι είναι; «φίλοι» ή «εχθροί» μου;

Ό,τι κι αν είναι, ο λόγος των επίδοξων ρυθμιστών της κυκλοφορίας τούς διαγράφει, δεν τους συγκαταλέγει σε αυτό που υπερασπίζεται υπό τα υψηλά ονόματα «της συνέπειας, της αξιοπρέπειας, της λεβεντιάς και της αλήθειας»· δεν θεωρεί τους θανάτους αυτούς άξιους να πενθηθούν και να μνημονεύονται.

 

Αυτή όμως η πρακτική αποκλεισμού, αυτή η μερικότητα και επιλεκτικότητα που μεταμφιέζεται σε αλήθεια και σε καθολικότητα, δεν αφορά μόνο το παρελθόν αλλά και το παρόν.

Όπως γράφτηκε στις εφημερίδες, στην επίσκεψη αυτή πήραν μέρος 2.200 άτομα, ενώ και άλλα είχαν εκφράσει ενδιαφέρον αλλά δεν κατέστη δυνατό λόγω τεχνικών και πρακτικών προβλημάτων.

Αν η πληροφορία αυτή ευσταθεί, τότε μάλλον θα πρόκειται για τη μαζικότερη επίσκεψη που έχει γίνει ποτέ στη Μακρόνησο, ή μία από τις μαζικότερες.

Οι επικριτές της επίσκεψης παρέμειναν τελείως τυφλοί απέναντι σε αυτή την κίνηση μαζών. Αναφέρθηκαν στην επίσκεψη αυτή μόνο ως «επίσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ», για να γνωματεύσουν πολύ φυσικά ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ» δεν δικαιούται να κάνει τέτοιες επισκέψεις διότι είναι «υποκριτικές», «επικοινωνιακές» και «σκηνοθετημένες στην εντέλεια εδώ και καιρό» για να ρίχνουν στάχτη στα μάτια. Όσοι όμως περιορίζονται στη στηλίτευση της «υστεροβουλίας» του τάδε ή του δείνα γραμματέα ή υπουργού, μένουν εγκλωβισμένοι σε μία παλαιομοντερνιστική-κομματοκεντρική αντίληψη της πολιτικής ως εκπροσώπησης, ως μακρο-φαινομένου της κεντρικής πολιτικής σκηνής, και σε μια εργαλειακή αντίληψη της ιδεολογίας ως ψευδούς συνείδησης και ως τεχνάσματος. Το μόνο που τους συγκρατεί την προσοχή είναι τα τερτίπια των ηγεσιών και η πιεστική ανάγκη να απαντήσουν σε αυτά και να τα «αποκαλύψουν». Αυτή όμως η καθήλωση στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο, εδώ –όπως και αλλού- τους εμπόδισε να δουν κάτι κατά τη γνώμη μου πολύ σημαντικό και ενδιαφέρον.

Το γεγονός ότι ξαφνικά, χωρίς προφανή λόγο και χωρίς σύνδεση με κάποιο συμβάν της επικαιρότητας, πάνω από 2000 άτομα εκδηλώνουν ενδιαφέρον να ταξιδέψουν σε ένα άγονο νησί, είναι ένα σημάδι των καιρών, ιδίως αν συνδυαστεί με άλλα ανάλογα πράγματα που εξελίσσονται τον τελευταίο καιρό – ενίοτε εδώ και χρόνια. Σε πολλά μέρη του λεκανοπεδίου, και εκτός αυτού, φαίνεται να έχει αρχίσει μία «μεγάλη βόλτα». Όχι ίσως αυτή που ονειρευόταν ο Άσιμος, αλλά μία τάση ομαδικής περιπλάνησης και λιγότερο ή περισσότερο αυτοσχέδιων ξεναγήσεων σε μέρη όπου σώζονται ίχνη και μνήμες από το πρόσφατο ή και το παλιότερο παρελθόν. Π.χ. την ίδια μέρα με την επίσκεψη στη Μακρόνησο, υπήρξε ένας τρίωρος περίπατος κάποιων εκατοντάδων ατόμων στις προσφυγικές κατοικίες της Νίκαιας, με προφορικές εισηγήσεις από ανθρώπους που έχουν ασχοληθεί με το θέμα –αλλά και με αντι-εισηγήσεις, ενστάσεις κ.λπ. από περιπατητές ή και άσχετους διαβάτες. Εδώ και χρόνια γίνονται ανάλογοι περίπατοι στην Αθήνα, π.χ. με τον ιστορικό Μενέλαο Χαραλαμπίδη, και στη Θεσσαλονίκη, με διάφορες θεματικές που αφορούν την αρχιτεκτονική και την πολεοδομία, το μωαμεθανικό και το εβραϊκό παρελθόν της, τους εργατικούς αγώνες κ.ά. ζητήματα. Αντίστοιχα αλλού.

Οι δραστηριότητες αυτές δεν είναι ένδειξη νοσταλγίας ή παρελθοντολαγνείας. Τουλάχιστον όχι απαραίτητα, όχι πάντα. Αντιθέτως, φαίνεται να μαρτυρούν μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, σημαντική, και κάπως ασαφή ακόμη εξέλιξη. Θα είχα την τάση εδώ να χρησιμοποιήσω μία λέξη φορτισμένη και με διάφορες ίσως ανεπιθύμητες σημασίες, αλλά που νομίζω ότι κολλάει εδώ: υπάρχει μία συλλογική επιθυμία προσκυνήματος. Αναδύεται ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για το παρελθόν, απεγκλωβισμένο από πολώσεις και αποσιωπήσεις του παρελθόντος –αλλά όχι γι’ αυτό απολίτικο ή συντηρητικό. Ένα ενδιαφέρον για μια «ιστορία απ’ τα κάτω», μια ιστορία των «μικρών ανθρώπων», των δικτύων, των αγώνων, των ενεργειών και των παθημάτων τους, επενδεδυμένο σε μία μετακίνηση μέσα στο χώρο και μία λαχτάρα βίωσης και αναπαράστασης του παρελθόντος, η οποία επιστρατεύει τη φαντασία χωρίς κατ’ ανάγκη να είναι «φαντασιακή» με τη μειωτική έννοια του όρου.

Όσοι θέλουν να μιλήσουν και να σκεφτούν σήμερα στο όνομα της τάσης του κομμουνισμού, δεν έχουν κανένα λόγο να κάνουν τους τροχονόμους ή τους λιμενάρχες και να προσπαθούν να μπλοκάρουν αυτό το ρεύμα. Αντιθέτως, οφείλουν να συμπορευτούν, να συνομιλήσουν μαζί του και να προσπαθήσουν να διδαχτούν απ’ αυτό. Ακόμα περισσότερο, δεν έχουν κανένα λόγο να ανασύρουν εναντίον του τα απαρχαιωμένα όπλα της τρισχιλιετούς ελληνικότητας και της αυτοχθονίας. Οι θεωρίες αυτές είναι όχι μόνο εσφαλμένες, αλλά και πολιτικά ολέθριες. Είναι αυτές που είχαν γραμμένες στα λάβαρά τους οι βασανιστές της Μακρονήσου.

Μπορεί αυτωνών οι φτέρνες να έδεσαν με το χώμα. Και λοιπόν; Τι κέρδισαν;

Τις φτέρνες μας δεν τις έχουμε για να δένουν με το χώμα. Εκτός κι αν θέλουμε να γίνουμε δέντρα.

Τις έχουμε για να βαδίζουμε, για να περιπλανιόμαστε. Να πηγαίνουμε σε άλλα χώματα, όχι μόνο στο παμπάλαιο αλλά και σε νέα, και άλλοι να έρχονται στο «δικό μας» (που ούτως ή άλλως δεν ήταν ποτέ δικό μας, ούτε κανενός).

Το χώμα της Μακρονήσου δεν είναι στέρεο. Επίσης, δεν ήταν ποτέ, δεν είναι τώρα, ούτε θα είναι ποτέ «ανέγγιχτο». Και ευτυχώς. Μη σώσει να είναι. Ας σκύψουμε να το αγγίξουμε. Χρειαζόμαστε περισσότερη βεβήλωση, όχι λιγότερη.

1

[1] Περισσότερα στοιχεία, και περαιτέρω παραπομπές, για τις προηγούμενες αυτές περιπτώσεις αξιοποίησης των νησιών του Αιγαίου μπορεί κανείς να βρει στο βιβλίο μου Εμείς οι έποικοι.

Άκης Γαβριηλίδης

Πηγή: Nomadic Universality