Κώστας Μελάς: «Η Ελλάδα ουσιαστικά βρίσκεται πάλι στην κατάσταση πριν το μνημόνιο»
Μια νέα αβεβαιότητα είναι η αύξηση του πληθωρισμού, δηλαδή η μείωση της αγοραστικής δύναμης, δεδομένου ότι η κυβέρνηση δεν είναι υπέρ της αποκατάστασης της εισοδηματικής απώλειας των κατώτερων και μεσαίων εισοδηματικών στρωμάτων, πχ, με αύξηση του κατώτατου μισθού ή των μισθών, γενικά. Πιθανότητα η μείωση της αγοραστικής δύναμης θα συμβάλλει στην επιβράδυνση της μεγέθυνσης το 2022. Η δεύτερη αβεβαιότητα έρχεται από την Ευρώπη. Τον Μάρτιο του 2022 λήγει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων λόγω πανδημίας, όπου έχει συμπεριληφθεί και η Ελλάδα, αν και δεν έχει την επενδυτική βαθμίδα. Θα πρέπει να περιμένουμε, λοιπόν, να δούμε ποια θα είναι η συνέχεια στη νομισματική πολιτική της ΕΕ. Χωρίς τη βοήθειά της δεν θα είχαμε αυτό το κόστος χρήματος για την Ελλάδα, αυτές τις αποδόσεις για τα ελληνικά ομόλογα. Υπάρχει, πάντα, και η αβεβαιότητα της πανδημίας, αλλά φαίνεται πως η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να μην πάρει μέτρα τύπου γενικού λοκντάουν ή παρεμφερή, αλλά παραμένει παράγοντας αβεβαιότητας. Πηγή αβεβαιότητας είναι και η αύξηση των τιμών της ενέργειας που θα επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό, εάν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις των ειδικών ότι υψηλές τιμές θα κρατήσουν, τουλάχιστον, έως τον Απρίλιο. Αυτό θα συνιστά σημαντικότατη επιβάρυνση και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αλλά και στην αύξηση του δημοσιονομικού κόστους, το οποίο υπολογίζεται, πάνω από 4,5 δισ. ευρώ. Αν σ’ αυτή την απώλεια προσθέσουμε και τον Προϋπολογισμό που προβλέπει, το 2022, ότι πρέπει να μειωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα από τα 10,5 – 11 δισ. στα 2 δισ. πρόκειται για τεράστιες μειώσεις, που θα χρειαστεί να γίνουν. Τέταρτη πηγή αβεβαιότητας προκύπτει από το αν ανακληθούν τα μέτρα στήριξης. Κανένας δεν ξέρει σε ποια θέση θα βρεθούν όλες αυτές οι κοινωνικές κατηγορίες που μέχρι σήμερα βρίσκονται σε προσωρινή αναστολή των υποχρεώσεών τους. Αυτές οι μεταβιβάσεις στήριξαν, σε ένα βαθμό, τη μεγέθυνση του 2021.