Εφημερίδα Εποχή

20
10

Νίκος Μπελαβίλας: «Η πρόληψη των καταστροφών είναι ζήτημα πολιτικής βούλησης, χρόνος υπήρχε»

Ήταν πράγματι αναμενόμενη η πλημμύρα [στη Βόρεια Εύβοια]. Δεν έχω γνώση του φυσικού ανάγλυφου της περιοχής, αλλά αυτό που ξέρουμε σίγουρα είναι ότι πρόκειται για ψηλά βουνά, με τους χειμάρρους να κατεβαίνουν μέσα στις παράκτιες πόλεις, που οι περισσότερες είναι χτισμένες στις εκβολές των χειμάρρων. Σε αυτή την περίπτωση, ο τρόπος που μπορείς να αντιμετωπίσεις τα πλημμυρικά φαινόμενα, είναι να βάλεις εκσκαφείς να ανοίξουν γρήγορα τις κοίτες, ώστε να απελευθερωθεί χώρος για το νερό και να μην καταστρέψει τα πάντα στο διάβα του. Όπως είδαμε από τις εικόνες στη Β. Εύβοια, το νερό έχει σπάσει την άσφαλτο, που σημαίνει ότι το εμπόδιζε να τρέξει άνετα. Άρα, κάπου εκεί λείπει μια κοίτη. Έχει σπάσει, επίσης, τσιμέντα, άρα κάποιο τοιχίο εμπόδιζε το νερό να περάσει. Αυτό που πρέπει να κάνουμε εμείς, είναι να του ανοίξουμε χώρο, ώστε να μην συμβαίνουν τέτοιες καταστροφές. Δεν συζητάω δε για τις κατασκευές μέσα στις κοίτες των ρεμάτων, αυτές πρέπει να φύγουν άμεσα. Στην επιστήμη της πολεοδομίας, των δασικών και υδάτινων πόρων, αυτό που ξέρουμε, είναι ότι ένα ρέμα πρέπει να μένει αδόμητο σε πλάτος 50 μέτρων, ώστε να υπάρχει η κοίτη υπερχείλισης, όχι μόνο η φυσιολογική συνηθισμένη κοίτη που μπορεί να έχει πλάτος λίγα μέτρα. Μόνο έτσι μπορεί να γλιτώσει μια πόλη. Να σημειώσουμε ότι στο Λεκανοπέδιο Αττικής δεν έχουμε πουθενά τέτοιες κοίτες υπερχείλισης, παρά μόνο στο νότιο κομμάτι του Θριασίου, στο ύψος της Χαλυβουργικής. Στην Εύβοια τώρα ποταμάκια ενός μέτρου έγιναν 10μετρα και 20μετρα. Το δεύτερο έργο που θα έπρεπε να είχε γίνει, είναι να φτιαχτούν μικρά φράγματα ανάσχεσης ψηλά στο ξεκίνημα της ροής, κατασκευασμένα με τους καμένους κορμούς στα δάση, δημιουργώντας αναβαθμούς, ώστε να κυλίσει το νερό με μικρότερη ταχύτητα προς τα κάτω. Αυτά τα κορμοδέματα δημιουργούν όρους ανάσχεσης του νερού και συγκρατούν τα εδάφη, στοιχείο πολύ σημαντικό για να μην δημιουργηθούν λασποχείμαρροι και κατολισθήσεις. Καθώς οι καμένες πλαγιές των βουνών «ξεπλένονται» με τις βροχές, τα χώματα δεν συγκρατούνται πλέον από τη βλάστηση, τους θάμνους, το χορτάρι, τα δένδρα, τις ρίζες. Αυτά πρέπει να φτιαχτούν και στην Πάρνηθα, κάτι που δυστυχώς δεν έχει συμβεί ακόμα. Ετούτα έπρεπε να έχουν γίνει άμεσα μετά τις πυρκαγιές. Και παρά τα λεγόμενα της κυβέρνησης, σε ενάμιση μήνα θα μπορούσαν να είχαν γίνει πάρα πολλά, αν όχι όλα. Είναι αρκετός χρόνος για να καθαριστούν τα ρέματα και να διευρυνθεί η κοίτη τους και είναι αρκετός, ώστε να φτιαχτούν χιλιόμετρα φραγμάτων με κορμοδέματα. Υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι θα προσλάβει η κυβέρνηση εκατοντάδες υλοτόμους, δασικούς εργάτες για τα δάση, εκσκαπτικά μηχανήματα και εργάτες για τις πόλεις για να υλοποιηθούν τα έργα. Αν εκτιμά πως είμαστε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, έπρεπε να το είχε κάνει. Το ξέραμε από τον Αύγουστο αυτό. Φωνάζαμε όλοι, και επιστήμονες και τοπική αυτοδιοίκηση. Από τότε έχουν γίνει πόσες αμφιβόλου αναθέσεις για άλλα θέματα, αλλά τίποτα για την υλοποίηση αυτών των έργων. Είναι ζήτημα πολιτικής βούλησης, λοιπόν, να υπάρχει πρόληψη των καταστροφών. Αυτή θα έπρεπε να είναι η στρατηγική της πολιτείας. Στρατηγική δεν είναι να χτυπάει απλά το 112, όταν θα γίνεται η καταστροφή.
13
10

Κωστής Παπαϊωάννου: «Όταν αφήνεται το γήπεδο ελεύθερο, φυσικά η ακροδεξιά θα παίξει μπάλα»

Όπως έχει γίνει σε όλη την Ευρώπη, έτσι και εδώ, η Ακροδεξιά βρίσκει χώρο και κινείται. Η Ακροδεξιά προβάλλεται πια ως θεματοφύλακας των κοινωνικών δικαιωμάτων και προστάτρια των ατομικών ελευθεριών. Ύφεση και μέτρα κατά της πανδημίας είναι εύφορο έδαφος για τέτοια καπηλεία. Όταν αφήνεται το γήπεδο ελεύθερο, φυσικά η Ακροδεξιά θα παίξει μπάλα, θα μιλήσει σε όσους πληρώνουν τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση. Θα τους μιλήσει για χαμένες ταυτότητες και το έθνος που κινδυνεύει. Δεν υπήρξε πειστική απάντηση από την Αριστερά. Αλήθεια, τι λέει κάποιος σε έναν κόσμο που πλήττεται από την ύφεση, την ανεργία, την πανδημία, τα περιοριστικά μέτρα; Δεν πρέπει να σκεφτούμε μόνο τι θα κάνουμε απέναντι στην Ακροδεξιά, αλλά τι θα πούμε σε αυτόν τον κόσμο, που να είναι ειλικρινές, ουσιώδες και πειστικό. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι μέχρι τότε αφήνεις τους νεοφασίστες να αλωνίζουν. Είναι πολύ σημαντική η ενσώματη παρουσία μας στον δημόσιο χώρο, γιατί όπου έχει παραδοθεί στη βίαιη δράση τους, τον έχουν κυριέψει και δύσκολα τον ανακτάς, το είδαμε αυτό μετά το 2010. Και σίγουρα θα πρέπει να συνεχίσουμε να πιέζουμε τους θεσμούς να κάνουν τη δουλειά τους. Δεν είναι μια αντιπαράθεση θεωρητική, ούτε μια μάχη μόνο της Αριστεράς απέναντι στην Ακροδεξιά, είναι μια μάχη επιβίωσης της Δημοκρατίας. Και δεν χρειάζεται εγρήγορση μόνο απέναντι στους νεοναζί, αλλά και την Alt-right που ωθεί προς μια ανελεύθερη δημοκρατία τύπου Ουγγαρίας. Είναι εδώ το πρόβλημα, στη χώρα μας. Χρειάζεται ευρεία πολιτική συμπαράταξη για την αντιμετώπισή της. Είναι στενά πλέον τα περιθώρια.
03
10

Βάλια Αρανίτου: «Ενοχλεί το οικοσύστημα των μικρών επιχειρήσεων»

Που ενοχλούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις την ελληνική οικονομία όταν δεν απορροφούν ούτε δάνεια ούτε κονδύλια; Παράλληλα, η παρουσία τους στην οικονομία δεν δημιουργεί κανένα απολύτως πρόβλημα στο να γίνουν μεγάλες επενδύσεις. Και ύστερα, η κυβέρνηση που σκίζει τα ιμάτιά της για να γίνουν start up επιχειρήσεις, τώρα γιατί τις πνίγει; Είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις των start ups που γίνονται μεγάλες επιχειρήσεις και εξαγοράζονται. Οι περισσότερες παραμένουν μικρές, αλλά δυναμικές μονάδες. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, λοιπόν, πρώτον, κρατούν την κοινωνική συνοχή. Δεύτερον, δίνουν δουλειά σε ανθρώπους που προσπαθούν να επιβιώσουν στη νέα δύσκολη φάση που μπαίνουμε. Τρίτον, κρατάνε τη δομή των πόλεων ζωντανή. Αυτά δεν τα σκέφτονται; Τι θα συμβεί αν εκλείψουν; Θα πατήσουμε ένα κουμπί και θα γίνει αλλαγή μοντέλου; Χωρίς, μάλιστα, να υπάρχει δίχτυ ασφαλείας για αυτούς τους ανθρώπους; Με ένα τεχνητό τρόπο, όπως συνέβη και με την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής, που άφησε χιλιάδες παιδιά εκτός πανεπιστημίων, αποφασίζουν να πετάξουν έξω από την οικονομία αυτές τις επιχειρήσεις, με σχέδιο.
24
09

Οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού είναι ο ορισμός των ταξικών μέτρων

Από το ξεκίνημα της υγειονομικής κρίσης, κατέστη απολύτως σαφές ότι ο ρόλος του κράτους είναι αποφασιστικός για τη μείωση των συνεπειών της και για την αντιμετώπισή της. Δυστυχώς, οι νεοφιλελεύθερες εμμονές της ΝΔ, οι επιλογές της για εξυπηρέτηση συγκεκριμένων στόχων και συμφερόντων, δεν επέτρεψαν στο κρατικό μηχανισμό να είναι αποτελεσματικός στη διαχείριση της κατάστασης. Η έμφαση δόθηκε στην καταστολή, με αποκορύφωμα τα γεγονότα της Νέας Σμύρνης. Η ουσιαστική ενίσχυση του ΕΣΥ, που –πάρα τα όσα λέγονται για την αποτελεσματικότητα του ιδιωτικού τομέα– σήκωσε σχεδόν αποκλειστικά το βάρος της πανδημίας, δεν ήρθε ποτέ. Μείναμε στο χειροκρότημα και στις προσλήψεις ορισμένου χρόνου, ενώ, μεσούσης της κρίσης, ανακοινώθηκαν συγχωνεύσεις και κλείσιμο περιφερειακών νοσοκομείων. Όχι ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας! Στην παιδεία, αύξησαν μέσα στην πανδημία τον αριθμό των παιδιών στις αίθουσες, ούτε μερίμνησαν για τον έλεγχο των κρουσμάτων, ούτε καν τα πιο απλά, όπως μια θερμομέτρηση κατά την είσοδο στις τάξεις. Τα σχολεία έμειναν κλειστά σχεδόν ολόκληρη την περσινή χρονιά, ενώ τα πανεπιστήμια δεν άνοιξαν καθόλου. Και φέτος που άνοιξαν είχαν κοπεί οι μισές θέσεις. Στην πολιτική προστασία, είδαμε τα αποτελέσματα του επιτελικού κράτους στις μεγάλες πυρκαγιές του καλοκαιριού. Οι έως τώρα επιλογές τους έφεραν μια από τις μεγαλύτερες οικολογικές καταστροφές που έχει βιώσει η χώρα. Για όλα αυτά δεν ακούσαμε κουβέντα από τον πρωθυπουργό. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κάνει εποικοδομητική κριτική παρουσιάζοντας ταυτόχρονα ρεαλιστικές προτάσεις και ένα συνολικό εναλλακτικό σχέδιο. Στην ατζέντα του η ενίσχυση της δημόσιας παιδείας και υγείας, αλλά και της πολιτικής προστασίας, ήταν πάντοτε ψηλά. Η δημοσιονομική χαλάρωση που επέφερε η κρίση θα ήταν ευκαιρία να ενισχυθούν ακόμα παραπάνω, ενώ η ΝΔ την είδε ως ευκαιρία να ενισχύσει, για μια ακόμα φορά, τους ισχυρούς. Αν η κριτική είναι ότι οι θέσεις αυτές δεν ακούγονται όσο θα έπρεπε θα συμφωνήσουμε. Αλλά δεν βρισκόμαστε ακριβώς και σε ένα αντικειμενικό μιντιακό περιβάλλον. (...) Αυτό αποτελεί μία από τις βασικές υποθέσεις του νεοφιλελευθερισμού. Είναι το γνωστό «trickle -down economics», όπου η μεγέθυνση της πίτας αυτόματα θα φέρει υποτίθεται οφέλη σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, και άρα είναι η μόνη ασφαλής και διατηρήσιμη μέθοδος για να μειωθεί η φτώχεια. Μάλιστα η κυβέρνηση –και ευρύτερα η δεξιά παγκοσμίως– δεν λέει μόνο ότι με την ανάπτυξη θα μειωθούν φτώχεια και ανισότητες, αλλά πάει ένα βήμα παραπέρα και λέει ότι για να τονωθεί η ανάπτυξη, ο μόνος δρόμος είναι η μείωση της φορολογίας στις επιχειρήσεις (και το κεφάλαιο γενικότερα – βλέπε μείωση φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου της ΝΔ) ως μονόδρομος για την ενίσχυση των επενδύσεων. Η προσέγγιση αυτή όχι απλώς δεν υποστηρίζεται από τα πραγματικά δεδομένα, αλλά έχει αρχίσει να αμφισβητείται ανοιχτά από τις περισσότερες κυβερνήσεις των ανεπτυγμένων κρατών. Αν κοιτάξει κανείς τα δεδομένα των τελευταίων 50 ετών θα δει ότι ενώ είχαμε ανάπτυξη και αυτή συνοδεύτηκε από αύξηση των αποδόσεων για το κεφάλαιο, δεν συνέβη το ίδιο για την εργασία. Το αντίθετο μάλιστα, οι πραγματικοί μισθοί παραμένουν σχετικά στάσιμοι και το μερίδιο της εργασίας μειώνεται. Για αυτό βλέπουμε αύξηση ανισοτήτων και φτώχειας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να επιδιώκουμε την ανάπτυξη, αλλά ότι στη συζήτηση πρέπει να μπαίνουν και ζητήματα του πώς και του για ποιους. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι ακόμη και ο αμερικανός πρόεδρος Μπάιντεν, πριν από μερικούς μήνες, μίλησε ανοιχτά για αποτυχία των «trickle - down economics» και ανέδειξε ως μοχλό ανάπτυξης την ενίσχυση της εργασίας και γενικότερα των εισοδηματικά χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων.
21
09

Μιχάλης Σπουρδαλάκης: «Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αλλάξει στρατηγική επειγόντως»

[Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει] να αξιοποιήσει τη χαμένη ευκαιρία που δίνει η πανδημία. Πρέπει να αλλάξει στρατηγική επειγόντως. Να συνδέσει το αίτημα της διασφάλισης της δημοκρατίας, όχι μόνο ως κράτους δικαίου αλλά και με εκείνο της κοινωνικής δικαιοσύνης. Αυτό θεωρώ μπορεί να ανασκευάσει κάποια από τα λάθη, της τελευταίας διετίας, που πλήγωσαν όχι μόνο την εικόνα, αλλά την ψυχή του ΣΥΡΙΖΑ (Ελληνικό, εργασιακό νομοσχέδιο, προτάσεις για υπουργούς κοινής αποδοχής κ.ά.). Φυσικά θα πρέπει να εξακολουθεί να έχει κυβερνητική οπτική και στόχευση. Ο ΣΥΡΙΖΑ αναλαμβάνει κυβερνητικές ευθύνες γιατί θέλει πάντα να απαλύνει τον πόνο των ανθρώπων που δημιουργεί ο καπιταλισμός. Εκτός από αυτό –που έκανε παλιά η σοσιαλδημοκρατία όταν μπορούσε- ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να εμφανιστεί και ως η αριστερά που δίνει όραμα και προοπτική στο επίπεδο της Δημοκρατίας αλλάζοντας τους συσχετισμούς και μεταφέροντας δύναμη στις υποτελείς τάξεις και στρώματα. (...) Πράγματι το ενδεχόμενο [να συσσωρευτεί η κοινωνική δυσαρέσκεια και ο ΣΥΡΙΖΑ να εκπροσωπήσει ξανά μαζικά αιτήματα της κοινωνίας] είναι πολύ πιθανό και ο ΣΥΡΙΖΑ μπροστά σε αυτή την προοπτική πρέπει να ανακτήσει επειγόντως την αξιοπιστία του, αναδεικνύοντας τα δικά του κεκτημένα, αναγνωρίζοντας και επικαιροποιώντας τη δική του πολιτική. Δεν μπορεί να αναμένει κανείς από τον ΣΥΡΙΖΑ να αποκτήσει μια σχέση με την κοινωνία ΠΑΣΟΚ-ΚΚΕ λογικής, μιας λογικής δηλαδή που παρεμβαίνει στην κοινωνία ως κόμμα, σπρώχνοντάς την σε άκαμπτες προειλημμένες αποφάσεις. Δεν ξέρει να το κάνει, και ευτυχώς. Γιατί και εδώ οφείλεται η μεγάλη του επιτυχία. Πρέπει να μπει στο κοινωνικό πεδίο με όποιες δυνάμεις έχει, αξιοποιώντας αυτά που ξέρει. Ότι δηλαδή είναι δίπλα στην κοινωνία, μαθαίνει από αυτήν, σέβεται τις προοπτικές που αυτή επιλέγει, διατυπώνει τις διαφωνίες του, συνθέτει και προχωρά. Πρέπει να δείξει ο ΣΥΡΙΖΑ ότι απέναντι σε μια κυβέρνηση που υπονομεύει συστηματικά ακόμη και τα ελάχιστα της κοινωνικότητας έχει άλλη πρόταση και προοπτική. Σε αυτό το πλαίσιο για παράδειγμα να ανοίξει τη συζήτηση για το πώς θα θέσει ολόκληρο το σύστημα υγείας υπό κοινωνικό έλεγχο.
17
09

Γιώργος Αργείτης: «Η Αριστερά να επανεξετάσει τα θεωρητικά της θεμέλια βάσει του εξελικτικού πραγματισμού»

Υπάρχει αγωνία για την πορεία του πληθωρισμού και ειδικότερα της ακρίβειας σε βασικά αγαθά που προσδιορίζουν το βιοτικό επίπεδό μας. Ωστόσο, η όλη συζήτηση έχει στοιχεία αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Δέχομαι ότι η πανδημική κρίση έχει προκαλέσει δυσλειτουργίες στις διεθνείς αλυσίδες παραγωγής. Αλλά η καταιγίδα ανατιμήσεων στις τιμές των τροφίμων, των ενεργειακών προϊόντων και των πρώτων υλών προβληματίζει ως προς τον ρόλο της κερδοσκοπίας σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο. Και αυτό δεν το λέω από μια αντικαπιταλιστική προδιάθεση. Όταν οι τιμές αυτές μεταβάλλονται βάσει της προεξόφλησης χρηματιστηριακών συμβολαίων, η κερδοσκοπία είναι παρούσα, όπως και η χειραγώγηση των τιμών στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών. Να σημειώσω ότι οι χρηματοπιστωτικές ελίτ εδώ και μήνες, πολύ πριν εμφανιστεί το κύμα των ανατιμήσεων, μιλάνε για πληθωριστικές προσδοκίες εξαιτίας της πολιτικής της ποσοτικής χαλάρωσης των κεντρικών τραπεζών και των επεκτατικών προγραμμάτων δημοσιονομικής πολιτικής των κυβερνήσεων. Η πολιτική των αρνητικών επιτοκίων λειτουργεί ως επιλογή λιτότητας για τους κατόχους πλούτου και το τραπεζικό σύστημα και από ό,τι φαίνεται κάνουν ότι μπορούν να επιστρέψουν τις κεντρικές τράπεζες στην αντιπληθωριστική εμμονή τους. Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση πρέπει να υλοποιήσει άμεσα αντισταθμιστικές παρεμβάσεις όχι μόνο μέσω της φορολογίας, αλλά και του ελέγχου της αγοράς. Η παγκόσμια ανησυχία για τη δυναμική των πληθωριστικών προσδοκιών δεν διευκολύνει τη συζήτηση που γίνεται στην Ευρώπη για τον επανασχεδιασμό του Συμφώνου σταθερότητας. Υπάρχουν δύο πολύ επικίνδυνες ιδέες στα συμβατικά οικονομικά, που θεμελιώνουν το δόγμα του οικονομικού φιλελευθερισμού και δυστυχώς υιοθετούνται από την συντριπτική πλειονότητα των οικονομολόγων. Το δημόσιο έλλειμμα και η αγορά κρατικού χρέους από τις κεντρικές τράπεζες θεωρείται ότι προκαλούν πληθωριστικές πιέσεις και αστάθεια τιμών. Σε μια περίοδο ανησυχίας για τον πληθωρισμό, φοβάμαι ότι η ισχύς των ιδεών αυτών και των φορέων τους θα αυξηθεί σημαντικά. Θέλω να ελπίζω στην θετική επίδραση που μπορεί να έχουν πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη και πρωτίστως στη Γερμανία. Αλλά κρατάω πάρα πολύ μικρό καλάθι. (...) Ο δείκτης ποιότητας της απασχόλησης της Συνομοσπονδίας των Ευρωπαϊκών Συνδικάτων εμφανίζει την Ελλάδα το 2019 στην τελευταία θέση στην ΕΕ, κυρίως λόγω του μεγάλου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας. Η διευρυμένη χρήση υπερεργασίας φέρνει την αγορά εργασίας της Ελλάδας πιο κοντά στο πρότυπο των βαλκανικών χωρών. Τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν επίσης σημαντική απώλεια της αγοραστικής δύναμης του μέσου μισθού. Το ίδιο ισχύει και για το ποσοστό κάλυψης των συλλογικών διαπραγματεύσεων, το οποίο αποκλίνει σημαντικά από τα ισχύοντα στις αναπτυγμένες χώρες της ΕΕ. Ο κατώτατος μισθός βρίσκεται κάτω από το όριο της απόλυτης φτώχειας και η πρόσφατη αύξησή του, εφόσον υπάρξει συμμόρφωση των εργοδοτών, δεν θα αντισταθμίσει σε καμία περίπτωση την απώλεια από την αύξηση στις τιμές βασικών αγαθών και ενέργειας. Όλα τα προαναφερόμενα θα επιδεινωθούν με την υλοποίηση των ρυθμίσεων του νόμου 4808/2021. Συνεπώς, η κατάσταση της αγοράς εργασίας είναι ιδιαιτέρως ανησυχητική.
07
09

Ανδρέας Ξανθός: «Δεν πρέπει η κρίση δημόσιας υγείας να μετατραπεί σε κρίση δημοκρατίας».

Είναι αυτονόητη ηθική υποχρέωση και τήρηση βασικών κανόνων επαγγελματικής δεοντολογίας, ο εμβολιασμός των υγειονομικών. Κανείς δεν μπορεί να υπερασπιστεί το «δικαίωμα» ενός υγειονομικού να φροντίζει ευάλωτους ασθενείς ανεμβολίαστος. Από την άλλη, δεν θεωρούμε ότι η κυβέρνηση έχει το «δικαίωμα» να καταφεύγει σε μέτρα μη αναλογικού χαρακτήρα, όπως είναι η υποχρεωτική αργία, η στέρηση μισθού στο δημόσιο και η απόλυση στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό είναι κοινωνική βαρβαρότητα που θα φέρει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο. Η κυβέρνηση οχτώ μήνες τώρα δεν έκανε τίποτα για να προωθήσει το συνειδητό και εκούσιο εμβολιασμό, να άρει επιφυλάξεις και να εξαντλήσει τα περιθώρια συναινετικών λύσεων. Έρχεται στο «και πέντε» να εκβιάσει και να απειλήσει με το φόβο της ανεργίας και της ανέχειας. Η υποχρεωτική αργία για περίπου 10.000 υγειονομικούς θέτει σε διακινδύνευση την ευστάθεια του ΕΣΥ στην αιχμή του τέταρτου κύματος. Εμείς προτείναμε αναστολή εφαρμογής του νόμου, εκτόνωση της κρίσης, προσπάθεια χάραξης ενός κοινά συμφωνημένου δρόμου προς τον τελικό στόχο που είναι ο καθολικός εμβολιασμός. Σε κάθε περίπτωση, η υπόθεση της συλλογικής ανοσίας και γενικά της αποτελεσματικής διαχείρισης της πανδημίας δεν κρίνεται από τον εμβολιασμό των εργαζομένων στις δομές υγείας και πρόνοιας. Εάν δεν τροποποιηθεί η εμβολιαστική στρατηγική και δεν καλυφθούν οι εστίες ανεμβολίαστου πληθυσμού όλων των κατηγοριών και ειδικά των υπερηλίκων, είναι χαμένο το παιχνίδι. Συμφωνούμε με την εισήγηση της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής για στοχευμένη και επιλεκτική υποχρεωτικότητα, με ισχυρές δικλείδες ασφαλείας από άποψη εργασιακών δικαιωμάτων και αφού εξαντληθούν όλα τα περιθώρια πειθούς και ενδιάμεσων λύσεων (πχ. μετακινήσεις από τμήματα αιχμής). Η κυβέρνηση κινείται στη λογική της επιβολής και του τιμωρητισμού, προωθώντας ταυτόχρονα τη γενικευμένη υποχρεωτικότητα. Ξεκινά από τους υγειονομικούς, θα προχωρήσει με τους ένστολους, τους εκπαιδευτικούς κ.ο.κ. Οι ευρωπαϊκές χώρες –πλην της Γαλλίας και της Ιταλίας– δεν κινούνται σε αυτή την κατεύθυνση.
04
08

Η μεγάλη εικόνα είναι παγίωση μια συνθήκης διαρκούς λιτότητας για τους εργαζόμενους

Η πανδημία και η διαταραχή της οικονομίας που έρχεται με αυτήν, γνωρίζαμε ότι θα δημιουργούσε μια αυθόρμητη τάση μετακύλισης του κόστους στους εργαζόμενους. Από την πρώτη στιγμή οι επιλογές που έγιναν, αντί να λειτουργήσουν προστατευτικά, έβαλαν τις βάσεις για έναν νέο γύρο υποτίμησης των εργασιακών δικαιωμάτων. Μέτρα όπως οι αναστολές συμβάσεων εργασίας και το πάγωμα βασικών διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, όπως η αναστολή της δήλωσης των ωραρίων, άφησαν τον κόσμο της εργασίας ουσιαστικά απροστάτευτο. Όπως αποκάλυψε και η δημόσια συζήτηση για τον νόμο Χατζηδάκη, η κυβέρνηση θέλει τον εργαζόμενο μόνο του απέναντι στον εργοδότη, χωρίς συλλογική εκπροσώπηση και με εργατικό δίκαιο σε διαρκή έκπτωση. Η πανδημία, δυστυχώς, δεν δίδαξε τίποτα στην κυβέρνηση, κυρίως δεν αναγνώρισε την ανάγκη που έχει η οικονομία την εργασία. Η περαιτέρω εξάπλωση της επισφάλειας, η έκρηξη της παραβατικότητας στην αγορά εργασίας και η μείωση των εισοδημάτων δεν είναι φυσικά φαινόμενα, αλλά αποτελέσματα συγκεκριμένων πολιτικών. Η επιμονή και η επανάληψη της ίδιας συνταγής, δυστυχώς, δεν μπορεί παρά να οδηγήσουν σε ένα νέο κύκλο κρίσης για τον κόσμο της εργασίας.
02
08

Νίκος Φίλης: «Η εκπαίδευση είναι πολιτικό και κοινωνικό εργαστήριο που θα επηρεάσει τις εξελίξεις»

Ο ΣΥΡΙΖΑ από την πρώτη στιγμή τάχθηκε υπέρ του καθολικού εμβολιασμού. Για αυτό άλλωστε έδωσε τη μάχη να αρθεί η πατέντα σε παγκόσμιο επίπεδο. Έκανε ταυτόχρονα προσεκτική στάθμιση, όπως και ο ΠΟΥ και όλες οι κυβερνήσεις του κόσμου στη σχέση του εμβολιασμού με τα κοινωνικά δικαιώματα. Ορθώς ταχθήκαμε υπέρ του υποχρεωτικού εμβολιασμού στο χώρο της υγείας, αρνηθήκαμε όμως να συναινέσουμε σε μέτρα που υπονομεύουν το δικαίωμα στην εργασία. Η μάχη για τον καθολικό εμβολιασμό, πρέπει να δοθεί στην κοινωνία, με εμπιστοσύνη στον ορθό λόγο και την επιστήμη, με μέτωπο στον ανορθολογισμό και τη συνωμοσιολογία. Με σεβασμό σε εύλογους φόβους πολιτών. Αλλά με επιμονή στην πειθώ. Αναλόγως της εξέλιξης των μεταλλάξεων, θα κληθούμε να λάβουμε περαιτέρω μέτρα υγειονομικής προστασίας. Σε αυτούς που αντιπαραθέτουν την ατομική ευθύνη στην κρατική υποχρέωση, ή ακόμα σε όσους στήνουν μια αντιπαράθεση ανάμεσα στον ευρωπαϊκό πολιτισμό των δικαιωμάτων και της δημοκρατίας και σε αυτόν του Κομφούκιου, η απάντηση είναι μία: Δημοκρατία, δηλαδή ατομικά δικαιώματα που υφαίνουν τη συλλογική κοινωνική ευθύνη. Ειδικά για τα σχολεία, για πολλοστή φορά εδώ και 15 μήνες, ζητούμε συνεδρίαση της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων με τη συμμετοχή των ειδικών, για να συζητηθεί πώς θα επιτευχθεί με ασφάλεια και ομαλότητα η μείζων προτεραιότητα: το άνοιγμα σχολείων και πανεπιστημίων το Σεπτέμβριο. (...) Τα αίτια της δημοσκοπικής καταγραφής  του ΣΥΡΙΖΑ στη δεύτερη θέση είναι πολλά, αντικειμενικά και υποκειμενικά. Σε ολόκληρη την Ευρώπη, με αφορμή την πανδημία, οι συντηρητικές δυνάμεις επιχειρούν να ενισχύσουν την ηγεμονία τους, εκμεταλλευόμενες το φόβο των πολιτών. Στην Ελλάδα βέβαια υπάρχουν και ειδικοί λόγοι. Ο ασφυκτικός έλεγχος των μέσων ενημέρωσης επιβραδύνει ή και καταστέλλει τις κοινωνικές αντιδράσεις. Για την κατάσταση στο χώρο των ΜΜΕ έχουμε και εμείς τις ευθύνες μας. Νομίζω όμως ότι σημαντικότερη αιτία για τη σημερινή εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ είναι η κρίση φυσιογνωμίας και η έλλειψη πολιτικού σχεδίου για τη δημοκρατική ανατροπή, ζητήματα που έστω καθυστερημένα προσπάθησε να αντιμετωπίσει η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη. Η διατύπωση του Τσίπρα ότι θα διεκδικήσουμε το Κέντρο με αριστερή πολιτική δείχνει ότι συνειδητοποιούμε την κατάσταση, χρειάζεται όμως αυτή η διακήρυξη να γίνει καθημερινή πολιτική. Η αναγκαία διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ έγινε με τρόπο που δημιούργησε συγχύσεις. Η συνθηματολογία για στροφή προς το Κέντρο, σε μια περίοδο μάλιστα που η κρίση διαμορφώνει δύο αντίπαλα ιδεολογικά και πολιτικά στρατόπεδα, τη Δεξιά και την Αριστερά, από πολλούς πολίτες εκλήφθηκε ως ιδεολογικοπολιτική ταλάντευση  του ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτό μάλιστα συνέβαλε και η εικόνα των προσχωρήσεων προσώπων που είχαν ταυτιστεί με τα μνημόνια και τον παλαιοκομματισμό. Δεν αξιοποιήσαμε όσο έπρεπε το 32% των εκλογών, που δεν ήταν ομοιογενές και ήταν αναγκαίο να οργανωθεί προγραμματικά-ιδεολογικά στο έδαφος της Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ένα πολιτικό κόμμα είναι υποχρεωμένο να δημιουργεί  συνθήκες ηγεμονίας, αρχής γενομένης από τους εκλογείς του. Εννιά χρόνια μετά την εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ, είναι λάθος να αντιμετωπίζουμε πολλούς ψηφοφόρους μας ως πρώην ΠΑΣΟΚ, δηλαδή, να τους προσδιορίζουμε με βάση την καταγωγή τους κι όχι με βάση τη σημερινή τους ταυτότητα. Αυτό μάλιστα δεν εκφράζει πολλούς από αυτούς τους ανθρώπους γιατί έχουν οριστικά κόψει τους δεσμούς τους με αυτόν τον πολιτικό χώρο. Η κρίση φυσιογνωμίας συναρτώμενη και με αντιφατικά μηνύματα ως προς την ποιότητα της αντιπολίτευσης έχει δημιουργήσει ερωτήματα σε  ένα μέρος της εκλογικής μας επιρροής από τα Αριστερά. Ειδικότερα στο χώρο της νεολαίας όπου διατηρούμε το προβάδισμα,  υπάρχουν περιθώρια με την ενεργητική παρέμβασή μας να το αυξήσουμε. Η επιστροφή του ΣΥΡΙΖΑ στα κινήματα, η ανάδειξη των εναλλακτικών του πολιτικών και ένα σχέδιο πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών, μπορούν να δημιουργήσουν μια δυναμική ανόδου και προοδευτικής διακυβέρνησης. Καθώς η κυβερνητική πολιτική προκαλεί αντιδεξιά αντανακλαστικά μπορούμε σταδιακά να αποδυναμώσουμε το αντιΣΥΡΙΖΑ ρεύμα. Κάτι τέτοιο όμως απαιτεί επιτέλους αυτοκριτική για πλευρές της  διακυβέρνησής μας και σταθερή απομάκρυνση από τους μνημονιακούς καταναγκασμούς. Το Ελληνικό, η Fraport, τα Rafal είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις που ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίστηκε ως συνέχεια της μνημονιακής διακυβέρνησης. Δεν θα κερδίσουμε σε αξιοπιστία αν υποστηρίζουμε τις «ουρές» του μνημονίου. Όταν μάλιστα  διεθνώς, όπως ως ένα βαθμό δείχνει το παράδειγμα Μπάιντεν  η πανδημία πιέζει για επανατοποθετήσεις μακριά από το νεοφιλελευθερισμό. Δεν θα κερδίσουμε τη ΝΔ αν τελικώς το κατεστημένο μάς σπρώξει στη θεωρία των «συγκοινωνούντων δοχείων» και της δικομματικής εναλλαγής. Χρειαζόμαστε μια αντιπολίτευση με πρόγραμμα και ιδεολογικό μήνυμα, με ισχυρό το οικολογικό στοιχείο που στην εποχή μας παραπέμπει σε έναν δημοκρατικό αντικαπιταλισμό. Χωρίς να είμαστε ανεκτικοί στις εξορύξεις, τις θηριώδεις ανεμογεννήτριες στα νησιά και σε περιοχές βιοποικιλότητας. Χωρίς να παλινδρομούμε σε αναχρονισμούς ότι η επιχειρηματικότητα και η εργασία υπερέχουν της προστασίας του περιβάλλοντος. Μια νέα  πορεία χρειάζεται ένα αξιόμαχο κόμμα που θα λειτουργεί συλλογικά και δημοκρατικά, ικανό να κάνει πολιτική όχι με διακηρύξεις αλλά παρεμβαίνοντας στις κοινωνικές αντιθέσεις υπέρ των λαϊκών τάξεων.  Και όσο το δυνατό ταχύτερα Συνέδριο.   
28
07

Μάκης Κουζέλης: «Η κυβέρνηση διακατέχεται από κάτι που μοιάζει με καταστροφική μανία»

Είναι πράγματι η λογική κατάληξη μίας πορείας η οποία έχει ένα πολύ χαρακτηριστικό στίγμα. Και επειδή είναι εμφανές ότι το βασικό στοιχείο αυτού του στίγματος είναι ο νεοφιλελεύθερος χαρακτήρας του, να προσθέσουμε και κάτι που χαρακτηρίζει την περίπτωση της κυρίας Υπουργού: Ότι ταυτόχρονα είναι και βαθιά συντηρητικό. Η ιδιοτροπία του υπουργείου Παιδείας συνίσταται στο ότι διαχειρίζεται ένα νεοφιλελεύθερο υλικό προτάσεων και πολιτικών, που έχει περάσει κατά καιρούς από το υπουργείο, επαναφέροντας την ίδια ώρα ένα δυνάμει σκοταδιστικό πλαίσιο το οποίο φαίνεται στο τι διαγράφεται. Απέφυγα μέχρι στιγμής να παρέμβω γιατί αυτός που έχει μία ευθύνη για ένα διάστημα, μοιάζει απλώς σαν να γκρινιάζει. Αλλά αν δεις τι ξηλώθηκε –η  τέχνη, οι κοινωνικές επιστήμες, οι αναφορές στα δικαιώματα και στην ταυτότητα, ό,τι παρέπεμπε σε κριτική σκέψη– και μάλιστα με εντυπωσιακή βιασύνη, καταλαβαίνεις ότι αυτό το ξήλωμα έχει να κάνει με την προσπάθεια να πάμε πίσω σε καθεστώς και λογικές της παλιάς «καλής» Δεξιάς του ’50. Αυτό δεν θα το περίμενε κανείς. Νομίζω ότι το υπουργείο Παιδείας ενσαρκώνει αυτό που βρίσκεται στον πυρήνα της πολιτικής φιλοσοφίας της κυβέρνησης, το πάντρεμα δηλαδή ενός νεοφιλελεύθερου λόγου με μια ακραία συντηρητική, αυταρχική νοοτροπία. (...) Αν θέλει κάποιος να στείλει παιδιά στην ιδιωτική μεταλυκειακή εκπαίδευση, στα κολέγια και τα ιδιωτικά ΙΕΚ, τότε προφανώς πρέπει να περιορίσει τον αριθμό των εισακτέων στα πανεπιστήμια δυσκολεύοντας αυτό τον δρόμο. Τα πατήματα, που είναι κυρίως ιδεολογικού χαρακτήρα, έχουν να κάνουν με την υποτιθέμενη αριστεία, την πρόκληση ενός «ηθικού πανικού» για το δήθεν σκανδαλώδες να εισάγεται κανείς με βαθμό κάτω από τη βάση στο πανεπιστήμιο κτλ. Αυτά είναι γνωστά αυταρχικά ρητορικά σχήματα. Ο στόχος ήταν ο περιορισμός. Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε και μ' ένα έδαφος που έχει προετοιμαστεί. Και δυστυχώς ο πανεπιστημιακός χώρος δεν είναι αυτός που ήταν πριν από τρεις δεκαετίες. Οι πανεπιστημιακοί έχουμε κάνει ένα σωρό λάθη. Δεν έχουμε προστατεύσει το θεσμό ούτε καν σε επίπεδο επιχειρηματολογίας, έχουμε αφήσει τον απαξιωτικό για το πανεπιστήμιο λόγο να "τρέχει". Αυτή η απαξίωση του πανεπιστημίου για κάποιους από τους συναδέλφους έχει γίνει μέρος του λόγου τους, βιώνουν την πραγματικότητα σαν είναι έτσι, ενώ δεν είναι. Έχουμε εξαιρετικά πανεπιστήμια, εξαιρετικούς πανεπιστημιακούς αλλά και εξαιρετικούς φοιτητές. Αυτό πολλές φορές το ξεχνάμε. Έχουμε όμως επιτρέψει μία λαϊκίστικη πολεμική εναντίον του πανεπιστημίου. Την ξέρουμε όλοι: ότι, τάχα, στα πανεπιστήμια γίνονται σημεία και τέρατα, ότι οι πανεπιστημιακοί είναι τεμπέληδες, ότι οι φοιτητές είναι αγράμματοι και δεν ξέρουν να γράφουν. Όλο αυτό το πράγμα αφέθηκε στο να φτιάξει μία ατμόσφαιρα μέσα στην οποία και οι πανεπιστημιακοί λένε "ας προστατεύσουμε το τμήμα μας ώστε οι βάσεις να είναι λίγο πιο ψηλές". Σε πολλές περιπτώσεις τα πανεπιστημιακά τμήματα συμμετείχαν σ' αυτό, αλλά βέβαια δεν είχαν και άλλη διέξοδο. Ελπίζω ότι οι αντιδράσεις που ήδη παρουσιάζονται θα αμφισβητήσουν αυτήν την πορεία.