Μιχάλης Σπουρδαλάκης

08
09

Μιχάλης Σπουρδαλάκης: Ολο το εκπαιδευτικό σύστημα έχει φροντιστηριακή κουλτούρα

«Οταν έχεις 300-350 μαθητές σε ένα αμφιθέατρο χωρίς καμία βοήθεια, δεν μπορείς να σκύψεις πάνω από τα προβλήματα των φοιτητών, να τους βοηθήσεις και να τους επιβλέπεις, ούτε καν για να γράψουν μια εργασία» Ο κοσμήτορας του ΕΚΠΑ Μιχάλης Σπουρδαλάκης, ως πανεπιστημιακός καθηγητής, γνωρίζει το φαινόμενο της βιομηχανίας των επί πληρωμή ακαδημαϊκών εργασιών. «Oι συνθήκες επιτρέπουν την παραβατικότητα στην εξέταση και αυτό δεν αφορά μόνο τη συνθήκη της τηλεκπαίδευσης. Οι φοιτητές ανέκαθεν προσφεύγουν σε πρόσθετη βοήθεια γιατί δυστυχώς όλο το εκπαιδευτικό σύστημα έχει φροντιστηριακή κουλτούρα». Υπάρχει, μας λέει, μια παράλληλη «αφανής» παιδεία για πολλούς λόγους: είτε για υποστήριξη των φοιτητών είτε γιατί το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα δεν στηρίζει επαρκώς τους καθηγητές. «Ο φοιτητής περνά από το σχολείο στο πανεπιστήμιο, με τις εξετάσεις να είναι εντελώς διαφορετικές. Η εκπαιδευτική διαδικασία στο πανεπιστήμιο στηρίζεται στην απόκτηση γνώσης, διαλόγου και αυτενέργειας και ώς τότε, με τη σχολική κουλτούρα να είναι εντελώς διαφορετική, οι φοιτητές βρίσκονται ενεοί, όσο επιτυχημένοι κι αν ήταν στις πανελλαδικές». Κι ενώ το πανεπιστήμιο οφείλει να βοηθά στη διαδικασία της μετάβασης, οι φοιτητές το βρίσκουν υποστελεχωμένο: «Δεν έχει καν προσωπικό για να βοηθήσει τους φοιτητές και κατά παράδοση προστρέχουν σε πανεπιστημιακά φροντιστήρια. Γι' αυτό στους δρόμους των σχολών υπάρχουν κολλημένες δεκάδες διαφημίσεις. Στη Βόρεια Αμερική ένα μάθημα με 35-40 φοιτητές δικαιολογεί δύο ακαδημαϊκούς βοηθούς σε έναν καθηγητή. Οταν έχεις 300-350 μαθητές σε ένα αμφιθέατρο χωρίς καμία βοήθεια, δεν μπορείς να σκύψεις πάνω από τα προβλήματα των φοιτητών, να τους βοηθήσεις και να τους επιβλέπεις, ούτε καν για να γράψουν μια εργασία», μας εξηγεί. Η υποστελέχωση του πανεπιστημίου -και ό,τι αυτή συνεπάγεται- είναι μια χαίνουσα πληγή χρόνων για την οποία η πολιτεία γνωρίζει. «Ούτε καθηγητές έχεις ούτε ειδικό διδακτικό προσωπικό. Υπάρχει μεγάλη υποαπασχόληση και άρα αναζήτηση εργασίας και εισοδήματος από πολλούς και εξαιρετικούς πτυχιούχους που ανταποκρίνονται σε αυτή τη ζήτηση των ιδιωτικών φροντιστηριακών ομίλων και εκπαιδευτηρίων. Με αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά το πανεπιστήμιο ιδιωτικοποιείται εκ των έσω, από τις ίδιες τις λειτουργίες του συστήματος. Ανοιξαν περίπου χίλιες θέσεις εργασίας για να βοηθήσουν στην εξ αποστάσεως μαθησιακή διαδικασία για το ακαδημαϊκό έτος 2021 μόλις τον περασμένο Φεβρουάριο. Μετά από 12 χρόνια που ζητάμε να επιλυθεί το πρόβλημα, δώρον άδωρον».
04
09

Μιχάλης Σπουρδαλάκης: «Χωρίς τον ξενοδόχο»;

Οι παρατηρήσεις για τη σχέση κόμματος και προγραμματικών θέσεων των κομμάτων καθώς και η απουσία σαφούς ρόλου της κομματικής οργάνωσης του ΣΥΡΙΖΑ με το πρόσφατο κείμενο θέσεων δεν θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως αφηρημένος δεοντολογικός κατάλογος ηθικής κυρίως θεμελίωσης. Αντίθετα έχουν ιδιαίτερη πρακτική και πολιτικοοργανωτική σημασία. Επί πλέον η στενή λειτουργική σχέση της κομματικής οργάνωσης με το Πρόγραμμα έχει περαιτέρω θετικές συνέπειες για τη λειτουργία της Δημοκρατίας. Και τούτο διότι στην παραγωγή πολιτικών προτάσεων πρέπει να είναι παρούσα η οργανωμένη συλλογικότητα του βασικού θεσμού κοινωνικής εκπροσώπησης ώστε να μην παρεισφρήσουν οι άνευ λογοδοσίας και ελέγχων τεχνοκρατικές πρωτοβουλίες, που ουσιαστικά εμπεδώνουν τις έτσι και αλλιώς υπάρχουσες μεταδημοκρατικές δομές και σχέσεις. Κατά συνέπεια, αν για τα κόμματα του δεσπόζοντος ρεύματος (δεξιά, νεοδεξιά, κεντρώα και σοσιαλδημοκρατικά) αυτή η υποχρέωση είναι αδιάφορη ή αποτελεί χαμηλής προτεραιότητας καθήκον – μπορούν με άλλα λόγια να κάνουν και χωρίς τον «Ξενοδόχο» – για την ριζοσπαστική αριστερά /τον ΣΥΡΙΖΑ ο κεντρικός ρόλος του κόμματος στη διατύπωση και υλοποίηση του προγράμματος δεν μπορεί παρά να αποτελεί ύψιστης σημασίας. Φυσικά, θα πρέπει κανείς να έχει κατά νου ότι οι διαδικασίες είναι δυναμικές και ότι οι Προγραμματικές Θέσεις έχουν ήδη ψηφιστεί. Με άλλα λόγια οι παρατηρήσεις αυτές δεν προτείνουν αποκατάσταση της σχέσης και του ρόλου της κομματικής οργάνωσης εκκινώντας από μηδενική βάση ούτε την αγνόηση των προβλημάτων, που δημιουργεί η έμπρακτη λειτουργική και ουσιαστική απουσία του κόμματος στις προγραμματικές θέσεις. Η προσπάθεια αντιμετώπισης αυτού του ελλείμματος και των συναφών πρακτικών, που το συνοδεύουν, θα πρέπει να γίνει στη λογική «τούτων δοθέντων» και όχι στη λογική της χαμένης ευκαιρίας. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν ότι εάν συνεχιστεί ο παραγκωνισμός της κομματικής οργάνωσης ο ΣΥΡΙΖΑ κινδυνεύει να μετασχηματιστεί σε κόμμα παλαιοκομματικής λογικής, που θα θυμίζει καθημερινά τον αλήστου μνήμης δικομματισμό, που μόλις προ ολίγων ετών διέλυσε, ή /και να μεταλλαχθεί σε κόμμα του δήθεν αριστερού (πάντα συντηρητικού) αναχωρητισμού. Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι οι δυνατότητες και η ευελιξία που πάντα προσφέρει η συλλογική βούληση του κόμματος είναι δυνατόν να αποκαταστήσει την λειτουργική σύνδεση του Προγράμματος με την κομματική οργάνωση, να προσφέρει τις απαραίτητες εγγυήσεις της υλοποίησής του και να αντικαταστήσει την απαισιοδοξία του παραλυτικού σκεπτικισμού με την αισιοδοξία της πράξης.
30
12

Μιχάλης Σπουρδαλάκης: Για τον Λίο. Τον δάσκαλο, τον φίλο, τον σύντροφο

Παρακάμπτοντας το κίνδυνο υπεραπλούστευσης θα έλεγα ότι όλο το έργο του Πάνιτς αποκαλύπτει ένα ερευνητικό σχέδιο που επιχειρεί συστηματικά να κατανοήσει και να αντιπαρατεθεί ταυτόχρονα με τις αντιφάσεις ανάμεσα στην τυπική ισότητα της φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων και τις βαθιές και συνεχώς επεκτεινόμενες ανισότητες που παράγει ο καπιταλισμός σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτή η ερευνητική του έγνοια τον οδήγησε στη δημιουργική υιοθέτηση των μεθοδολογικών προταγμάτων της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας στη μελέτη των αντιφάσεων του κορπορατισμού. Ωστόσο, όταν ο παγκόσμιος καπιταλισμός μπήκε για τα καλά στη νεοφιλελεύθερη φάση του, ο Πάνιτς εστίασε στη μελέτη του κράτους και της σχέσης του με τα πολιτικά υποκείμενα και τις εργατικές οργανώσεις. Οι διαδικασίες καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, μετέφερε το ενδιαφέρον του στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, όπου και άνοιξε δρόμους κατανόησης για τη φύση της σύγχρονης νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής αυτοκρατορίας. Ο Πάνιτς διακηρύσσει με παρρησία, με σαφήνεια και στέρεη τεκμηρίωση την άποψη ότι το κράτος είναι ο κύριος «συγγραφέας της παγκοσμιοποίησης», καθώς οι πρωτοβουλίες του ενδυνάμωσαν την κινητικότητα του κεφαλαίου και οδήγησαν τις αγορές εργασίας σε ακραία ευέλικτες δομές. Αντίθετες απόψεις του δεσπόζοντος ρεύματος, και δυστυχώς όχι μόνο, οδηγούν σε απομείωση της σημασίας της δημοκρατικής συμμετοχής και αντίστασης και συμβάλλουν σε φαινόμενα αποπολιτικοποίησης. Η αντίληψη και η πεποίθηση ότι κράτος έθνος «έχει τελειώσει» οδηγεί στην παθητικότητα των πολιτών, στη διάχυση συνωμοσιολογικών απόψεων, στην αποστράτευση και τον κυνισμό, αλλά και την απερίσκεπτη κριτική ή μάλλον μη κριτική για τα λάθη και παραλήψεις κυβερνήσεων. Ο Πάνιτς στέκεται σταθερά απέναντι σε αντιλήψεις και εύκολες αναλύσεις τέτοιου τύπου που όχι μόνο ακυρώνουν την κοινωνική/ταξική πάλη, αλλά μας πάνε πίσω πριν τη συνεισφορά του Τζιανμπατίστα Βίκο.
17
11

Μιχάλης Σπουρδαλάκης: Μνήμη, εορτασμοί και συγκυρία

Παρά την περιορισμένη επιρροή του, το Πολυτεχνείο έχει συμβάλει αποφασιστικά στο δημοκρατικό, φιλελεύθερο και κοινωνικό κεκτημένο της Μεταπολίτευσης. Και είναι αυτά τα κεκτημένα τα οποία θέλει να ακυρώσει η, από μια άποψη, ανίερη συμμαχία ανάμεσα στις δυνάμεις ενός μεταμοντέρνου εθνικισμού, του νεοφιλελευθερισμού, της Ακροδεξιάς και του εκσυγχρονιστικού (;) ακραίου Κέντρου. Το «ποτέ ξανά» του κ. Σαμαρά από βήματος Βουλής το συνόψισε με τον καλύτερο τρόπο. Οι αντιμετώπιση της κρίσης ως ευκαιρίας που με βίαιο τρόπο εισάγουν σειρά αντιδημοκρατικών και αντικοινωνικών μέτρων απλώς το επιβεβαιώνουν. Κατά συνέπεια, ίσως περισσότερο από ποτέ οφείλουμε να γιορτάσουμε το Πολυτεχνείο.  Όχι μόνο ως γεγονός μνήμης, αλλά ως πράξη που επιβάλλει η συγκυρία. Ωστόσο, βλέποντας ότι η κυβέρνηση δεν αντιμετωπίζει την πανδημία μέσα από τις απαιτούμενες κοινωνικές πολιτικές, αλλά μέσα από την ένταση των κατασταλτικών μηχανισμών, ίσως θα ήταν σκοπιμότερο να αποφύγουμε την τελετουργία της πορείας και διεκδικήσουμε και πάλι τις πλατείες και κάθε ανοικτό χώρο σε κάθε γειτονιά που έχει απαγορευτεί σε όλους τους νέους κάθε ηλικίας.
22
09

Μιχάλης Σπουρδαλάκης: Πολιτική συγκυρία, οι προκλήσεις στρατηγικής και ο ΣΥΡΙΖΑ

Σε ό,τι αφορά στην ανάλυση της συγκυρίας, ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει: α) να αποφεύγει να διαβάζει τη συγκυρία μόνο ως κρίση εκπροσώπησης και μάλιστα συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων (λχ. «μικρομεσαίοι») και να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της κρίσης των μετασχηματιστικών πολιτικών. Η επιλογή αυτή θα συμβάλει στην απομάκρυνση του πολιτικού του λόγου από επί μέρους μικρο-ζητήματα, που τον εγκλωβίζουν στις κυρίαρχες έξεις της πολιτικής αντιπαράθεσης. β) να διαμορφώσει εκείνο το πρόγραμμα που θα περιλαμβάνει σειρά «μη-μεταρρυθμιστικών μεταρρυθμίσεων», οποίες εκτός του άλλων θα σηματοδοτήσουν ένα εναλλακτικό οραματικό και αντισυστημικό λόγο, που θα εμπνέει και θα κινητοποιεί. γ) να κατανοήσει και φυσικά να επικαιροποιήσει την επιτυχή στρατηγική που τον έφερε στην κυβέρνηση. Στρατηγική που εμπεριέχει την ενεργή κοινωνική παρουσία, τη σοβαρή παρουσία του στη Βουλή, την ενότητα του όλου της Αριστεράς (χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς), τη διαμόρφωση προγράμματος που στηρίζεται στην αξιοποίηση αυτών των τριών αξόνων, και τέλος τη διαρκή δέσμευση για ανάληψη κυβερνητικών ευθυνών. δ) να συνειδητοποιήσει ότι η αντιπολίτευση απέναντι στην ίσως πιο κοινωνικά αντιλαϊκή και πολιτικο-ιδεολογικά αντιδραστική κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης δεν μπορεί να είναι ποτέ αποτελεσματική, όταν αναζητάς συμμάχους στα θολά νερά ενός φαντασιακού «κέντρου». Όταν «χάνουμε από τα δεξιά πάμε αριστερά» και όχι το αντίθετο. ε) να συνειδητοποιήσει το κόμμα ότι όλα τα παραπάνω απαιτούν τη ριζική οργανωτική αναδιοργάνωση, πολύ πέρα από τις εκκλήσεις για τήρηση του καταστατικού. Αναδιοργάνωση που να οδηγεί στην αντιστοίχισή του με το σημερινό κοινωνικό καταμερισμό εργασίας και τις θεσμικές και διοικητικές εξελίξεις και με πλήρη και δημιουργική αξιοποίηση των μέσων πολιτικής επικοινωνίας και ενημέρωσης. Μέσα που έχουν προκύψει τόσο από γνώση που έχει παραχθεί κοινωνικά τα τελευταία είκοσι χρόνια κινητοποιήσεων όσο και από τις καινοτομίες της πληροφορικής. (...) Το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ διασφαλίζεται μόνο με την ριζοσπαστική προγραμματική του ανασυγκρότηση, τον οργανωτικό του εκδημοκρατισμό, και την ουσιαστική συμμετοχική διεύρυνσή του. Με άλλα λόγια, όπως θα λέγαμε παλαιότερα, συγκλίνουν στην ανανέωση της «αριστερής στροφής», που δεν είναι ιδεολογική εμμονή ή πολιτικό καπρίτσιο. Αντίθετα, εκτός των άλλων, αποτελούν προϋποθέσεις αντιμετώπισης της πλέον επικίνδυνης για την δημοκρατία και την κοινωνική συνοχή κυβέρνησης. Μιας κυβέρνησης που μέσα από πολώσεις και ρεβανσιστικές πρακτικές επιδιώκει να αποκαταστήσει πλήρως τη χειρότερη εκδοχή του παλαιού δικομματισμού, που φάνηκε να ανατρέπει η μεγάλη επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ ήδη από το 2012. Το διακύβευμα είναι ζωτικής σημασίας και η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ, η αποτυχία της ριζοσπαστικής μη-συστημικής Αριστεράς, μπορεί να δημιουργήσει χώρο για να ανθίσουν τα άνθη του κακού. Αν η Βραζιλία είναι μακριά μας, η Ιταλία είναι ένα τσιγάρο δρόμος.
12
01

Το μέλλον δεν υπάρχει χωρίς αναφορά στη μνήμη

Ο Θανάσης Καλαφάτης, στο καινούργιο του βιβλίο [προσφέρει] ψηφίδες από την προσωπική του εμπειρία, τα χρόνια του εγκλεισμού, οι οποίες συμπληρώνουν ή καλύτερα δίνουν ουσιαστικό περιεχόμενο, σε αναλύσεις για τον αυταρχικό χαρακτήρα της δικτατορίας, του κατά Γ. Κάτρη, «του φαινομένου της νεοφασισμού στην Ελλάδα», ή ακόμη της καθοδηγούμενης και περιοριστικής δημοκρατίας ή της καχεκτικής, κατά Νικολακόπουλο, δημοκρατίας που είχε προηγηθεί. Πιο συγκεκριμένα ο συγγραφέας μας προσφέρει μέσα από τις 64 σύντομες ιστορίες/ περιστατικά σημαντικές ψηφίδες του μωσαϊκού, που συγκρότησε τη κοινωνική και θεσμική διευθέτηση της εποχής, όπου οι όποιες μελέτες για τις αιτίες, τη λειτουργία, τη φύση και τέλος την πτώση του καθεστώτος δεν μπορούν πλήρως να φωτίσουν. Όλα αυτά ο Θανάσης Καλαφάτης τα καταφέρνει με την πασίγνωστη, υποδειγματική και εμπνέουσα σεμνότητά του. Αν και γράφει για την προσωπική του εμπειρία αυτά τα δύσκολα, για τον ίδιο, για την κοινωνία και τη δημοκρατία χρόνια, δεν είναι αυτοαναφορικός. Η ψύχραιμη, η αφοπλιστική ειλικρίνεια, συχνά με χιούμορ και ποτέ με μνησικακία, αφήγηση δείχνουν ότι δεν αναφέρεται στις απίστευτες εμπειρίες του ως κάτι το ξεχωριστό και ιδιαίτερο. Κάτι που θα του δώσει το φωτοστέφανο της πιθανής ανταμοιβής και αναγνώρισης. Αφηγείται ως «Ένας από τους πολλούς της ελληνικής αριστεράς», όπως μας δήλωνε ο αξέχαστος Στέφανος Στεφάνου. Είναι ακριβώς σε αυτή την παράδοση της αριστεράς δηλ. στην παράδοση που εξακολουθεί να σέβεται τις καταστατικές αρχές και αξίες και δεν δικαιολογεί ατομικές συμπεριφορές και στρατηγικές ως αποτέλεσμα «λογικής προσωπικής φιλοδοξίας». Είναι ακριβώς αυτό που δίνει την δυνατότητα στον Καλαφάτη να καταγράφει, όπως εύστοχα έγραψε η Νόρα Ράλλη στην ΕφΣυν (9/12/19), «την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδα μέσα από την προσωπική του διαδρομή» και όχι το αντίστροφο.
03
10

Μιχάλης Σπουρδαλάκης: Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να εμπλουτίσει τη στρατηγική του από την εμπειρία πέντε ετών

Ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνησε κάτω από τραγικά πιεστικές συνθήκες. Θα μπορούσε όμως να έχει σε κάθε τομέα μια έμπρακτη λογική από τα κάτω προς τα πάνω. Πολλοί υπουργοί αποφάσιζαν ερήμην του κόμματος, των κινημάτων, των συλλογικοτήτων. Μπορεί να ήταν μια εντιμότερη, καλύτερη, αμεσότερη διοίκηση, αλλά θύμιζε το παρελθόν. Εκφραζόταν συχνά από ένα οικονομίστικο λόγο, που περιόριζε τις απαραίτητες για την αριστερά ιδεολογικές αιχμές. Παράλληλα, ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε την κρατική διαχείριση με μια αφελή αντίληψη για το τι είναι το κράτος και κρατική εξουσία. Το να το επισημάνεις σήμερα λάθη, παραλήψεις και καθυστερήσεις, όπως έκανε ο Τσίπρας στη ΔΕΘ, χρειάζεται αλλά δεν αρκεί. Ο εντοπισμός των λαθών και των παραλείψεων πρέπει να φτάσει στις αιτίες τους. Θα πρέπει η σημερινή ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ –και εννοώ στο σύνολό της- να δει κατάματα και με ψυχραιμία τα λάθη που έγιναν. Γιατί δεν κατάφερε να προβάλει τα εξαιρετικά δικά του «κατορθώματα»; Τι εμπόδισε τον ΣΥΡΙΖΑ να επιμορφώσει τα μέλη του και την κοινωνία; Γιατί ακολούθησε την πεπατημένη και μπερδεύει την πολιτική αντιπαράθεση με την επικοινωνιακή «κόντρα»; Γιατί επεδίωξε να παρέμβει στο επικοινωνιακό πεδίο με παραδοσιακούς και απαξιωμένους τρόπους και δεν ενδυνάμωσε τον δικό του λόγο στο επικοινωνιακό παιχνίδι; Γιατί δεν έφτιαξε μια ΕΡΤ αξιοποιώντας το κεκτημένο της αυτοδιαχείρισης το πεντάμηνο του «μαύρου»; κά Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να μετασχηματίσει τη διαιρετική τομή της συγκυρίας, το μνημόνιο-αντιμνημόνιο και να αντιπαλέψει τον συνεχώς ανανεούμενο νεοφιλελευθερισμό μετατρέποντας τον αγώνα αυτόν σε εναλλακτικό αντικαπιταλιστικό θετικό κίνημα. Την ίδια στιγμή άφησε το κόμμα στο περιθώριο – ως ένα βαθμό κατανοητό αφού μεγάλο τμήμα στελεχιακού δυναμικού μπήκε στο κράτος – με αποτέλεσμα τη συγκέντρωση της εξουσίας σε πολύ μικρό αριθμό στελεχών της κομματικής και κυβερνητικής ιεραρχίας χωρίς τακτική λογοδοσία. Το ίδιο το κόμμα φάνηκε να μην διαθέτει ικανά αντισώματα και «μολύνθηκε» από την εκλογική του επιτυχία. Παρουσίασε σοβαρά φαινόμενα κοινοβουλευτικοποίησης, τα οποία αλλοίωσαν τον κινηματικό του χαρακτήρα, κάτι που συνέβαλε αποφασιστικά και σε φαινόμενα κρατικοποίησής του. Λειτουργικές δυσλειτουργίες παρουσιάστηκαν και εσωκομματικά για παράδειγμα πόσο λειτουργικό είναι η Κεντρική Επιτροπή να συνεδριάζει μονίμως μαζί με την κοινοβουλευτική ομάδα, οι συνεδριάσεις της να είναι μονίμως ανοικτές σε μέλη και μη μέλη, ενώ ο διαθέσιμος χρόνος παρεμβάσεων να είναι περιορισμένος,. κόκ.
04
09

Μιχάλης Σπουρδαλάκης: Από την αρχή ΙΙΙ: η οργανωτική προοπτική

Η προετοιμασία του συνεδρίου θα πρέπει να γίνει αποκλειστικά από επιτροπή μελών του κόμματος. Εδώ φυσικά, με δεδομένο την αναγκαιότητα αύξησης των μελών, κανείς δεν μπορεί να περιοριστεί από λογικές επετηρίδας, αλλά θα πρέπει να συμμετέχουν σε αυτή και νέα μέλη. Δεν είναι ωστόσο δυνατόν ο ΣΥΡΙΖΑ να οργανώσει το συνέδριό του με οργανωτική επιτροπή στην οποία συμμετέχουν στελέχη που όχι μόνο δεν είναι μέλη του κόμματος, αλλά ανήκουν σε άλλη πολιτική συλλογικότητα, όσο και αν αυτή φαίνεται ότι βρίσκεται στην ίδια με αυτόν τροχιά. Εκτός εάν το κόμμα αποφασίσει να διεκδικήσει μια παγκόσμια πρωτοτυπία. Ο σχεδιασμός μιας καινοτόμου οργανωτικής λειτουργίας πρέπει να αποτελέσει επιτέλους σημαντικό μέρος της προβληματικής του συνεδρίου. Εδώ δυστυχώς ακούγονται ιδέες και προτάσεις που είτε έχουν δοκιμαστεί και οδήγησαν σε καταστροφικά για τους εμπνευστές τους αποτελέσματα (ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου κ.ά.) είτε αντιγράφουν πρότυπα και πρωτοβουλίες από κόμματα και κομματικά συστήματα που δεν έχουν καμιά ιστορική επαφή με το ελληνικό κομματικό και πολιτειακό σύστημα και, πολύ περισσότερο, ουδεμία σχέση με την ιστορική διαδρομή του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτές οι απόψεις παραβλέπουν ότι μια αποτελεσματική κομματική οργάνωση οφείλει αφενός να ανταποκρίνεται στον δεδομένο κοινωνικό καταμερισμό εργασίας και αφετέρου να κρίνεται ότι μπορεί να υπηρετήσει τη στρατηγική του συγκεκριμένου κόμματος. Ετσι δεν μπορεί κανείς να μιλάει για άμεση εκλογή του προέδρου από την εκλογική βάση του κόμματος που ουσιαστικά θα καταργεί τη διάκριση μελών και φίλων / μη μελών. Πρακτική που αποτελεί εδώ και τουλάχιστον είκοσι χρόνια χαρακτηριστικό της καρτελοποίησης των κομμάτων και της συμβολή τους στη μεταδημοκρατική συνθήκη. Το αντεπιχείρημα ότι έχουμε τέτοιες πρακτικές στις ΗΠΑ είναι σαθρό, γιατί όχι μόνο έχουμε να κάνουμε με άλλη ιστορική συγκρότηση του συγκεκριμένου κομματικού συστήματος, αλλά οι προκριματικές εκλογές (primaries) δεν πραγματοποιούνται χωρίς κομματικούς κανόνες και περιορισμούς. Ούτε να σπεύσουμε στην υιοθέτηση των οργανωτικών καινοτομιών του Εργατικού Αγγλικού Κόμματος, οι οποίες στόχευαν στην αντιμετώπιση και παράκαμψη μιας συντηρητικής και σκληρής κοινοβουλευτικοποιημένης κομματικής γραφειοκρατίας, χωρίς να έχει γίνει μια κριτική αποτίμηση της υπάρχουσας οργανωτικής εμπειρίας. Ούτε φυσικά να αναβαθμίζονται τα ψηφιακά μέσα από χρήσιμα και απολύτως αναγκαία για τη λειτουργική διευκόλυνση του κόμματος σε νονούς του μεταλλάσσοντας το σύγχρονο «μαζικό κόμμα» σε «ψηφιακό».
30
08

Μιχάλης Σπουρδαλάκης: Από την αρχή I: Η κρίση

Οι μετασχηματιστικές πολιτικές είναι συνήθως το αποτέλεσμα συλλογικής προσπάθειας, που οργανώνει, εκτελεί και θεσμοθετεί εναλλακτικές των υπαρχουσών κοινωνικοπολιτικών και διοικητικών δομών και σχέσεων. Οι διαδικασίες αυτές προϋποθέτουν τον εντοπισμό και την ιεράρχηση των πεδίων μετασχηματισμού καθώς και την ανάλυση των δυσκολιών και της αναμενόμενης θεσμικής και κοινωνικής αδράνειας ή/και αντίστασης. Φυσικά η συγκρότηση ενός μετασχηματιστικού ρεύματος, για την Αριστερά, δεν μπορεί παρά να απαιτεί κυρίως τη διατύπωση ενός κανονιστικού / αξιακού πλαισίου και οράματος. Ενός οράματος που θα λειτουργεί ως το οραματικό στοιχείο έμπνευσης και κινητοποίησης, της κοινωνικής και πολιτικής συμμαχίας στην οποία στηρίζεται ο πολιτικός φορέας, που, ως επισπεύδων, συντονίζει τις μετασχηματιστικές διαδικασίες. Ο πολιτικός φορέας, η πολιτική συλλογικότητα, το κόμμα αποτελούν την εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για τη ρεαλιστική αντιμετώπιση της κρίσης των «μετασχηματιστικών πολιτικών». Αρκεί φυσικά να μπορεί να υπηρετεί έμπρακτα τη στρατηγική μετασχηματισμών και να ανθίσταται στις σειρήνες και αδράνειες των κατεστημένων μεταδημοκρατικών δομών και σχέσεων που καρτελοποιούν ή, καλύτερα, κρατικοποιούν τα πολιτικά κόμματα. Αυτό, ωστόσο, δεν μπορεί να διασφαλιστεί με ποσοτικά εγχειρήματα εκλογικής (;) διεύρυνσης χωρίς την αποσαφήνιση της μετασχηματιστικής στρατηγικής. Και μια και όλη αυτή η συζήτηση έχει ως αφετηρία τον προβληματισμό για το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορεί παρά να εξετάσει και να αξιοποιήσει κριτικά την εμπειρία του. Στο κάτω κάτω, πέρα από την όποια αξιολόγηση κάνει κανείς για την πορεία του, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κόμμα της ελληνικής ριζοσπαστικής Αριστεράς αποτελεί την πρώτη και μέχρι σήμερα τη μόνη δημοκρατική και αποτελεσματική κυβερνητική απάντηση στην κρίση, σε παγκόσμια κλίμακα τον 21ο αι. Απάντηση, μάλιστα, σε πρωτόγνωρες σε διάρκεια και ένταση συνθήκες οικονομικής κρίσης. Τέλος, η συζήτηση αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει μια ευρηματική, πρακτική και αποτελεσματική οργανωτική πρόταση για τη μετάβαση και την ανάπτυξη του κόμματος στις νέες συνθήκες. Πρόταση που θα συμβάλει στην αντιμετώπιση τόσο της κρίσης πολιτικής όσο και των μετασχηματιστικών πολιτικών που τη συνοδεύουν. Αλλά γι’ αυτά θα επανέλθω.
  • 1
  • 2