Κατέ Καζάντη

16
04

Κατέ Καζάντη: Οι δεξιοί και ο θάνατος – των άλλων

Επειδή οι ελίτ του κεφαλαίου, όπως κι οι προλετάριοι, δεν έχουνε πατρίδα, αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα, να πεθαίνουν σωρηδόν οι ανώνυμοι και να ‘ναι μόνο νούμερα σε στατιστικές, δεν είναι και τίποτα πρωτότυπο. Tο ότι, ας πούμε, προ πανδημίας, στην κραταιά Γερμανία, την Αυστρία ή τη Βρετανία, το προσδόκιμο ζωής βρισκόταν κάτω από αυτό της δήθεν “Ψωροκώσταινας” (81,2 -82,1), δείχνει πως ο πλούτος και η οικονομική μεγέθυνση ουδόλως ωφελούν τον γενικό πληθυσμό. Είναι δε πασίγνωστο ότι το ξεχαρβάλωμα των κρατικών συστημάτων υγείας από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές των τελευταίων δεκαετιών πλήττει ευθέως τις ζωές των υποτελών, όχι των απανταχού Βορήδιδων ή Αδώνιδων -κι ας γατροπορεύτηκε προσφάτως ο εγχώριος σε δημόσιο νοσοκομείο. Ο δε εκρηκτικός συνδυασμός με τις ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις, δωράκι στους εργοδότες, φέρνουν τη δυστοπία εγγύτερα. Στην πραγματική, και όχι στην πλατωνική, ζωή, η πολιτική φιλοσοφία των καπιταλιστών είναι η “μελέτη του θανάτου”. Η συνθήκη του θανάτου. Η ιδεολογία του θανάτου. Όχι φυσικά υπό την έννοια της ενασχόλησης με τη ματαιότητα της ύπαρξης, άρα της αυθεντικότερης ζωής. Τουναντίον, υπό την έννοια του κέρδους ως υπέρτατης αξίας, που εύκολα και χαλαρά ξεπετά το θάνατο των άλλων. Το δήθεν κλισέ της αριστεράς “οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη” αντεστραμμένο, τα κέρδη δηλαδή πάνω από τον άνθρωπο, γίνεται το σύμβολο της καταστροφικής μωροφιλοδοξίας εκείνων που νομίζουν πως με τα φράγκα εξαπατούν τον Χάροντα. Το μείζον πρόβλημα, βέβαια, είναι πως εξολοθρεύουν ολάκερους λαούς πολύ πριν οι ίδιοι τον συναντήσουν. 
09
04

Κατέ Καζάντη: Η ιστορική ευθύνη του κόσμου της εργασίας και της Αριστεράς

παρά τις μεταλλαγές των μορφών της εργασίας, παρά την πολυδιάσπαση και τις ετερονομίες του χαρακτήρα της στο σύγχρονο κόσμο, η ουσία της παραμένει ίδια κι ανόθευτη: παραγωγός του πλούτου και προϊόν εκμετάλλευσης ταυτόχρονα, η εργασία είναι εκείνο ακριβώς επί του οποίου διεξάγεται η πολιτική αντιπαράθεση καπιταλιστών-αντικαπιταλιστών.  Έτσι, όσοι ονειρεύονται ακόμα ν’ αλλάξουν τον κόσμο, εκεί οφείλουν να εστιάζουν: να επενδύουν όλες τους τις δυνάμεις ώστε ο κόσμος της εργασίας να στοχαστεί επί του εαυτού του και να τον κατανοήσει ως δύναμη επαναστατική, δύναμη δραστική στη χάραξη του κόσμου αλλά και της ζωής του/ης καθενός/μίας ξεχωριστά.  Οπότε: να ξαναβρεθείς με τις λαϊκές δυνάμεις, εκείνες που φύσει στηρίζουν τους αγώνες και τις ιδέες της Αριστεράς, δεν συνίσταται μοναχά στην εκπόνηση ενός εκλογικού προγράμματος, “ελκυστικού”, με όρους αγοράς, ή προνομιακού με όρους ιδεολογικούς, ταξικής μεροληψίας. Συνίσταται και στο πώς, και αν, ριζοσπαστικοποιείς εκ νέου τους από κάτω, τον κόσμο της εργασίας. Και πώς, και αν, αναστοχάζεσαι μαζί τους την ιδεοληπτική, ηθικοπλαστική στάση των καπιταλιστών για την καλβινιστικού τύπου ιεροποίηση της εργασίας ή τη σταλινικού τύπου σταχανοβίτικη “προκοπή”. Πώς, επίσης, και αν, επανατοποθετείσαι στα φληναφήματα της αριστείας και πώς και αν φεύγεις από το φαύλο κύκλο της φετιχοποίησης των “τυπικών προσόντων”, που κατηγοριοποιούν τους εργαζόμενους, ενισχύοντας τον κοινωνικό αυτοματισμό. Πώς, εν κατακλείδι, και αν, προπονείσαι, προπονώντας ταυτόχρονα και το κοινωνικό σώμα, στην αντι-δράση, στην απονομιμοποίηση της συστημικής αδικίας, στην ανυπακοή και στην από τα κάτω συσπείρωση ώστε τα νομοθετημένα που ενισχύουν τις ανισότητες να μην ισχύσουν στην πράξη.  Η πρόσκαιρη χασούρα από τις συκοφαντίες του συστήματος, περί ανευθυνότητας και άλλων δαιμονίων, αντισταθμίζεται από τα μελλοντικά κέρδη: το υποκείμενο που κινεί την ιστορία, οι προλετάριοι, παρά την αντιφατική τους κίνηση και τα ιστορικά τους λάθη, ξέρουν να αναγνωρίζουν εκείνους που, σήμερα και πάντα, στέκουν στη σωστή μεριά, δίχως διολισθήσεις. Και ξέρουν επίσης, στις κομβικές στιγμές, να τους τιμούν.
01
04

Κατέ Καζάντη: Φουρθειώτειος Αισθητική

Η ανάδειξη αμφιλεγόμενων περσόνων σε πολιτικά διαμετρήματα και η ταυτόχρονη νομιμοποίησή τους από όλο το πολιτικό φάσμα, συχνότατα ομοτράπεζο επί της οθόνης, με τη δικαιολογία “δεν γίνεται αλλιώς”, πιστοποιεί την κυριαρχία ενός και μοναδικού μοντέλου, βαθιά αντιδραστικού, καταφανώς αντιλαϊκού, κυριολεκτικά σκοταδιστικού. Τους κυριλέ δημοσιολογούντες της πρωίας, την ολίγον λάιτ, επιδοτούμενη της λίστας Πέτσα, κ. Τ. Στεφανίδου ή τον κ. Μ. Φουρθιώτη, διαπερνά ο ίδιος νοητός άξονας εκείνης της κουλτούρας που επιδιώκει τον εκμαυλισμό των από κάτω. Οι ίδιοι κύκλοι των ελίτ που ομνύουν στις μούσες της μουσικής, του θεάτρου ή της ποίησης, οι ίδιοι, για τα φράγκα, επιβάλλουν την αισθητική των υποπροϊόντων, των απορριμμάτων και του δημοσιογραφικού απόπατου. Με τις ευλογίες πολιτικού τε και εκκλησιαστικού κατεστημένου -αλήστου μνήμης η ευλογία Ιερώνυμου σε Φουρθιώτη. Σε μια τέτοια συνθήκη, να φρουρείται, να κινείται με τζιπ ή να πολιτεύεται κάποιος/α από του εκπροσώπους των ανωτέρω δεν συνάδει απλώς με τη νέα κανονικότητα: αποτελεί την επιτομή της. Και η αισθητική της αντίπερα; Η πολιτική αισθητική της αριστεράς ως αντιπρόταση στον προελεύνοντα ολοκληρωτισμό της κυρίαρχης ιδεολογίας; Η αρχή της απονομιμοποίησης, να μην ανακατεύεται με τα πίτουρα δηλαδή, είναι το πρωτεύον. Καμιά εμπλοκή με την υποκουλτούρα, για κανένα λόγο. Διότι και οι “αμερόληπτοι” με τις γραβάτες και οι λάιφ στάιλ με τα ωραία μάτια είχαν και έχουν σαφές πολιτικό πρόσημο.
27
03

Κατέ Καζάντη: Η Ελλάς των Σκλάβων Πολιορκημένων και η Ελλάς των κοτζαμπάσηδων

Ένας λαός λιγότερο μουδιασμένος από τα δεινά της πανδημίας θα έστεκε κανονικά έξω από κει που τρωγώπιναν οι αφέντες, ουρλιάζοντας για το δίκιο του. Διεκδικώντας τη δική του, διαφορετική Ελλάδα, της ορατότητας των από κάτω, κι ένα άλλο, πολύ διαφορετικό από το διαγραφέν μέλλον. Διεκδικώντας ζωή αντί θανάτου, απαλλαγμένη από εγχώριους και ξένους κοτζαμπάσηδες.
11
03

Κατέ Καζάντη: Οι μορφές της βίας και η αριστερά

Σήμερα, τα εν Ελλάδι ΜΜΕ κινούνται στο γνωστό τέμπο, δίνοντας ξανά τον τόνο στο δημόσιο διάλογο: “καταδικάστε τη βία, απ’ όπου κι αν προέρχεται”. Ο απλουστευτικός συλλογισμός, που εγγίζει τα όρια της ανοησίας, ευτελίζει τη σκέψη. Καταδικάζει τη διάνοια σε αυτοκατάργηση, εξαφανίζει όλες τις ενδιάμεσες λεπτές αποχρώσεις, επιβάλλει το κοινωνικό άσπρο – μαύρο. Αποτελεί επί της ουσίας την επιτομή του αυταρχισμού: όποιος τολμά να διακρίνει αιτία – αποτελέσματα, όποιος επιχειρεί να στοχαστεί και να αντιδράσει στο τσουβάλιασμα, γίνεται εχθρός της κοινωνικής ειρήνης, διχαστικός, εμφυλιοπολεμικός. Στην παγίδα πέφτουν, εννοείται, και άπαντες/σες οι αριστεροί/ες. Έτσι, η κατεστημένη τάξη έχει το νόμιμο δικαίωμα να βιαιοπραγεί, δια των, σημειωτέον, χαμηλόμισθων εργατών εκπροσώπων της, προστατεύοντας τον εαυτό της. Η εργατική τάξη καθαυτή όμως όχι, αφού, συχνότατα, αμαυρώνονται, με ύποπτους ή όχι τρόπους, οι αντι-δράσεις της στα επιβαλλόμενα. Κι επειδή το όριο της νομιμότητας καθορίζεται από τα πάνω, “κανένα σύστημα, ακόμη και το πιο φιλελεύθερο δεν μπορεί να νομιμοποιήσει μια βία που θέλει να το ανατρέψει**”, ή έστω, να το μεταβάλει, αφαιρώντας εξουσίες από την κυρίαρχη τάξη. Η προσταγή, λοιπόν, από τη δεξιά προς την αριστερά για την καταδίκη της βίας “απ’ όπου κι αν προέρχεται”, ως επιφαινόμενο, με την ταυτόχρονη αποσιώπηση της αιτίας της, δεν είναι μοναχά υποκριτική, είναι και βαθιά επικίνδυνη, λειτουργώντας ως προπέτασμα του ζοφερού προσώπου του αυταρχισμού της. Αν, βεβαία, η αριστερά, με τις απαντήσεις της, βάζει τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση ή, αν, διαρκώς αμυνόμενη, καταφάσκει στο κυρίαρχο ισοπεδωτικό αφήγημα, είναι μια μάλλον δυσάρεστη ιστορία, που επαναλαμβάνεται συχνότατα.
08
03

Κατέ Καζάντη: Από το “σπέρμα – αίμα” στον ριζοσπαστικό φεμινισμό

Ο φεμινισμός ως πρακτική, επαναστατική προσπάθεια, ως κίνημα απελευθερωτικό των μαζών, είναι, τελεσίδικα, συμπεριληπτικός: αφορά κάθε φύλο,πέραν των δύο. Υπόθεση εκ φύσεως αντιεξουσιαστική, προσδοκά την αλλαγή παραδείγματος σε όλες τις πτυχές της δημόσιας σφαίρας. Και καταγγέλλει όχι μοναχά το αποτέλεσμα, τη βία και την εκμετάλλευση των από πάνω στους από κάτω, αλλά και ό,τι την γεννά και τη συντηρεί. Σε έναν κόσμο όπου, από την τέχνη και την πολιτική μέχρι τις απανταχού εκκλησίες και την αγορά, ο αποκλεισμός γυναικών, τρανς κ.ο.κ. από τα κέντρα λήψης αποφάσεων θεωρείται περίπου φαινόμενο φυσικό, ο επαναστατικός φεμινισμός, σε αντιδιαστολή με τον υποκριτικό συστημικό φεμινισμό του τελευταίου καιρού, παραμένει ζητούμενο. Ως απάντηση στον βόρβορο που ενώ αναπαράγει καθημερινώς τον σεξισμό και αντιμετωπίζει τη γυναίκα ως ευπώλητο προϊόν, τώρα, που οι υποθέσεις εκμετάλλευσης έχουν ζουμί και φράγκα -βλέπε τηλεθέαση-, αναβαπτίζεται. Δεν είναι λίγο ό,τι έγινε τούτο τον καιρό στην Ελλάδα. Να τολμάς, όμως, να μιλάς για την ουσία της διπλής εκμετάλλευσης που επιφυλάσσει το καπιταλιστικό σύστημα σε κάθε μη σερνικό παραμένει, ακόμα, ζητούμενο. Σ’ αυτό το πνεύμα, οφείλουμε να θυμίζουμε, ξανά και ξανά, πως η 8 του Μάρτη δεν είναι μέρα εθυμοτυπική – επετειακή αλλά μέρα δράσης, μέρα αγώνα.
24
02

Κατέ Καζάντη: Κυριάκος Θάτσερ

Το περιβόητο σχέδιο Πισσαρίδη είναι αντίγραφο όλων εκείνων που έχουν συντελεστεί στη Βρετανία ήδη από τη δεκαετία του ‘80, αλλά και αλλού, προκαλώντας όχι φυσικά ευδαιμονία στους από κάτω αλλά φτώχεια και δυστυχία, αφού ο παραγόμενος πλούτος δεν διαμοιράστηκε ποτέ. Ο ελληνική κυβέρνηση του σήμερα, δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τις βρετανικές, και της Θάτσερ τότε και του Τζόνσον τώρα. Ούτε σε σκληρότητα ούτε σε γελοιότητα. Ένα πολιτικοοικονομικό μοντέλο ενός ακόμα “άριστου” νομπελίστα, βραβευμένου από τους άλλους “άριστους” του καπιταλισμού, παρουσιάζεται ως σωτηριώδες, την ώρα που ο αυταρχισμός περισσεύει. Το ολοκληρωτικό κράτος, στην πιο εκχυδαϊσμένη εκδοχή του, άπονο κι εκδικητικό, αφήνει τον Δημήτρη Κουφοντίνα να αργοπεθαίνει, διεκδικώντας όχι αποφυλάκιση, ούτε καν άδειες, αλλά το δικαίωμα να επιστρέψει στον Κορυδαλλό, στην ειδική πτέρυγα που έφτιαξε ο τότε αλλά και νυν αρμόδιος υπουργός, ο Μ. Χρυσοχοϊδης, για τους καταδικασμένους της 17Ν. Το υποτιθέμενο, κράτος δικαίου, ποδοπατιέται, με την αλαζονεία του νικητή επί των ηττημένων. Δεν είναι, προφανώς, μοναχά η περίπτωση Κουφοντίνα. Είναι και οι ξυλοδαρμοί των φοιτητών, η εισχώρηση της αστυνόμευσης στη δημόσια σφαίρα, ο τρόπος διαχείρισης της υπόθεσης Λιγνάδη και των συν αυτώ, ακόμα και ο τρόπος διαχείρισης της πανδημίας. Είναι μια μεγάλη, ξεκάθαρα πολιτική, φορτισμένη ιδεολογικά, ατζέντα. Αυτή με την οποία θα συνεχίσουν να κάνουν κουμάντο, ακόμα και πάνω σε πτώματα. Το έκανε η Θάτσερ, γιατί όχι και οι εγχώριοι δεξιοί μιμητές; Πώς νοηματοδοτείς εν τέλει τη δημοκρατία σε μια κοινωνία δομημένη στην ανισότητα, χωρά πολλή κουβέντα. Και αν θεωρείς το κράτος τσιφλίκι σου και δίκιο το δίκιο της τάξης σου, τότε μπορείς να μετράς νίκες προσωρινές, κινδυνεύεις όμως να χορεύουν στον τάφο σου. Όπως σ΄ εκείνον της Θάτσερ.
13
02

Η ταξική, και τοξική, «ανεξαρτησία» του κ. Πισσαρίδη

Περσόνες τύπου Πισσαρίδη γεννά διαρκώς ο καπιταλισμός, σε όλα τα επίπεδα. Ένας εσμός “ανεξάρτητων” κι “αδέκαστων” ειδικών, περιφέρονται στην παγκόσμια σφαίρα, από χωρίου εις χωρίον, και συμμορφώνουν. Συμβάλλοντας επίσης στην απρόσκοπτη αύξηση του κεφαλαίου, δίχως να αμφισβητούν τους όντως εργοδότες τους, ούτε να αναρωτιούνται για την τύχη των από κάτω. Από κοντά και οι “ανεξάρτητες αρχές”, εξαφανίζουν τις ιδέες από τη δημόσια συζήτηση, επιβάλλοντας, στα μουλωχτά, τη μία και μοναδική άποψη, αυτή που αναπαράγει διαρκώς τον καπιταλισμό. Αλλά ο/η επιστήμων/ισσα που δεν ενδιαφέρεται για τις κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις των λόγων και των έργων του, είναι, μάλλον, άνθρωπος λειψός. Διότι αυτοί που οι γνωμοδοτήσεις τους ουδέποτε ωφέλησαν τους λαούς -όπως ο Φρίντμαν στη Χιλή- δεν μπορεί, το ξέρουν. Ξέρουν ότι οι υλικές συνθήκες της ύπαρξης των ανθρώπων, αυτές που καθορίζουν τη ζωή και την ψυχή τους, χειροτερεύουν με τις πολιτικές τους, αλλά τις επιβάλλουν. Όσο δε για την πολυδιαφημιζόμενη ανεξαρτησία τους, δεν είναι παρά προκάλυμμα της ταξικής, και τοξικής, μεροληψίας τους.
31
01

Κατέ Καζάντη: Να ξαναμιλήσουμε για τη δυστοπία της Ευρώπης

Και η αριστερά; Από το ευρωπαϊκό πλαίσιο μοιάζει περίπου απούσα. Οι αναγνώσεις των διανοητών της, για το μάλλον ζοφερό μέλλον, δεν φτάνουν στη “βάση”, η οποία φαίνεται ευεπίφορη ακόμα σε αντιευρωπαϊκά, εθνικιστικά αφηγήματα. Το συμβάν του θανάτου μπορεί να εκληφθεί, μαζί με τις μειώσεις των ΑΕΠ, ως μια ακόμα ευκαιρία “δημιουργικής καταστροφής”, η δε αισιοδοξία για διαφαινόμενες αλλαγές ενδέχεται να καταλήξει σκέτος βολονταρισμός, αφού δεν συνοδεύεται, μέχρι στιγμής, από καμιά σπουδαία θεσμοθετημένη πολιτική πράξη. Κι επειδή μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν, ας αρχίσουμε, τουλάχιστον, να μιλάμε ξανά για την Ευρώπη και τις πολιτικές της. Διότι και η ελληνική κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, με όλες τις γραφικότητές της, επί της ουσίας τούτο το ένα και μοναδικό μοντέλο υπηρετεί. Όσοι απομονώνουν το ελληνικό παράδειγμα και δεν το εντάσσουν στον ευρωπαϊκό μέσο όρο της ευρωπαϊκής πολιτικής δυστοπίας, ουσιαστικά ενδυναμώνουν τις πολιτικές που αντιμάχονται, αφού παύουν να μιλούν συνολικά γι’ αυτές. Η Ευρώπη της αλληλεγγύης, η Ευρώπη των λαών, μοιάζει σήμερα τόσο μακρινή όσο υπήρξε και στα χρόνια της μεγάλης κρίσης. Το μεγαλύτερο κόμμα της ευρωπαϊκής αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ, ως όφειλε, δια του σ. Αλέξη Τσίπρα, φαίνεται να ξαναρχίζει την κουβέντα. Κρίνεται απαραίτητο, κυρίως για να αποφευχθούν στο, εγγύς ίσως, μέλλον οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν στις φάρσες που, συχνά, στήνει η ιστορία.
28
01

Η φιλοσοφία του κτήνους και του καπιταλισμού

Η φιλοσοφία του κτήνους, η φιλοσοφία που αποδέχεται πως ο άνθρωπος δύναται να έχει αξιακές διαφορές από τον συνάνθρωπο, η φιλοσοφία που πριμοδοτεί την υπεροχή, και την κυριαρχία άρα, των “αρίστων” απέναντι σε λιγότερο άριστους και διαχωρίζει με όρους βιοπολιτικής τους ζώντες, είναι προορισμένη να γεννά συμφορές.  Το πρότυπο ενός αποϊδεολογικοποιημένου, νομοταγούς πολίτη, που κοιτά την υγειά του και τη δουλειά του, δίχως να συνωστίζεται σε δρόμους και πλατείες διαμαρτυρόμενος, είναι εκείνο ακριβώς το ευεπίφορο πρότυπο σε κάθε λογής ολοκληρωτισμούς. Οι οποίοι περνούν κάθε φορά μέσα από την υποτίμηση, την υπαγωγή του Άλλου σε κατώτερη αξιακή βαθμίδα από την όντως ανθρώπινη.΄Ετσι, ο δρομολογούμενος, στις μέρες μας, διαχωρισμός σε άμυαλους, στους χωρίς ατομική ευθύνη, και στους άλλους, τους σώφρονες, είναι χαρακτηριστικός: το μίσος προς τους Εβραίους, που μαγάριζαν την Άρια φυλή, προσομοιάζει αυτό προς εκείνους που δήθεν μας αρρωσταίνουν. Ας μιλήσουμε, λοιπόν, για τον καπιταλισμό: η 27η Ιανουαρίου, η μέρα που ο κόκκινος στρατός απελευθέρωσε το στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Άουσβιτς - Μπίρκεναου στην Πολωνία, καθιερώθηκε ως Διεθνής Ημέρα Μνήμης για τα Θύματα του Ολοκαυτώματος. Αλλά να θυμόμαστε δεν φτάνει. Εκείνο που χρειάζεται είναι αναστοχασμός. Και, πρωτίστως, κριτική απέναντι στο κυρίαρχο διανοητικό κατασκεύασμα που επιβάλλει διαχωρισμούς ακόμα και μπροστά στο θάνατο. Που, ευκαιρίας δοθείσης, κατακρεουργεί δικαιώματα κι ελευθερίες. Που δεν θέλει, ίσως, και πολύ για να ξαναχτίσει στρατόπεδα για τους λαούς που περισσεύουν ή για κείνους που δεν συμμορφώνονται.  Μέρες που είναι, ας μιλήσουμε για το σύστημα που, δυστυχέστατα, ηγεμονεύει δίχως αντίπαλον δέος.