Macro

Μιχάλης Σπουρδαλάκης: Για τον Λίο. Τον δάσκαλο, τον φίλο, τον σύντροφο

Το νοσοκομείο ήρθε απρόσμενα μόλις πριν λίγες βδομάδες. Όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν, το σκάιπ έγινε το εργαλείο για να ρυθμίσει τις «υποχρεώσεις» του. Βλέπεις ήταν κι εκείνο συνέδριο για το Σοσιαλισμό τον 21ο αιώνα, που οργανώνει τον Γενάρη ο «Πουλαντζάς». Η ανταπόκριση στα αμήχανα αστεία μου αλλά και η συζήτηση για τη συνέντευξή του στην «Εποχή» για τις αμερικάνικες εκλογές και τις ερωτήσεις του για την κατάσταση της αριστεράς στην Ελλάδα, βοήθησαν και ανέστειλαν τα πρώτα σύννεφα της ανησυχίας. Η ενημέρωση για τη διάγνωση και τη θεραπεία, που έγινε στο επόμενο σκάιπ έγινε με τέτοια στωικότητα και αισιοδοξία, που απαγόρευσε στο τάμπλετ να μεταφέρει την αγωνία. Ο κόβιντ, που επέβαλε το τέλος, αρχικά δεν έσβησε τις ελπίδες. Βλέπεις ήταν εκείνη η βεβαιότητα του «θα τα πούμε». Η τραγική κατάληξη του Λίο θύμισε μεν τις απρόβλεπτες και συχνά ζοφερές ιδιοτροπίες του τέλους του καθενός/μιας μας, αλλά σόκαρε όσους τον γνώριζαν. Δύσκολο να το αποδεχθείς. Δύσκολο να καταπιείς ότι εκείνος με το ακατανίκητο πάθος για ζωή, την αταλάντευτη δέσμευση και στράτευση για την υπόθεση της σοσιαλιστικής προοπτικής δεν είναι πια ανάμεσά μας. Δεν είναι τόσο οι εκατοντάδες δηλώσεις, παρεμβάσεις και αφηγήσεις που γεμίζουν όχι μόνο τα κοινωνικά μέσα, αλλά και τα κλασικά μέσα ενημέρωσης σχεδόν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, όσο εκείνοι οι πολλοί περισσότεροι, που το αναπάντεχο νέο τους πάγωσε, τους μπέρδεψε τα λόγια και σιωπούν, υπογραμμίζοντας τη δυσκολία που προξένησε το σοκ.

Στην τελευταία αυτή κατηγορία ανήκω κι εγώ. Ώρες πολλές με ακίνητα δάκτυλα πάνω στο πληκτρολόγιο και σκέψεις, εικόνες και περιστατικά να τρέχουν μπρος-πίσω τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες. Εν απορία και μετέωρος. Πώς να στριμώξω σαράντα δύο χρόνια γνωριμίας, μαθητείας, φιλίας και συντροφικότητας στο κίνημα για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό σε ένα άρθρο; Πώς να αναφερθώ στο έργο του, τη συμβολή του, στις κοινωνικές επιστήμες, τη συμβολή του στην μαρξιστική παράδοση, στη διεθνή και διεθνιστική του παρουσία, τους δεσμούς και το πάθος του με τη χώρα μας, τους αγώνες και την κουλτούρα μας, και τέλος στην ζωή του και την προσωπικότητά του;

Έστω … ας είναι.

 

To κλασικό του έργο πήρε βραβείο Issac & Tamara Deutscher Memorial Prize,
για την καλύτερη δημιουργική εργασία της Μαρξιστικής παράδοσης (2014).

 

Με πυξίδα την καταγωγή του

Ο Λίο, γεννήθηκε στο Γουίνιπεγκ του Καναδά το 1945 και ήταν δεύτερος γιός εβραίου βιομηχανικού εργάτη και συνδικαλιστή. Παρά τη διεθνή του αναγνώριση, η κουλτούρα και οι επιρροές της κοινωνικής του καταγωγής, δεν έγιναν ποτέ γι’ αυτόν μακρινή νεανική ανάμνηση. Αντίθετα, αποτέλεσαν ουσιαστικά την πυξίδα της λαμπρής ακαδημαϊκής του πορείας. Σπούδασε πολιτική επιστήμη και οικονομικά στο πανεπιστήμιο της Μανιτόμπα και στη συνέχεια με υποτροφία ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο London School of Economics και το διδακτορικό του υπό τον μαρξιστή Ράλφ Μίλιμπαντ. Το 1972, προσλαμβάνεται στο πανεπιστήμιο Κάρλτον στην Οττάβα και από το 1984 στο πανεπιστήμιο του Γιόρκ στο Τορόντο. Στην πολύχρονη καριέρα του δίδαξε σχεδόν σε όλα τα μεγάλα πανεπιστήμια της Β. Αμερικής και της Μ. Βρετανίας, αλλά και σε δεκάδες πανεπιστήμια σε όλες τις γωνιές του πλανήτη.

Με τη διδακτορική του διατριβή, (Social Democracy and Industrial Militancy: The Labour Party, the Trade Unions and Incomes Policy, 1945–1947), ουσιαστικά προχωράει, επικαιροποιεί και βαθαίνει το κλασικό έργο του δασκάλου του Parliamentary Socialism. Στο έργο αυτό ο Πάνιτς επιχειρεί να αποδείξει, μέσα από τη μελέτη της εισοδηματικής πολιτικής του Εργατικού Κόμματος, ότι οι σχετικοί περιορισμοί που, και μέσω των συνδικάτων επέβαλε, είχαν να κάνουν με την ιδεολογία της ενσωμάτωσης στην υπάρχουσα κοινωνικοοικονομική τάξη και επ’ ουδενί δεν εντάσσονταν σε κάποιο σχέδιο σοσιαλιστικού σχεδιασμού. Το Εργατικό Κόμμα παραμένει αντικείμενο της πάντα αιχμηρής κριτικής του. Στα πολλά άρθρα του και στα τρία του βιβλία (το τελευταίο με τον Colin Leys μόλις πριν μερικούς μήνες: Searching for Socialism: The Project of the Labour New Left from Benn to Corbyn) αναλύει με πειστικό τρόπο το πώς η επιλογή της εκσυγχρονιστικής Μπλαιρικής άποψης να αποδώσει τις εκλογικές αποτυχίες στην αριστερή πτέρυγα του κόμματος, και να αναζητήσει την εναλλακτική λύση στη παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία, τον στενά οριζόμενο κοινοβουλευτισμό και εν τέλει στην νέο-φιλελεύθερη διαχείριση, ήταν καταστροφική. Πέρα από την κριτική ανάλυση της σοσιαλδημοκρατίας, που προέκυψε από αυτή την ερευνητική δραστηριότητα του Πάνιτς, το ενδιαφέρον του προχωρά στην μελέτη των εργασιακών σχέσεων του κράτους αλλά και των αντιφάσεων του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού.

 

Διεθνής αναγνώριση

Η έκδοση ή/ και η επιμέλεια δεκάδων βιβλίων – εκδόσεις που περιλαμβάνουν την ιστορική όσο και πρωτοπόρα μέχρι σήμερα επετηρίδα Socialist Register που είχε ιδρύσει ο δάσκαλός του με τον John Saville το 1964 – τα εκατοντάδες άρθρα του και άλλες δημόσιες παρεμβάσεις του, του εξασφαλίζουν εντυπωσιακή αναγνώριση όχι μόνο από την παγκόσμια αριστερή διανόηση αλλά και από σχεδόν το σύνολο του δεσπόζοντος ρεύματος του κλάδου (λχ. του International Studies Association, του International Political Science Association, του European Consortium for Political Research, του International Conference of Europeanist, του American Political Science Association, του American Historical Association, του American Sociological Association κά). Η κυβέρνηση του Καναδά εισηγείται και γίνεται μέλος / Fellow στη Royal Society, ενώ για το έργο του βραβεύεται από το Συμβούλιο Έρευνας Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Επιστημών του Καναδά. Ο σεβασμός και η συμβολή του στην αριστερή διανόηση αναγνωρίζεται με τη βράβευση του ήδη κλασικού του έργου The Making of Global Capitalism: The Political Economy of American Empire, που συνέγραψε με τον επιστήθιο φίλο του Sam Gindin. Βραβείο Issac & Tamara Deutscher Memorial Prize, για την καλύτερη δημιουργική εργασία της Μαρξιστικής παράδοσης (2014).

 

Η μελέτη του κράτους

Παρακάμπτοντας το κίνδυνο υπεραπλούστευσης θα έλεγα ότι όλο το έργο του Πάνιτς αποκαλύπτει ένα ερευνητικό σχέδιο που επιχειρεί συστηματικά να κατανοήσει και να αντιπαρατεθεί ταυτόχρονα με τις αντιφάσεις ανάμεσα στην τυπική ισότητα της φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων και τις βαθιές και συνεχώς επεκτεινόμενες ανισότητες που παράγει ο καπιταλισμός σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτή η ερευνητική του έγνοια τον οδήγησε στη δημιουργική υιοθέτηση των μεθοδολογικών προταγμάτων της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας στη μελέτη των αντιφάσεων του κορπορατισμού. Ωστόσο, όταν ο παγκόσμιος καπιταλισμός μπήκε για τα καλά στη νεοφιλελεύθερη φάση του, ο Πάνιτς εστίασε στη μελέτη του κράτους και της σχέσης του με τα πολιτικά υποκείμενα και τις εργατικές οργανώσεις. Οι διαδικασίες καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, μετέφερε το ενδιαφέρον του στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, όπου και άνοιξε δρόμους κατανόησης για τη φύση της σύγχρονης νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής αυτοκρατορίας.

Ο Πάνιτς διακηρύσσει με παρρησία, με σαφήνεια και στέρεη τεκμηρίωση την άποψη ότι το κράτος είναι ο κύριος «συγγραφέας της παγκοσμιοποίησης», καθώς οι πρωτοβουλίες του ενδυνάμωσαν την κινητικότητα του κεφαλαίου και οδήγησαν τις αγορές εργασίας σε ακραία ευέλικτες δομές. Αντίθετες απόψεις του δεσπόζοντος ρεύματος, και δυστυχώς όχι μόνο, οδηγούν σε απομείωση της σημασίας της δημοκρατικής συμμετοχής και αντίστασης και συμβάλλουν σε φαινόμενα αποπολιτικοποίησης. Η αντίληψη και η πεποίθηση ότι κράτος έθνος «έχει τελειώσει» οδηγεί στην παθητικότητα των πολιτών, στη διάχυση συνωμοσιολογικών απόψεων, στην αποστράτευση και τον κυνισμό, αλλά και την απερίσκεπτη κριτική ή μάλλον μη κριτική για τα λάθη και παραλήψεις κυβερνήσεων. Ο Πάνιτς στέκεται σταθερά απέναντι σε αντιλήψεις και εύκολες αναλύσεις τέτοιου τύπου που όχι μόνο ακυρώνουν την κοινωνική/ταξική πάλη, αλλά μας πάνε πίσω πριν τη συνεισφορά του Τζιανμπατίστα Βίκο.

 

Το ότι η Ελλάδα αποτέλεσε με πολλούς και διάφορους τρόπους
μόνιμη ερευνητική του αναφορά του αποδεικνύεται και από αυτό το βιβλίο.

 

Στο πλευρό των μαθητών του

Η πολυσχιδής ερευνητική του δράση ποτέ δεν περιόρισε τη γενναιοδωρία του στους μαθητές τους, στους οποίους αφιέρωνε το χρόνο του χωρίς φειδώ. Ποτέ δεν παραμέλησε τις διδακτικές του υποχρεώσεις και ποτέ δεν αρνήθηκε τη διοικητική του ανιδιοτελή συνδρομή στη θεσμική οργάνωση της πανεπιστημιακής ζωής. Κυρίως ποτέ δεν απέφυγε να συμβάλει με το λόγο του στις ανάγκες αριστερών, προοδευτικών πολιτικών και εργατικών προσπαθειών όχι μόνο του ανεπτυγμένο Βορρά αλλά και στον «παγκόσμιο Νότο» (Βενεζουέλα, Βραζιλία, Ν. Αφρική, Βιετνάμ, Ν. Κορέα).

Παρ’ όλα αυτά ο Λίο παρέμεινε μέχρι τέλος μια ιδιαίτερη προσωποποίηση της Γκραμσιανής «απαισιοδοξίας του πνεύματος και της αισιοδοξίας της βούλησης». Ήταν πολύ έξυπνος και πολιτικά ευφυής για να φανταστεί ότι ο σοσιαλισμός βρίσκεται στην άλλη γωνία της πορείας του ανθρώπινου δράματος. Ωστόσο, πάντα πρόσφερε την αμέριστη στήριξη και αλληλεγγύη για κάθε εγχείρημα που συνέβαλε, έστω και κατ’ ελάχιστον στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.

 

Δημοκρατικός, με έντονες απόψεις

Ο Λίο ήταν (δύσκολο να συνηθίσει κανείς τον αόριστο χρόνο) όλα αυτά και ακόμη περισσότερα. Ήταν ένας κανονικός άνθρωπος. «Με πολλά πάθη και απόλυτα γήινες συμπεριφορές» όπως μου έλεγε ένας στενός φίλος του με θολά μάτια που δεν μπορούσε να κρύψει το σκάιπ. Απολάμβανε νέες γνωριμίες και κοινωνικές συναναστροφές, που δημιουργούσε ακόμη κι εκεί που υπήρχε η δυσκολία της επικοινωνίας, τα ταξίδια, την τζαζ, το φαγητό. Δεν απέφευγε τις έντονες συζητήσεις. Πάντα αντιπαρατίθετο στα επιχειρήματα, αλλά ποτέ στα πρόσωπα που τα υποστηρίζουν.

Δημοκρατικός, με έντονες απόψεις. Ποτέ δεν δίστασε να ζητήσει κείμενο για το Socialist Register, ακόμη κι από εκείνους με τους οποίους διαφωνούσε. Ενώ κανείς και ποτέ από όλες τις παραδόσεις και τις διαδρομές της παγκόσμιας αριστερής διανόησης δεν του αρνήθηκε, παρ’ όλο που ήξερε ότι θα πέρναγε από την αυστηρή του ματιά και κρίση πριν τη δημοσίευση. Αυστηρός και επιεικής συνάμα. Ορμητικός, αποφασιστικός αλλά και αναστοχαστικός. Απόλυτα κοινωνικός αλλά και αφοσιωμένος στην οικογένειά του. Κι εκείνη (η Μέλανι, ο έρωτας της ζωής του, ο Μάξιμ και η Βίτα) φρόντιζαν να κρατούν ανοικτή την πόρτα, του πάντα φιλόξενου σπιτιού τους για τους φίλους, μαθητές, συντρόφους και συναδέλφους.

 

Ένα πιο δίκαιο, πιο ανθρώπινο αύριο

Ο Λίο Πάνιτς βάδιζε πάντα γρήγορα. Ακόμα και για μένα, ένα παλιό βαδιστή, ήταν ένα βήμα μπροστά. Ήταν σαν να θέλει να προλάβει το αύριο, να το πλησιάσει, να το καταλάβει και να το προβάλει διδάσκοντας. Γι’ αυτό και η μνήμη και το παράδειγμά του βαραίνουν. Βαραίνουν τόσο που, χωρίς αυτόν, δεν θα μπορέσω να καλύψω εκείνο το παραπάνω βήμα που πάντα μας χώριζε ακόμη και στους ήρεμους περιπάτους μας. Το βάρος είναι ακόμη μεγαλύτερο σήμερα που αναζητούμε το διέξοδο στη στασιμότητα της στρατηγικής μας. Τώρα που τα σύννεφα και οι πρακτικές της ενσωμάτωσης πυκνώνουν. Θα λείψει αβάσταχτα. Μόνη ανακούφιση και ελπίδα εκείνη η ψιθυριστή παρατήρηση, στο διάλειμμα, κατά τη διάρκεια μιας μεταμεσονύκτιας εκδήλωσης της «Εποχής», στους Αρχαιολόγους. Κατάκοποι από το βαρύ πρόγραμμα της μέρας αλλά και τις ρακές από το αγαπημένο του εστιατόριο στην Κάνιγγος, κοιτώντας με συγκίνηση τη φωτισμένη Ακρόπολη είπε «η κοινωνία που έχει το κουράγιο να στοχάζεται και να συζητά τέτοιες ώρες, δεν μπορεί παρά να διεκδικεί ρεαλιστικά ένα πιο δίκαιο και πιο ανθρώπινο αύριο».

 

Έμπρακτο ενδιαφέρον για την ελληνική αριστερά

Το ενδιαφέρον και η αγάπη του για την Ελλάδα, την ελληνική ιστορία και κουλτούρα ξεκινά από τη δεκαετία του 1970. Αλλά το έντονο πολιτικό του ενδιαφέρον και συχνή παρουσία του τις περιπέτειες της ελληνικής αριστεράς, αρχίζει στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και γίνεται ιδιαίτερα πυκνό, καθώς δυναμώνει ο ΣΥΡΙΖΑ και κινεί το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Για τον Λίο το ενδιαφέρον αυτό δεν είναι τυχαίο. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί «τη μόνη αποτελεσματική αντι- νεοφιλελεύθερη δύναμη του 21ου αιώνα». Αλλεπάλληλες επισκέψεις με κάθε ευκαιρία, συνεντεύξεις, συμμετοχές και συνέδρια, δημόσιες συζητήσεις. Λόγος καθαρός, κριτικός, παραινετικός, ενθουσιώδης, αλλά χωρίς υπερβολές και αφέλειες για το κατορθωτό ή για τις δυνάμεις που ήταν απέναντι. Λόγος αναλυτικός αλλά ποτέ αφ’ υψηλού, λόγος ισχυρός επιχειρημάτων αλλά σεμνός, αφού ποτέ δεν εγκατέλειπε το ρόλο και το πάθος του μαθητή των κοινωνικών εξελίξεων και δυναμικής.

 

Παρών

Δύσκολο να θυμηθώ όλα τα περιστατικά αυτού του έμπρακτου και ουσιαστικά υπαρξιακού ενδιαφέροντος για την αριστερά και το ριζοσπαστικό κίνημα στη χώρα μας. Συνεντεύξεις και κείμενα στην «Εποχή» (άλλωστε το τελευταίο δημόσιο γραπτό κείμενο βρίσκεται στο φύλλο της 14/12), στην «Αυγή», στο «Δρόμο της Αριστεράς», στην «Εφ.Συν», αλλά και σε τόμους του ΙΣΤΑΜΕ, του Ιδρύματος Ν. Πουλαντζάς σε συνέδρια εκδηλώσεις του οποίου συχνά συμμετέχει, συνεντεύξεις «Στο Κόκκινο» (Θεωρία στον αέρα), συναντήσεις και εργαστήρια με στελέχη των κινημάτων αλληλεγγύης, στελέχη ΓΣΕΕ και του ΙΝΕ, με πολλά κομματικά αλλά και κυβερνητικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και πανεπιστημιακά και ερευνητικά σεμινάρια και συνέδρια στα πανεπιστήμια Κρήτης, Πελοποννήσου και ΕΚΠΑ, από το οποίο τιμήθηκε με τον τίτλο του ομότιμου Καθηγητή (2018), και τέλος άλλες πολλές συναφείς πρωτοβουλίες όπως το (Rising Democracy, -2015 Αθήνα και του Ινστιτούτου Radical Imagination – Κάσσος 2019). Το ότι η Ελλάδα αποτέλεσε με πολλούς και διάφορους τρόπους μόνιμη ερευνητική του αναφορά του αποδεικνύεται και από το βιβλίο The Socialist Challenge Today: SYRIZA, Sanders, Corbyn, που έγραψε με πάλι με τον Sam Gindin, μόλις πριν δύο χρόνια.

 

Κριτική

Αν και πάντα έδειχνε κατανόηση για σημαντικές επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ ποτέ δεν έπαψε να έχει μια κριτική αντιμετώπιση για πολλές από αυτές. Κριτική που ήταν πάντα συντροφική, κριτική εποικοδομητική, που ποτέ δεν διολίσθησε σε ευκολίες και προτάσεις ανεδαφικές αυθαίρετου βολονταρισμού. Ήταν από τους ελάχιστους στους κύκλους της διεθνούς αριστερής διανόησης που στήριξε τις δύσκολες επιλογές της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, με κόστος προσωπικό, που δημιουργούνταν από τις πολεμικές ιαχές εκείνης της αριστεράς που βρίσκεται σε διάσταση με την διαλεκτική κριτική και η οποία φαίνεται να βολεύεται στην καθαρότητα της λογικής άσπρο – μαύρο.

Ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης είναι κοσμήτορας της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

Πηγή: Η Αυγή