Micro

«Ερυθροί υβρισταί της Εκκλησίας»!

Οταν ο «ιερός» πόλεμος κατά του Καζαντζάκη βρισκόταν στο ζενίθ

Εχει αναφερθεί επανειλημμένα ότι τα βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη απαγορεύτηκαν και ότι ο ίδιος αφορίστηκε από την Εκκλησία. Ούτε το ένα ούτε το άλλο ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Κι ας θυμίσω, με την ευκαιρία των 60 χρόνων από τον θάνατό του, μερικά συμβάντα.

Εφημερίδα «Εστία», 22 Ιανουαρίου 1954
Εφημερίδα «Εστία», 22 Ιανουαρίου 1954 |

Γεγονός είναι ότι το 1954 η Ιερά Σύνοδος με έγγραφό της ζητούσε από την κυβέρνηση την απαγόρευση των βιβλίων του, ενώ υπήρχαν και ιεράρχες που αξίωναν τον αφορισμό του, μεταξύ των οποίων και ο μητροπολίτης Χίου, ο οποίος κατακεραύνωνε τον «Καπετάν Μιχάλη Μαυρίδη» (!), χωρίς προφανώς να έχει διαβάσει το βιβλίο, αφού προσθέτει ως επώνυμο του ήρωα εκείνο του πρώτου εκδότη του που αναγράφεται στο εξώφυλλο. Προηγήθηκε η παπική Εκκλησία, η οποία είχε συμπεριλάβει τα έργα του συγγραφέα στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων (τον διαβόητο Ιndex), δεδομένου ότι προηγήθηκε η έκδοσή τους στο εξωτερικό.

Ο Καζαντζάκης έσπευσε να απαντήσει στο Βατικανό με την περίφημη φράση του λατίνου πρεσβύτερου Τερτιλιανού: «Ad tuum, Domine, tribunae apello!» («Στο δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση!»). Και στην ημέτερη Ιερά Σύνοδο: «Με καταραστήκατε, Αγιοι Πατέρες, εγώ σας δίνω την ψυχή μου.

Εύχομαι η συνείδησή σας να είναι τόσο καθαρή όσο η δική μου και να είστε τόσο ηθικοί και τόσο θρησκευόμενοι όσο είμαι εγώ». Και σε συνέντευξή του στον συγγραφέα Μανώλη Γιαλουράκη στην εφημερίδα «Ταχυδρόμος» της Αλεξάνδρειας (5 Σεπτεμβρίου 1954): «Να τους είχα τους παπάδες πληρώσει δεν θα μου κάνανε τόση διαφήμιση».

Ασφαιρα πυρά

Τελικά, όπως προαναφέρθηκε, ούτε απαγόρευση έγινε ούτε αφορισμός. Και τούτο επειδή ο Καζαντζάκης είχε, πλην των πολεμίων, ισχυρούς υποστηρικτές – και από τον λεγόμενο συντηρητικό Τύπο, με επικεφαλής την «Καθημερινή» (με αρχισυντάκτη τον Αιμ. Χουρμούζιο), η οποία βρισκόταν στον αντίποδα της «Εστίας» που πολεμούσε τον συγγραφέα. Και ακόμα, γνωστούς πολιτικούς (Γ. Παπανδρέου, Αλ. Σβώλο, Κ. Μητσοτάκη, Γ. Αθανασιάδη-Νόβα κ.ά.), ανθρώπους του πνεύματος (Ε. Π. Παπανούτσο, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, Αγι Θέρο, Αγγ. Τερζάκη, Π. Πρεβελάκη, Π. Χάρη, Ν. Βρεττάκο, Αν. Καραντώνη, Μ. Πλωρίτη κ.ά.), ένα μεγάλο μέρος του Τύπου, ενώ είχε επιφανείς υποστηρικτές και στο εξωτερικό, όπου ζούσε και ο ίδιος από το 1948 (στην πόλη Αντίμπ της Γαλλίας).

Σημαντικό ρόλο, κατά τον τότε εκδότη του, Γιάννη Γουδέλη («Δίφρος»), είχε παίξει η παρέμβαση της θαυμάστριάς του ψυχαναλύτριας Μαρίας Βοναπάρτη (συζύγου του αρμοστή της Κρήτης πρίγκιπα Γεωργίου), στην οποία ο Καζαντζάκης είχε αφιερώσει τον «Τελευταίο πειρασμό». Οπου, σε δείπνο που παρέθεσε η Βοναπάρτη σε επίσκεψη του βασιλιά Παύλου και της Φρειδερίκης, στο σπίτι της στο Παρίσι, είχε καλέσει και τον Καζαντζάκη.

«Η πληροφορία και μόνο στους ιθύνοντες ότι η Φρειδερίκη δείπνησε με τον Καζαντζάκη, τους έκοψε τα γόνατα. Μην ξεχνάτε ότι η Φρειδερίκη ήταν τότε υπερκυβέρνηση και κανένας δεν τολμούσε να της εναντιωθεί», είχε πει ο Γιάννης Γουδέλης σε συνέντευξη που του είχα πάρει για την «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» (24 Φεβρουαρίου 1982).

Ο Μελάς

Από τους ισχυρότερους πολέμιους του Καζαντζάκη ήταν ο δημοσιογράφος, συγγραφέας και ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς, ο οποίος με ενέργειες και δημοσιεύματα επέκρινε δριμύτατα τον συγγραφέα και το έργο του. Ηταν αυτός που ταξίδεψε ώς τη Σουηδία, ως εκπρόσωπος της Ακαδημίας, προκειμένου να εμποδίσει την (μάλλον σίγουρη) απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Καζαντζάκη. Και σ’ αυτόν αποδίδεται (χωρίς να έχει διαψευσθεί) πρωτοσέλιδο χολερικό κείμενο στην εφημερίδα «Εστία» με τίτλο «Ενα βιβλίον διασύρει την Κρήτην και την θρησκείαν» (22 Ιανουαρίου 1954), με το ψευδώνυμο Κρητικός (εκ Κρήτης τάχα – ο ίδιος καταγόταν από τη Ναύπακτο), το οποίο καταλήγει:

«Απομένει, όμως, τώρα, εν ερώτημα διά το Κράτος και την Εκκλησίαν: Οι συμπατριώται μου Κρήτες δεν διαβάζουν Καζαντζάκην, διά να σηκωθούν ως εις άνθρωπος και να θραύσουν όλας τας προθήκας, όπου πωλείται το βιβλίον που υβρίζει την πατρίδα μας και τους αγωνιστάς της [!] Ο κ. Εισαγγελεύς, όμως, που προβαίνει εις κατάσχεσιν των ασέμνων περιοδικών, διατί δεν ρίπτει ένα βλέμμα εις το βιβλίον αυτό, όπου, εν μέσω των αισχροτέρων σκηνών, διασύρεται και η επίσημος θρησκεία του Κράτους;.. Η δε Αρχιεπισκοπή και η Ιερά Σύνοδος; Νομίζουν ότι εκπληρώνουν το καθήκον των, αφήνουσαι ακαθοδηγήτους τους πιστούς, έναντι των ερυθρών υβριστών της Εκκλησίας;…»

Στο πλαίσιο

Κάνω μικρή αλλαγή στη δομή της σημερινής στήλης προκειμένου να προσθέσω, ενισχύοντας το παραπλεύρως κείμενο, το τότε κατηγορητήριο της Ιεράς Συνόδου κατά του Καζαντζάκη και -όλων γενικά- των έργων του:

«1. Διά του μυθιστορήματος “Ο Kαπετάν Μιχάλης” διασύρεται η Εκκλησία, διαπομπεύονται οι ιεροί αυτής θεσμοί και καθυβρίζεται το τριαδικόν του Θεού.

2. Το μυθιστόρημα “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται”, εκτός του παραδόξου και ασεβούς τίτλου του, περιέχει διάθεσιν ασεβούς χρησιμοποιήσεως ιστορικών αληθειών του Ευαγγελίου. Εξ άλλου, διά του βιβλίου τούτου γίνεται διδασκαλία σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών θεωριών και περιυβρίζονται οι ποιμένες της Εκκλησίας.

3. Ο εκδοθείς εις Γερμανίαν “Τελευταίος πειρασμός” θεωρείται βιβλίον σκανδαλώδες και επικίνδυνον διά κάθε χριστιανόν και, ως εκ τούτου, επιβάλλεται όπως -πάση θυσία- αποφευχθεί η εις την Ελληνικήν μετάφρασίς του. Ειδικώτερον, αναφέρεται, ότι διά του “Τελευταίου πειρασμού” υβρίζεται το Θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού, ότι επιδιώκεται να καταρριφθεί η θεότης Αυτού, ως και η χριστιανική ηθική. Τονίζεται, εξ άλλου, ότι με μεγάλην φαντασιοκοπίαν και αχαλίνωτον αυθαιρεσίαν, παραποιείται εις αυτό η διδαχή του Ευαγγελίου, και ό,τι είναι γραμμένο βάσει των θεωριών του Φρόυντ και του ιστορικού υλισμού.

4. Ολα τα εκδοθέντα έργα του Καζαντζάκη είναι του αυτού ασεβέστατου και αντεθνικού περιεχομένου με τα ανωτέρω βιβλία».

Εχουν περάσει 63 χρόνια από το κατηγορητήριο αυτό της Ιεράς Συνόδου και τίποτε από αυτά που καταγγέλλει δεν έχει αντέξει. Αντίθετα, εκείνο που έχει δοκιμαστεί κι έχει αντέξει διεθνώς είναι το έργο του Καζαντζάκη – από τα πλέον σύγχρονα ένδοξα πνευματικά επιτεύγματα Ελληνα δημιουργού.

ΚΑΙ… Εξωγήινα καμώματα.

Δημήτρης Γκιώνης

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών